COVID-19: τι μάθαμε σ’ ένα χρόνο
Αθανάσιος Τρίκας
COVID-19: τι μάθαμε σ’ ένα χρόνο
Ένας χρόνος έχει περάσει από τότε που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτήρισε επίσημα ως πανδημία την λοίμωξη από τον νέο κορωνοιό SARS-COV2, τη γνωστή σε όλους πλέον COVID-19. Μια πανδημία με τρομακτικό αντίκτυπο στον τομέα της δημόσιας υγείας, αλλά και σε κάθε σχεδόν έκφανση της ανθρώπινης ζωής, δεδομένων των πρωτόγνωρων συνθηκών που επέβαλε στο πλαίσιο της προσπάθειας για μείωση της διασπορας του ιού και αντιμετώπιση του. Μια πανδημία που δείχνει τώρα περισσότερο από ποτέ στην χώρα μας το πραγματικό της πρόσωπο με σημαντική θνητότητα και νοσηρότητα.
Η έρευνα που έχει γίνει μέσα σε αυτό το διάστημα πάνω στην COVID-19 λοίμωξη είναι εκτενής, με μια πληθώρα μελετών να ρίχνουν φως σε πολλές άγνωστες πτυχές του ιού και του τρόπου με τον οποίο αυτός μεταδίδεται και δρα στον ανθρώπινο οργανισμό. Η αξιοποίηση των δεδομένων αυτών μας δίνει πλέον τη δυνατότητα για πρωιμότερη διάγνωση της νόσου με την ανάπτυξη νέων τεστ ανιχνευσης, την καλύτερη διαχείρηση των ασθενών καθώς και την ανάδυση νέων θεραπευτικών μέσων με αποδεδειγμένο όφελος. Επιπλέον στον ελπιδοφόρο τομέα της πρόληψης εμφάνισης της νόσου αναπτύχθηκαν εμβόλια τα οποία πλέον διατίθενται σε παγκόσμια κλίμακα.
Έχει αποδειχθέι λοιπόν από τα πρώτα κιόλας στάδια της πανδημίας ότι ο ιος SARS-COV2 παρουσιάζει πλειοτρόπες δράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό, προσβάλλοντας εκτός από το αναπνευστικό σύστημα -που έχει τον προεξάρχοντα ρόλο στη COVID λοίμωξη- και άλλα συστήματα όπως το καρδιαγγειακό, το γαστρεντερικό και το νευρικό. Φαίνεται μάλιστα ότι οι επιπλοκές που αφορούν την καρδιά είναι πολύ συχνότερες και σοβαρότερες απ΄ότι αρχικά θεωρούνταν και ότι ενώ συνήθως αφορούν ασθενείς με προυπάρχουσα καρδιοπάθεια, είναι αρκετές οι περιπτώσεις που εμφανίζονται και σε νέους ασθενείς χωρίς προηγούμενο καρδιολογικό ιστορικό. Μια πρόσφατη ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό του Journal of the American College of Cardiology αναφέρει ότι σχεδόν 1 στους 4 ασθενείς που νοσηλέυονται λόγω COVID-19 παρουσιάζουν επιπλοκες που αφορούν την καρδιά και οι οποίες συμβάλουν στο 40% των συνολικών θανάτων που σχετίζονται με τη νόσο. Το φάσμα των μηχανισμών μέσω των οποίων ο ιός επιτίθεται στην καρδιά ειναι ευρύ και πολύπλευρο, ενώ διαρκώς ανακαλύπτονται και νέα μονοπάτια δράσης του μέσω των οποίων αυτός βλάπτει είτε άμεσα είτε έμμεσα το καρδιαγγειακό σύστημα.
Στην σοβαρή νόσηση COVID-19 το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού υπεραντιδρά και παράγει φλεγμονώδεις ουσίες, τις κυτταροκίνες, που προκαλούν τον λεγόμενο «καταρράκτη κυτταροκινών». Πρόκειται για μια γενικευμένη φλεγμονώδη αντίδραση που προσβάλει πολλά όργανα συμπεριλαμβανομένου πολλές φορές και του καρδιακού μυός, προκαλώντας μυοκαρδίτιδα. Η μυοκαρδίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί με πόνο στο στήθος, ταχυκαρδία και πυρετό ενώ πολλές φορες μπορεί και να μην παρουσιαζει συμπτώματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις δύναται να επηρεάσει την λειτουργία της καρδιάς ως αντλία, με αποτέλεσμα τη μείωση του αίματος που αυτή εξωθεί στα περιφερικά όργανα και την εμφάνιση συμπτωμάτων καρδιακής ανεπάρκειας. Αξιζει να αναφέρουμε οτι από μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε βρέθηκε ότι περίπου 3 στους 4 ασθενείς που ανάρρωσαν από COVID-19, παρουσίασαν μετά από 2 έως 3 μήνες στοιχεία μυοκαρδιακής φλεγμονής που απεικονίστηκε σε μαγνητικη τομογραφία καρδιάς, χωρίς οι ίδιοι να αναφέρουν συμπτώματα. Υπάρχουν δηλαδή ενδείξεις ότι ο νέος κορωνοιός μπορει να συνεχίζει να επηρρεάζει την καρδιά ακόμα και μετά την ανάρρωση χωρίς συμπτώματα και χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε προς το παρόν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό για τους ασθενείς.
Στο πλαίσιο της πολυσυστηματικής φλεγμονής που αναφέρθηκε, ο SARS-COV2 προκαλεί μια γενικευμένη υπερπηκτική κατάσταση στον οργανισμό. Ευοδώνει τον σχηματισμό θρόμβων στα μεγάλα αλλά και κυρίως στα μικρά αγγεία του οργανισμού, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας του αίματος και συνεπώς την μειωμένη παροχή οξυγόνου σε όργανα, όπως είναι η καρδιά και οι πνέυμονες. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ασθενείς που νοσηλεύονται λόγω COVID-19 συνίστανται να λαμβάνουν και αντιπηκτική αγωγή πέραν της λοιπής θεραπείας. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά στα Επείγοντα Ιατρεία που διαγιγνώσκονται με πνευμονική εμβολή και οξέα στεφανιαία σύνδρομα (οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου) ως πρώτη εκδήλωση COVID-19. Έτσι ο κλινικός καρδιολόγος οφείλει να είναι σε επαγρύπνηση και όσον αφορά το χειρισμό περιστατικού με συμπτωματολογία COVID για τον αποκλεισμό πιθανής καρδιακής προσβολής, αλλά και αντίστροφα σε περιστατικά με καρδιολογική σημειολογία για τον αποκλεισμό συνύπαρξης COVID λοίμωξης, ειδικά σε περιόδους με μεγάλη διασπορά στη κοινότητα, όπως συμβαίνει τώρα στη χώρα μας.
Δεδομένων των ανωτέρω, οι καρδιοπαθείς ανήκουν προφανώς στις ευπαθείς ομάδες καθώς όπως ισχύει και για οποιοδήποτε άλλο νόσημα, σε ένα ήδη παθολογικό υπόστρωμα η πιθανότητα επιπλοκών από περιβαλλοντικό παράγοντα που το επηρεάζει, όπως η λοίμωξη από κορωνοιο, πολλαπλασιάζεται. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι ένας ασθενής με πάσχον καρδιαγγειακό σύστημα θα ανεχτεί πολύ δυσκολότερα τον πυρετό, τα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου, τις διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης και τις θρομβωτικές διαταραχές που προκαλεί η COVID19 σε σχέση με ένα υγιές άτομο. Σε διάφορες μελέτες έχει εξάλλου αναδειχθεί ότι προυπάρχουσα υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης και στεφανιαία νόσος συσχετίζονται με τη σοβαρότητα και την έκβαση COVID19 λοίμωξης, ενώ από άλλους παράγοντες, το κάπνισμα και το μεταβολικό σύνδρομο έχουν επίσης συσχετιστεί.
Οι καρδιοπαθείς ωστόσο δεν θα πρεπει στο βωμό του φόβου για τον ιό να θυσιάζουν την τακτική παρακολούθηση τους από τους θεράποντες ιατρούς και κυρίως να μην αγνοούν την εμφάνιση νέων συμπτωμάτων ή την επιδείνωση των ήδη υπάρχοντων. Αξίζει να αναφερθεί ότι από καταγραφές που έγιναν παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας φάνηκε ότι στην περίπτωση οξέος εμφραγμάτος του μυοκαρδίου κατά τις περιόδους των lockdown -συγκριτικά με τις περιόδους προ πανδημίας- αυξήθηκε σημαντικά ο χρόνος που μεσολαβεί από την έναρξης του συμπτώματος μέχρι την προσέλευση του ασθενούς στο Τμήμα των Επειγόντων Περιστατικών. Ο ασθενής δηλαδή που παθαίνει έμφραγμα φοβάται να έρθει στο νοσοκομείο! Γεγονός που προφανώς επηρεάζει αρνητικά την έκβαση της θεραπευτικής αντιμετώπισης καθώς και τη μετέπειτα πορεία της καρδιαγγειακής νόσου. Πόνος στο στήθος, αίσθημα δύπνοιας, ταχυκαρδία, λιποθυμικό επεισόδιο είνα συμπτώματα που πρέπει πάντα να οδηγούν τους ασθενείς με ή χωρίς γνωστό καρδιολογικό ιστορικό στην αναζήτηση άμεσης ιατρικής βοήθειας.
Πέραν αυτού ο καρδιοπαθής πρέπει τώρα περισσότερο από ποτέ να επιδείξει αίσθημα ευθύνης ακολουθώντας με συνέπεια τη φαρμακευτική αγωγή κατά τις οδηγίες των θεράποντων , να υιοθετήσει και να ακολουθεί έναν υγιεινό τρόπο ζωής με φυσική δραστηριότητα και ισορροπημένη διατροφή σε καθημερινή βάση, να τηρεί τα μέτρα ατομικής προστασίας και να εμβολιαστεί βάσει των οδηγιών της εθνικής εκστρατείας εμβολιασμού. Τέλος, απ΄την πλεύρα του ο καρδιολόγος και η εκάστοτε καρδιολογικη ομάδα οφείλει να καλλιεργήσει κλίμα εμπιστοσύνης και αισθήματος ασφάλειας στον ασθενή και να εξασφαλίσει την προστασία του αλλά και την τακτική παρακολούθηση του με γνώμονα πάντα τις ανάγκες του ασθενόυς αλλά και τις δυνατότητες του βάσει των εκάστοτε συνθηκών.
Ο Αθανάσιος Τρίκας είναι Αν Καθηγητης ΕΚΠΑ, Συντονιστης Διευθυντης Καρδιολογικης, Κλινικης ΓΝΑ ΕΛΠΙΣ
Έχει αποδειχθέι λοιπόν από τα πρώτα κιόλας στάδια της πανδημίας ότι ο ιος SARS-COV2 παρουσιάζει πλειοτρόπες δράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό, προσβάλλοντας εκτός από το αναπνευστικό σύστημα -που έχει τον προεξάρχοντα ρόλο στη COVID λοίμωξη- και άλλα συστήματα όπως το καρδιαγγειακό, το γαστρεντερικό και το νευρικό. Φαίνεται μάλιστα ότι οι επιπλοκές που αφορούν την καρδιά είναι πολύ συχνότερες και σοβαρότερες απ΄ότι αρχικά θεωρούνταν και ότι ενώ συνήθως αφορούν ασθενείς με προυπάρχουσα καρδιοπάθεια, είναι αρκετές οι περιπτώσεις που εμφανίζονται και σε νέους ασθενείς χωρίς προηγούμενο καρδιολογικό ιστορικό. Μια πρόσφατη ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό του Journal of the American College of Cardiology αναφέρει ότι σχεδόν 1 στους 4 ασθενείς που νοσηλέυονται λόγω COVID-19 παρουσιάζουν επιπλοκες που αφορούν την καρδιά και οι οποίες συμβάλουν στο 40% των συνολικών θανάτων που σχετίζονται με τη νόσο. Το φάσμα των μηχανισμών μέσω των οποίων ο ιός επιτίθεται στην καρδιά ειναι ευρύ και πολύπλευρο, ενώ διαρκώς ανακαλύπτονται και νέα μονοπάτια δράσης του μέσω των οποίων αυτός βλάπτει είτε άμεσα είτε έμμεσα το καρδιαγγειακό σύστημα.
Στην σοβαρή νόσηση COVID-19 το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού υπεραντιδρά και παράγει φλεγμονώδεις ουσίες, τις κυτταροκίνες, που προκαλούν τον λεγόμενο «καταρράκτη κυτταροκινών». Πρόκειται για μια γενικευμένη φλεγμονώδη αντίδραση που προσβάλει πολλά όργανα συμπεριλαμβανομένου πολλές φορές και του καρδιακού μυός, προκαλώντας μυοκαρδίτιδα. Η μυοκαρδίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί με πόνο στο στήθος, ταχυκαρδία και πυρετό ενώ πολλές φορες μπορεί και να μην παρουσιαζει συμπτώματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις δύναται να επηρεάσει την λειτουργία της καρδιάς ως αντλία, με αποτέλεσμα τη μείωση του αίματος που αυτή εξωθεί στα περιφερικά όργανα και την εμφάνιση συμπτωμάτων καρδιακής ανεπάρκειας. Αξιζει να αναφέρουμε οτι από μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε βρέθηκε ότι περίπου 3 στους 4 ασθενείς που ανάρρωσαν από COVID-19, παρουσίασαν μετά από 2 έως 3 μήνες στοιχεία μυοκαρδιακής φλεγμονής που απεικονίστηκε σε μαγνητικη τομογραφία καρδιάς, χωρίς οι ίδιοι να αναφέρουν συμπτώματα. Υπάρχουν δηλαδή ενδείξεις ότι ο νέος κορωνοιός μπορει να συνεχίζει να επηρρεάζει την καρδιά ακόμα και μετά την ανάρρωση χωρίς συμπτώματα και χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε προς το παρόν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό για τους ασθενείς.
Στο πλαίσιο της πολυσυστηματικής φλεγμονής που αναφέρθηκε, ο SARS-COV2 προκαλεί μια γενικευμένη υπερπηκτική κατάσταση στον οργανισμό. Ευοδώνει τον σχηματισμό θρόμβων στα μεγάλα αλλά και κυρίως στα μικρά αγγεία του οργανισμού, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας του αίματος και συνεπώς την μειωμένη παροχή οξυγόνου σε όργανα, όπως είναι η καρδιά και οι πνέυμονες. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ασθενείς που νοσηλεύονται λόγω COVID-19 συνίστανται να λαμβάνουν και αντιπηκτική αγωγή πέραν της λοιπής θεραπείας. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά στα Επείγοντα Ιατρεία που διαγιγνώσκονται με πνευμονική εμβολή και οξέα στεφανιαία σύνδρομα (οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου) ως πρώτη εκδήλωση COVID-19. Έτσι ο κλινικός καρδιολόγος οφείλει να είναι σε επαγρύπνηση και όσον αφορά το χειρισμό περιστατικού με συμπτωματολογία COVID για τον αποκλεισμό πιθανής καρδιακής προσβολής, αλλά και αντίστροφα σε περιστατικά με καρδιολογική σημειολογία για τον αποκλεισμό συνύπαρξης COVID λοίμωξης, ειδικά σε περιόδους με μεγάλη διασπορά στη κοινότητα, όπως συμβαίνει τώρα στη χώρα μας.
Δεδομένων των ανωτέρω, οι καρδιοπαθείς ανήκουν προφανώς στις ευπαθείς ομάδες καθώς όπως ισχύει και για οποιοδήποτε άλλο νόσημα, σε ένα ήδη παθολογικό υπόστρωμα η πιθανότητα επιπλοκών από περιβαλλοντικό παράγοντα που το επηρεάζει, όπως η λοίμωξη από κορωνοιο, πολλαπλασιάζεται. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι ένας ασθενής με πάσχον καρδιαγγειακό σύστημα θα ανεχτεί πολύ δυσκολότερα τον πυρετό, τα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου, τις διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης και τις θρομβωτικές διαταραχές που προκαλεί η COVID19 σε σχέση με ένα υγιές άτομο. Σε διάφορες μελέτες έχει εξάλλου αναδειχθεί ότι προυπάρχουσα υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης και στεφανιαία νόσος συσχετίζονται με τη σοβαρότητα και την έκβαση COVID19 λοίμωξης, ενώ από άλλους παράγοντες, το κάπνισμα και το μεταβολικό σύνδρομο έχουν επίσης συσχετιστεί.
Οι καρδιοπαθείς ωστόσο δεν θα πρεπει στο βωμό του φόβου για τον ιό να θυσιάζουν την τακτική παρακολούθηση τους από τους θεράποντες ιατρούς και κυρίως να μην αγνοούν την εμφάνιση νέων συμπτωμάτων ή την επιδείνωση των ήδη υπάρχοντων. Αξίζει να αναφερθεί ότι από καταγραφές που έγιναν παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας φάνηκε ότι στην περίπτωση οξέος εμφραγμάτος του μυοκαρδίου κατά τις περιόδους των lockdown -συγκριτικά με τις περιόδους προ πανδημίας- αυξήθηκε σημαντικά ο χρόνος που μεσολαβεί από την έναρξης του συμπτώματος μέχρι την προσέλευση του ασθενούς στο Τμήμα των Επειγόντων Περιστατικών. Ο ασθενής δηλαδή που παθαίνει έμφραγμα φοβάται να έρθει στο νοσοκομείο! Γεγονός που προφανώς επηρεάζει αρνητικά την έκβαση της θεραπευτικής αντιμετώπισης καθώς και τη μετέπειτα πορεία της καρδιαγγειακής νόσου. Πόνος στο στήθος, αίσθημα δύπνοιας, ταχυκαρδία, λιποθυμικό επεισόδιο είνα συμπτώματα που πρέπει πάντα να οδηγούν τους ασθενείς με ή χωρίς γνωστό καρδιολογικό ιστορικό στην αναζήτηση άμεσης ιατρικής βοήθειας.
Πέραν αυτού ο καρδιοπαθής πρέπει τώρα περισσότερο από ποτέ να επιδείξει αίσθημα ευθύνης ακολουθώντας με συνέπεια τη φαρμακευτική αγωγή κατά τις οδηγίες των θεράποντων , να υιοθετήσει και να ακολουθεί έναν υγιεινό τρόπο ζωής με φυσική δραστηριότητα και ισορροπημένη διατροφή σε καθημερινή βάση, να τηρεί τα μέτρα ατομικής προστασίας και να εμβολιαστεί βάσει των οδηγιών της εθνικής εκστρατείας εμβολιασμού. Τέλος, απ΄την πλεύρα του ο καρδιολόγος και η εκάστοτε καρδιολογικη ομάδα οφείλει να καλλιεργήσει κλίμα εμπιστοσύνης και αισθήματος ασφάλειας στον ασθενή και να εξασφαλίσει την προστασία του αλλά και την τακτική παρακολούθηση του με γνώμονα πάντα τις ανάγκες του ασθενόυς αλλά και τις δυνατότητες του βάσει των εκάστοτε συνθηκών.
Ο Αθανάσιος Τρίκας είναι Αν Καθηγητης ΕΚΠΑ, Συντονιστης Διευθυντης Καρδιολογικης, Κλινικης ΓΝΑ ΕΛΠΙΣ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα