Η αποτυχία της Εθνικής στο Μουντομπάσκετ: Κρίμα, κρίμα και πάλι κρίμα...
Βασ. Αναστασόπουλος
Η αποτυχία της Εθνικής στο Μουντομπάσκετ: Κρίμα, κρίμα και πάλι κρίμα...
Τρίποντα -από τον Νικ Καλάθη, παρακαλώ. Τρέξιμο. Αιφνιδιασμοί. Πιεστική, «σκυλίσια» άμυνα. Πάθος. Αυταπάρνηση. Ψυχή. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, κιόλας, της αναμέτρησης στη Σεντζέν κόντρα στην Τσεχία, ήταν... ηλίου φαεινότερον ότι η Ελλάδα είχε μπει στο παρκέ με το «μαχαίρι στα δόντια». Γνωρίζοντας ότι δεν έφτανε απλά μία νίκη για την πρόκριση στα προημιτελικά της διοργάνωσης, οι παίκτες του Σκουρτόπουλου τα έδιναν όλα, την ώρα που εκείνος από τον πάγκο έκανε πιθανότατα το πιο καλό του κοουτσάρισμα σε όλη τη διοργάνωση.
Είκοσι λεπτά μετά, κι ενώ βρισκόμασταν σε μια κατάσταση περίπου έκστασης και ευφορίας απ’ όσα βλέπαμε να διαδραματίζονται στη μικρή μας οθόνη, στρέφαμε το βλέμμα μας για πρώτη, ίσως, φορά στο «ταμπλό»: Τσεχία-Ελλάδα 33-32, ήταν η... ετυμηγορία του. Έπειτα από 20 ολόκληρα αγωνιστικά λεπτά, κι ενώ τα είχαν κάνει όλα -ή σχεδόν όλα- καλά στο παρκέ, οι διεθνείς μας όχι μόνο δεν είχαν αρχίσει να «χτίζουν» το πολυπόθητο +12, αλλά βρίσκονταν πίσω στο σκορ και με διαφορά ενός πόντου! Και, κάπου εκεί, μπορεί να πέρασε ίσως από το μυαλό ακόμα και των πιο φανατικών υποστηρικτών της Εθνικής, εκείνο που όλοι οι υπόλοιποι είχαν καταλάβει ήδη από το β’ ημίχρονο της αναμέτρησης με τη Βραζιλία, στην πρώτη φάση της διοργάνωσης: μήπως τελικά η ομάδα μας δεν ήταν τόσο καλή, όσο πιστεύαμε; Μήπως την είχαμε «παραφορτώσει» με πολύ περισσότερες προσδοκίες, απ’ όσες οι... λεπτεπίλεπτες πλάτες της θα μπορούσαν ν’ αντέξουν;
Από τις «μαύρες» αυτές σκέψεις ερχόταν να μας βγάλει η παροιμιώδης ελληνική αισιοδοξία μας. Αυτό το «όλα θα πάνε καλά», που συνηθίζουμε να λέμε και στην καθημερινότητά μας. Διάολε, τι κι αν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είχε φορτωθεί με τρία φάουλ; Εδώ είχε βάλει τρίποντο ακόμα και ο Παπανικολάου! Πώς να χανόταν ένα τέτοιο παιχνίδι; «Θα γυρίσει ο τροχός, θα γ... κι ο φτωχός» αναθαρρήσαμε οι περισσότεροι. Εις μάτην, όπως έμελλε να αποδειχθεί 20 αγωνιστικά λεπτά αργότερα...
Ο τροχός δεν γύρισε. Ο φτωχός δεν γ... Το τελικό 84-77 μπορεί τυπικά να έδινε τη νίκη στην Εθνική μας, ουσιαστικά όμως ήταν μια νίκη για τον Σατοράνσκι, τον Μποχάτσικ και την παρέα τους, που είχαν καταφέρει να περιορίσουν την έκταση της ήττας τους σε μονοψήφια διαφορά. Εκείνοι θα πήγαιναν στους «οκτώ», όχι εμείς. Εκείνοι θα χόρευαν... πόλκα στο κέντρο του γηπέδου, και όχι εμείς το παραδοσιακό συρτάκι του «Ζορμπά».
Γιατί συνέβη αυτό, θα ρωτήσει κανείς. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς από φαβορί για ένα μετάλλιο, για μία θέση στην τετράδα έστω, βρεθήκαμε στην 11η θέση της κατάταξης, με ομάδες όπως αυτές των Τσέχων ή των Πολωνών, για παράδειγμα, να τερματίζουν από πάνω μας; Τα ερωτήματα είναι εύλογα, αμείλικτα και ζητούν απαντήσεις. Η λογική, εξάλλου, αυτό υπαγορεύει. Την αναζήτηση ευθυνών. Δέκα χρόνια «ανομβρίας» μετά την τελευταία μεγάλη επιτυχία του ελληνικού μπάσκετ -το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό του 2009- είναι πάρα πολλά, για να μην φταίει κανένας...
Θα προσπαθήσω να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, 4 ξημερώματα Τρίτης, το μυαλό δεν μπορεί να «καθαρίσει»... Η πίκρα διαδέχεται την οργή και ο θυμός την απογοήτευση.
Από καταβολής μπάσκετ, από τότε ακόμα που ο Τζέιμς Νέισμιθ έβαζε τους μαθητές του να σουτάρουν μπάλες ποδοσφαίρου σε καλάθια φρούτων, τρία πράγματα χρειάζεται απαραιτήτως να διαθέτει μια ομάδα, για να μπορεί να διακριθεί: πάσα (δημιουργία), σουτ, ριμπάουντ. Κοιτάζοντας λοιπόν ξανά, έναν προς έναν, τους παίκτες που συνέθεσαν το ρόστερ του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος στο Μουντομπάσκετ της Κίνας, εύκολα ίσως θα διαπιστώσει κανείς τα εξής:
- Ο μόνος που μπορεί να πασάρει, να δημιουργήσει, είναι ο Νικ Καλάθης.
- Ο μόνος που μπορεί να πάρει ριμπάουντ είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Όχι οι... κατ’ ευφημισμόν σέντερ μας, Μπουρούσης και Παπαγιάννης. Ο ένας το έκανε κάποτε, μα τώρα πια τα πόδια του τον προδίδουν, ο άλλος λίγο απέχει από το να εξελιχθεί στο πιο αποτυχημένο «project» στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
- Ο μόνος που μπορεί να σουτάρει με συνέπεια και σταθερότητα από την περιφέρεια είναι ο... κανένας! Ναι, καλά το διαβάσατε: ο κανένας. Πώς στις δημοσκοπήσεις και στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό επικρατεί συνήθως ο «κανένας»; Έτσι και στην Εθνική μπάσκετ, κανείς εκ των 12 που ταξίδεψαν στην Κίνα δεν πληρεί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, ώστε να θεωρηθεί έστω καλός σουτέρ.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν ένα τέτοιο σύνολο να πάει μακριά; Πώς θα μπορούσε να προχωρήσει σε μία τόσο απαιτητική διοργάνωση, όταν στερείτο ακόμα και των πλέον στοιχειωδών προδιαγραφών για την πολυπόθητη διάκριση; Μόνο... «μακιγιάροντας» την ασχήμια του. Μόνο «καμουφλάροντας» τις χτυπητές αδυναμίες του, κρύβοντάς τες από τους αντιπάλους. Και εδώ υπεισέρχεται ο παράγων «προπονητής».
Από τις «μαύρες» αυτές σκέψεις ερχόταν να μας βγάλει η παροιμιώδης ελληνική αισιοδοξία μας. Αυτό το «όλα θα πάνε καλά», που συνηθίζουμε να λέμε και στην καθημερινότητά μας. Διάολε, τι κι αν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είχε φορτωθεί με τρία φάουλ; Εδώ είχε βάλει τρίποντο ακόμα και ο Παπανικολάου! Πώς να χανόταν ένα τέτοιο παιχνίδι; «Θα γυρίσει ο τροχός, θα γ... κι ο φτωχός» αναθαρρήσαμε οι περισσότεροι. Εις μάτην, όπως έμελλε να αποδειχθεί 20 αγωνιστικά λεπτά αργότερα...
Ο τροχός δεν γύρισε. Ο φτωχός δεν γ... Το τελικό 84-77 μπορεί τυπικά να έδινε τη νίκη στην Εθνική μας, ουσιαστικά όμως ήταν μια νίκη για τον Σατοράνσκι, τον Μποχάτσικ και την παρέα τους, που είχαν καταφέρει να περιορίσουν την έκταση της ήττας τους σε μονοψήφια διαφορά. Εκείνοι θα πήγαιναν στους «οκτώ», όχι εμείς. Εκείνοι θα χόρευαν... πόλκα στο κέντρο του γηπέδου, και όχι εμείς το παραδοσιακό συρτάκι του «Ζορμπά».
Γιατί συνέβη αυτό, θα ρωτήσει κανείς. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς από φαβορί για ένα μετάλλιο, για μία θέση στην τετράδα έστω, βρεθήκαμε στην 11η θέση της κατάταξης, με ομάδες όπως αυτές των Τσέχων ή των Πολωνών, για παράδειγμα, να τερματίζουν από πάνω μας; Τα ερωτήματα είναι εύλογα, αμείλικτα και ζητούν απαντήσεις. Η λογική, εξάλλου, αυτό υπαγορεύει. Την αναζήτηση ευθυνών. Δέκα χρόνια «ανομβρίας» μετά την τελευταία μεγάλη επιτυχία του ελληνικού μπάσκετ -το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό του 2009- είναι πάρα πολλά, για να μην φταίει κανένας...
Θα προσπαθήσω να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, 4 ξημερώματα Τρίτης, το μυαλό δεν μπορεί να «καθαρίσει»... Η πίκρα διαδέχεται την οργή και ο θυμός την απογοήτευση.
Από καταβολής μπάσκετ, από τότε ακόμα που ο Τζέιμς Νέισμιθ έβαζε τους μαθητές του να σουτάρουν μπάλες ποδοσφαίρου σε καλάθια φρούτων, τρία πράγματα χρειάζεται απαραιτήτως να διαθέτει μια ομάδα, για να μπορεί να διακριθεί: πάσα (δημιουργία), σουτ, ριμπάουντ. Κοιτάζοντας λοιπόν ξανά, έναν προς έναν, τους παίκτες που συνέθεσαν το ρόστερ του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος στο Μουντομπάσκετ της Κίνας, εύκολα ίσως θα διαπιστώσει κανείς τα εξής:
- Ο μόνος που μπορεί να πασάρει, να δημιουργήσει, είναι ο Νικ Καλάθης.
- Ο μόνος που μπορεί να πάρει ριμπάουντ είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Όχι οι... κατ’ ευφημισμόν σέντερ μας, Μπουρούσης και Παπαγιάννης. Ο ένας το έκανε κάποτε, μα τώρα πια τα πόδια του τον προδίδουν, ο άλλος λίγο απέχει από το να εξελιχθεί στο πιο αποτυχημένο «project» στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
- Ο μόνος που μπορεί να σουτάρει με συνέπεια και σταθερότητα από την περιφέρεια είναι ο... κανένας! Ναι, καλά το διαβάσατε: ο κανένας. Πώς στις δημοσκοπήσεις και στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό επικρατεί συνήθως ο «κανένας»; Έτσι και στην Εθνική μπάσκετ, κανείς εκ των 12 που ταξίδεψαν στην Κίνα δεν πληρεί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, ώστε να θεωρηθεί έστω καλός σουτέρ.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν ένα τέτοιο σύνολο να πάει μακριά; Πώς θα μπορούσε να προχωρήσει σε μία τόσο απαιτητική διοργάνωση, όταν στερείτο ακόμα και των πλέον στοιχειωδών προδιαγραφών για την πολυπόθητη διάκριση; Μόνο... «μακιγιάροντας» την ασχήμια του. Μόνο «καμουφλάροντας» τις χτυπητές αδυναμίες του, κρύβοντάς τες από τους αντιπάλους. Και εδώ υπεισέρχεται ο παράγων «προπονητής».
Δικαίως ή αδίκως, ο ομοσπονδιακός τεχνικός Θανάσης Σκουρτόπουλος δέχτηκε και θα συνεχίσει να δέχεται την αυστηρότερη κριτική, το μεγαλύτερο «ανάθεμα» για την αποτυχία στο Μουντομπάσκετ -γιατί, στην απειροελάχιστη πιθανότητα να μην το έχετε ακόμα καταλάβει, για αποτυχία μιλάμε. Τεράστια, παταγώδη, εκκωφαντική. Βάλτε εσείς όποιον επιθετικό προσδιορισμό επιθυμείτε. Η ουσία δεν αλλάζει.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον Σκουρτόπουλο. Δικαίως, λοιπόν, για να τα γράφουμε χωρίς περιστροφές και όπως τα είδαμε -όχι όπως μας τα είπαν- δέχεται τόση κριτική. Δεν είναι υπερβολική, παρά μόνο όταν ξεφεύγει και ρέπει προς τη χυδαιότητα. Μόνο τότε είναι συλλήβδην καταδικαστέα. Σε κάθε άλλη περίπτωση, είναι κριτική. Σκληρή, ίσως, αλλά κριτική. Διότι, εδώ που τα λέμε, από που να το πιάσεις και που να τ’ αφήσεις...
Να το πιάσεις από τη συμπεριφορά της Εθνικής μας εντός παρκέ; Με εξαίρεση τον πρώτο αγώνα κόντρα στο εξαιρετικά αδύναμο Μαυροβούνιο -όπως αποδείχθηκε, το... γλέντησαν όλοι- η Εθνική μας δεν κατέθεσε ποτέ μια «ταυτότητα» στον αγωνιστικό χώρο. Δεν ήξερε τι έπαιζε. Δεν επέβαλε ποτέ εκείνη το παιχνίδι της, αλλά προσαρμοζόταν -ή προσπαθούσε να προσαρμοστεί- στον τρόπο παιχνιδιού του αντιπάλου. Στην -οδυνηρή, όπως έμελλε να αποδειχθεί- ήττα από τη Βραζιλία ήταν η άμυνα του «γερόλυκου» Γκαρσία του 1,91μ. πάνω στον Γιάννη των 2,11μ., που μας... μπουρδούκλωσε, μας «βραχυκύκλωσε» και δεν βρήκαμε ποτέ λύσεις. Όταν σταμάτησαν να μπαίνουν τα τρίποντα-«ανορθογραφία» του Πρίντεζη, που για ένα ολόκληρο ημίχρονο παρέβαιναν κάθε έννοια μπασκετικής λογικής, χάσαμε κάθε «ψήγμα» καθαρού μυαλού και μαζί χάσαμε και τη νίκη, έστω με την ελάχιστη δυνατή διαφορά (79-78) στο «χιτσκοκικό» φινάλε με τις βολές του Σλούκα.
Ακόμα και στο νικηφόρο αγώνα μας κόντρα στη Νέα Ζηλανδία, δεν κάναμε εμείς «παιχνίδι», δεν καθορίσαμε το ρυθμό της αναμέτρησης, δεν βάλαμε χαλινάρι στους «τρεχαλατζήδες» από την Ωκεανία. Έτρεχαν και σούταραν εκείνοι πιο γρήγορα και από την σκιά τους; Τρέχαμε και σουτάραμε κι εμείς. Και μολονότι δεν επιβληθήκαμε ποτέ πραγματικά, αρκούσε να εκμεταλλευτούμε την «αφέλεια» των Νεοζηλανδών, που ήταν η μόνη ομάδα που αντιμετωπίσαμε, η οποία άφησε τον Γιάννη να τρέξει και να καταγράψει έτσι την καλύτερη στατιστική του επίδοση στο τουρνουά: 24 πόντοι, δέκα ριμπάουντ. Το τελικό 103-97 αυτό «μαρτυρούσε». Μπορούσαμε να πάμε σε «up-tempo» στιλ παιχνιδιού, αλλά όχι χωρίς να απεμπολήσουμε τη θεωρητικά σταθερή αμυντική προσήλωση και αφοσίωσή μας. Μία στοιχειωδώς πιο «ψυλλιασμένη» ομάδα από τους Νεοζηλανδούς θα μας είχε κρατήσει εύκολα κάτω από τους 85-90 πόντους, θα σκόραρε 100 και θα μας έστελνε στο σπίτι μας ήδη από την τρίτη αγωνιστική.
Πράγματι, οι «μάσκες» έπεσαν στον αγώνα απέναντι στις ΗΠΑ. Τι κι αν ταξίδεψαν στο Πεκίνο με την... τρίτη τους ομάδα οι Αμερικανοί. Ο γερο-Πόποβιτς και το πολυπληθές τεχνικό του επιτελείο είχαν τη λύση. Περιόρισαν τον MVP της κανονικής περιόδου στο NBA και άφησαν τους υπόλοιπους να τα... σπάνε από παντού. Το αποτέλεσμα, γνωστό: φτάσαμε αγκομαχώντας στους 53 πόντους, την ώρα που οι Αμερικανοί χρειάστηκαν μόλις 69 για να μας νικήσουν χωρίς να φορτσάρουν -το έκαναν, μάλιστα, τόσο πολύ με τον θεωρητικά δικό μας τρόπο παιχνιδιού, που έφτασαν media και προπονητικό τιμ να... πανηγυρίζουν σχεδόν, επειδή τους κρατήσαμε κάτω από τους 70. Παράνοια...
Για όλα τα παραπάνω η ευθύνη σαφώς και βαραίνει τον προπονητή. Όσο προχωρούσε η διοργάνωση, ο Σκουρτόπουλος έμοιαζε να «κολλάει» όλο και περισσότερο σε πρόσωπα και σχήματα -όπως αυτό με τον θλιβερό εδώ και χρόνια Παπανικολάου στη θέση «2»- και να μην βρίσκει λύσεις στις εξισώσεις που του έβαζαν οι αντίπαλοι προπονητές. Η απώλεια ψυχραιμίας έφερε πανικό και ο πανικός, ως κακός σύμβουλος, οδήγησε τον κόουτς σε τουλάχιστον... περίεργες δηλώσεις, δείγμα του ότι είχε χάσει την μπάλα... «Άμα μου βρείτε τα τρία γκαρντ, εντάξει» απάντησε επί λέξει, όταν ρωτήθηκε αν θα επέλεγε σχήμα με τρεις «κοντούς», απαξιώνοντας αυτομάτως Λαρεντζάκη και Μάντζαρη. «Είχαμε σχεδιάσει την ομάδα με τον Ντόρσεϊ» δήλωσε επίσης, αμέσως μετά τον αποκλεισμό από τη συνέχεια της διοργάνωσης, καταργώντας πλήρως κάθε έννοια μπασκετικής λογικής! Πώς είναι δυνατόν να κάνεις σχέδια επί χάρτου, με «πυρήνα» έναν παίκτη που δεν έχει αγωνιστεί ποτέ με την Εθνική ανδρών, είτε επειδή «κόπηκε» στην προετοιμασία είτε επειδή επέλεξε ο ίδιος να μην έρθει; Και πώς είναι επίσης δυνατόν να μην καταρτίζεις ένα εναλλακτικό πλάνο, όταν το πράγμα «στραβώνει» και ο παίκτης-«κλειδί» στα σχέδιά σου δεν έρχεται ποτέ; Μάλλον σε αυτά τα ερωτήματα ο κόουτς δεν θ’ απαντήσει ποτέ... Όπως και στο κυριότερο όλων: ποιο ήταν το πλάνο της Εθνικής για την αξιοποίηση του «πυρηνικού όπλου», που ακούει στο όνομα Γιάννης Αντετοκούνμπο; Πώς είναι δυνατόν να παροπλίζεται από το ίδιο το ελληνικό τεχνικό επιτελείο ο πολυτιμότερος παίκτης της σεζόν στο ΝΒΑ;
Κάποιοι επέλεξαν τον Σκουρτόπουλο, θα μου πείτε. Δεν γίνεται να ευθύνεται αποκλειστικά αυτός. Κάποιοι τον έβαλαν εκεί, κι ας μην δικαιολογούσε η πρότερη θητεία του στους πάγκους μια τέτοια αναβάθμιση σε πρώτο της Εθνικής. Επιτρέψτε μου, αλλά σε αυτή την κουβέντα δεν θα υπεισέλθω, γιατί έχει καταντήσει προ πολλού κουραστική. Ναι, ο Βασιλακόπουλος ήταν που έλεγε ότι η Εθνική έχει παίκτες και δεν χρειάζεται προπονητή. Ο Βασιλακόπουλος είναι που παραμένει «κολλημένος» στην κεφαλή της ΕΟΚ εδώ και τρεις δεκαετίες. Ο Βασιλακόπουλος αυτό, εκείνο, το άλλο, αλλά... Βασιλακόπουλο θα «λουστούμε» και τα επόμενα δύο χρόνια, τουλάχιστον... Οι εκλογές στην Ομοσπονδία είναι προγραμματισμένες για το 2021. Όσοι λοιπόν τόνοι μελάνι και αν χυθούν για τις διαχρονικές ευθύνες του «πατερούλη» του ελληνικού μπάσκετ, εκείνος, συνεπικουρούμενος από τα δημοσιογραφικά «εξαπτέρυγά» του, θα συνεχίσει για κάμποσο ακόμα να λυμαίνεται το χώρο, την ώρα που εμείς θα ονειρευόμαστε Γκάληδες και Γιαννάκηδες στον προεδρικό θώκο της ΕΟΚ...
Πάμε εν τάχει και στους παίκτες, για όσους άντεξαν να μας διαβάσουν έως εδώ: δίχως... μαλλιά στη γλώσσα, όπως έγραφε και ο μακαρίτης ο Φίλιππος ο Συρίγος στο αλήστου μνήμης «Τρίποντο», Μπουρούσης και Πρίντεζης δεν έχουν πια να προσφέρουν κάτι περισσότερο από αυτά που ήδη έδωσαν στην Εθνική. Τα αργά, επιβαρυμένα από την αγωνιστική καταπόνηση πόδια τους μοιάζουν πια πολύ γέρικα, για να ακολουθήσουν τις περιστροφές αντιπάλων νεότερων και πιο αθλητικών, αλλά ακόμα κι εκείνων που θεωρητικά είναι στα «κυβικά» τους. Ο Κώστας ο Παπανικολάου θα πρέπει ίσως να κάνει ένα διάλειμμα από το μπάσκετ εν γένει. Ακούγεται σκληρό, αλλά έχει παρατήσει ακόμα και το σώμα του -για να μην πούμε για το σουτ του. Εκείνο το «δοκάρι» που έκανε αφύλακτος κόντρα στις ΗΠΑ, θα «στοιχειώνει» για καιρό τον ύπνο μας... Ο Βαγγέλης ο Μάντζαρης επίσης θα μπορούσε να κάνει χώρο στους νεότερους και ικανότερους παίκτες που έρχονται από πίσω του και μπορούν να γεμίσουν τα παπούτσια του, ενώ και ο Γιώργος ο Παπαγιάννης οφείλει να αναλογιστεί αν θα περιφέρει τα 220 εκατοστά του τεράστιου κορμιού του από τη μία ρακέτα στην άλλη, δίχως να προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό ή αν θα κάτσει επιτέλους να «σκιστεί» στη δουλειά, ώστε να κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια.
Όσο για το ελληνικό μπάσκετ εν γένει; Δεν είμαι αισιόδοξος για το μέλλον. Αν είδε κανείς τις μικρές Εθνικές να αγωνίζονται το φετινό καλοκαίρι, καταλαβαίνει. Οι παίκτες που γνωρίζουν τα βασικά (ντρίμπλα, πάσα, σουτ) ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα και είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο της εσωστρέφειας και των αποτυχιών, εάν δεν έρθει μια μεγάλη επιτυχία από την Εθνική ανδρών, που θα «πυροδοτήσει» και πάλι το ενδιαφέρον για το μπάσκετ και θα αποτελέσει εφαλτήριο επιτυχιών, όπως για παράδειγμα συνέβη το 1987 ή, σε μικρότερο βαθμό, το 2005-2006.
Κι όταν και αν συμβεί αυτό, ας μην επενδύσουμε πάλι στην άμυνα και στους «ξύλινους» παίκτες. Ας ενθαρρύνουμε τα παιδιά να αναπτύξουν το επιθετικό τους ταλέντο, τη φαντασία, την ευρηματικότητά τους. Τι στην ευχή; Με Κόμπι, Λεμπρόν, Ντουράντ, Κάρι, Λέοναρντ και Γιάννη μεγαλώνουν τα τελευταία χρόνια. Ακόμα κι αν δεν μπορέσουν να φτάσουν τα ινδάλματά τους ποτέ, αξίζει έστω να το προσπαθήσουν...
ΥΓ: «Μην είσαι τόσο επικριτικός με τον Θανάση (σ.σ. τον Σκουρτόπουλο, όχι τον Αντετοκούνμπο)» μου έγραψε τις προάλλες ένας καλός φίλος και συνάδελφος στο Messenger. «Σεβασμός» μου είπε, αλλά δεν μου απάντησε ούτε όταν τον ρώτησα αν το να μην γράφουμε αυτό που βλέπουμε, το ζητούσε ο ίδιος, ο Βασιλακόπουλος ή ο Σκουρτόπουλος, ούτε όταν του είπα ότι ο σεβασμός κερδίζεται και δεν απαιτείται. «Όλα θα γραφτούν κάποια στιγμή» επανέλαβε δις, αλλά το ίδιο μου έλεγε και μετά την αποτυχία στο Ευρωμπάσκετ του 2017 κι ακόμα περιμένω... Θα μου επιτρέψετε να του αφιερώσω το παρόν κείμενο.
ΥΓ2: Αλήθεια, μιας και το σουτ ήταν, όπως αποδείχθηκε, το «νούμερο ένα» ζητούμενο από αυτήν την Εθνική, ως προϋπόθεση διάκρισης, πώς είναι δυνατόν να μην χώρεσε στη 12άδα που πήγε στην Κίνα ένας ή και περισσότεροι εκ των Σάκοτα, Βασιλειάδη, Γιαννόπουλου; Ειδικά με τον πρώτο αντί του Παπανικολάου στο ρόστερ, για παράδειγμα, «κόβω το χέρι μου» ότι η εικόνα της Εθνικής στο κομμάτι της επίθεσης θα ήταν αισθητά καλύτερη... Για να μην πω εάν είχε γίνει και μια πιο σοβαρή προσπάθεια να μπει στο αεροπλάνο για Κίνα ο Μάικ Μπράμος, που «έβγαλε μάτια» την περασμένη σεζόν στην Ιταλία. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...
Αλλά ας επιστρέψουμε στον Σκουρτόπουλο. Δικαίως, λοιπόν, για να τα γράφουμε χωρίς περιστροφές και όπως τα είδαμε -όχι όπως μας τα είπαν- δέχεται τόση κριτική. Δεν είναι υπερβολική, παρά μόνο όταν ξεφεύγει και ρέπει προς τη χυδαιότητα. Μόνο τότε είναι συλλήβδην καταδικαστέα. Σε κάθε άλλη περίπτωση, είναι κριτική. Σκληρή, ίσως, αλλά κριτική. Διότι, εδώ που τα λέμε, από που να το πιάσεις και που να τ’ αφήσεις...
Να το πιάσεις από τη συμπεριφορά της Εθνικής μας εντός παρκέ; Με εξαίρεση τον πρώτο αγώνα κόντρα στο εξαιρετικά αδύναμο Μαυροβούνιο -όπως αποδείχθηκε, το... γλέντησαν όλοι- η Εθνική μας δεν κατέθεσε ποτέ μια «ταυτότητα» στον αγωνιστικό χώρο. Δεν ήξερε τι έπαιζε. Δεν επέβαλε ποτέ εκείνη το παιχνίδι της, αλλά προσαρμοζόταν -ή προσπαθούσε να προσαρμοστεί- στον τρόπο παιχνιδιού του αντιπάλου. Στην -οδυνηρή, όπως έμελλε να αποδειχθεί- ήττα από τη Βραζιλία ήταν η άμυνα του «γερόλυκου» Γκαρσία του 1,91μ. πάνω στον Γιάννη των 2,11μ., που μας... μπουρδούκλωσε, μας «βραχυκύκλωσε» και δεν βρήκαμε ποτέ λύσεις. Όταν σταμάτησαν να μπαίνουν τα τρίποντα-«ανορθογραφία» του Πρίντεζη, που για ένα ολόκληρο ημίχρονο παρέβαιναν κάθε έννοια μπασκετικής λογικής, χάσαμε κάθε «ψήγμα» καθαρού μυαλού και μαζί χάσαμε και τη νίκη, έστω με την ελάχιστη δυνατή διαφορά (79-78) στο «χιτσκοκικό» φινάλε με τις βολές του Σλούκα.
Ακόμα και στο νικηφόρο αγώνα μας κόντρα στη Νέα Ζηλανδία, δεν κάναμε εμείς «παιχνίδι», δεν καθορίσαμε το ρυθμό της αναμέτρησης, δεν βάλαμε χαλινάρι στους «τρεχαλατζήδες» από την Ωκεανία. Έτρεχαν και σούταραν εκείνοι πιο γρήγορα και από την σκιά τους; Τρέχαμε και σουτάραμε κι εμείς. Και μολονότι δεν επιβληθήκαμε ποτέ πραγματικά, αρκούσε να εκμεταλλευτούμε την «αφέλεια» των Νεοζηλανδών, που ήταν η μόνη ομάδα που αντιμετωπίσαμε, η οποία άφησε τον Γιάννη να τρέξει και να καταγράψει έτσι την καλύτερη στατιστική του επίδοση στο τουρνουά: 24 πόντοι, δέκα ριμπάουντ. Το τελικό 103-97 αυτό «μαρτυρούσε». Μπορούσαμε να πάμε σε «up-tempo» στιλ παιχνιδιού, αλλά όχι χωρίς να απεμπολήσουμε τη θεωρητικά σταθερή αμυντική προσήλωση και αφοσίωσή μας. Μία στοιχειωδώς πιο «ψυλλιασμένη» ομάδα από τους Νεοζηλανδούς θα μας είχε κρατήσει εύκολα κάτω από τους 85-90 πόντους, θα σκόραρε 100 και θα μας έστελνε στο σπίτι μας ήδη από την τρίτη αγωνιστική.
Πράγματι, οι «μάσκες» έπεσαν στον αγώνα απέναντι στις ΗΠΑ. Τι κι αν ταξίδεψαν στο Πεκίνο με την... τρίτη τους ομάδα οι Αμερικανοί. Ο γερο-Πόποβιτς και το πολυπληθές τεχνικό του επιτελείο είχαν τη λύση. Περιόρισαν τον MVP της κανονικής περιόδου στο NBA και άφησαν τους υπόλοιπους να τα... σπάνε από παντού. Το αποτέλεσμα, γνωστό: φτάσαμε αγκομαχώντας στους 53 πόντους, την ώρα που οι Αμερικανοί χρειάστηκαν μόλις 69 για να μας νικήσουν χωρίς να φορτσάρουν -το έκαναν, μάλιστα, τόσο πολύ με τον θεωρητικά δικό μας τρόπο παιχνιδιού, που έφτασαν media και προπονητικό τιμ να... πανηγυρίζουν σχεδόν, επειδή τους κρατήσαμε κάτω από τους 70. Παράνοια...
Για όλα τα παραπάνω η ευθύνη σαφώς και βαραίνει τον προπονητή. Όσο προχωρούσε η διοργάνωση, ο Σκουρτόπουλος έμοιαζε να «κολλάει» όλο και περισσότερο σε πρόσωπα και σχήματα -όπως αυτό με τον θλιβερό εδώ και χρόνια Παπανικολάου στη θέση «2»- και να μην βρίσκει λύσεις στις εξισώσεις που του έβαζαν οι αντίπαλοι προπονητές. Η απώλεια ψυχραιμίας έφερε πανικό και ο πανικός, ως κακός σύμβουλος, οδήγησε τον κόουτς σε τουλάχιστον... περίεργες δηλώσεις, δείγμα του ότι είχε χάσει την μπάλα... «Άμα μου βρείτε τα τρία γκαρντ, εντάξει» απάντησε επί λέξει, όταν ρωτήθηκε αν θα επέλεγε σχήμα με τρεις «κοντούς», απαξιώνοντας αυτομάτως Λαρεντζάκη και Μάντζαρη. «Είχαμε σχεδιάσει την ομάδα με τον Ντόρσεϊ» δήλωσε επίσης, αμέσως μετά τον αποκλεισμό από τη συνέχεια της διοργάνωσης, καταργώντας πλήρως κάθε έννοια μπασκετικής λογικής! Πώς είναι δυνατόν να κάνεις σχέδια επί χάρτου, με «πυρήνα» έναν παίκτη που δεν έχει αγωνιστεί ποτέ με την Εθνική ανδρών, είτε επειδή «κόπηκε» στην προετοιμασία είτε επειδή επέλεξε ο ίδιος να μην έρθει; Και πώς είναι επίσης δυνατόν να μην καταρτίζεις ένα εναλλακτικό πλάνο, όταν το πράγμα «στραβώνει» και ο παίκτης-«κλειδί» στα σχέδιά σου δεν έρχεται ποτέ; Μάλλον σε αυτά τα ερωτήματα ο κόουτς δεν θ’ απαντήσει ποτέ... Όπως και στο κυριότερο όλων: ποιο ήταν το πλάνο της Εθνικής για την αξιοποίηση του «πυρηνικού όπλου», που ακούει στο όνομα Γιάννης Αντετοκούνμπο; Πώς είναι δυνατόν να παροπλίζεται από το ίδιο το ελληνικό τεχνικό επιτελείο ο πολυτιμότερος παίκτης της σεζόν στο ΝΒΑ;
Κάποιοι επέλεξαν τον Σκουρτόπουλο, θα μου πείτε. Δεν γίνεται να ευθύνεται αποκλειστικά αυτός. Κάποιοι τον έβαλαν εκεί, κι ας μην δικαιολογούσε η πρότερη θητεία του στους πάγκους μια τέτοια αναβάθμιση σε πρώτο της Εθνικής. Επιτρέψτε μου, αλλά σε αυτή την κουβέντα δεν θα υπεισέλθω, γιατί έχει καταντήσει προ πολλού κουραστική. Ναι, ο Βασιλακόπουλος ήταν που έλεγε ότι η Εθνική έχει παίκτες και δεν χρειάζεται προπονητή. Ο Βασιλακόπουλος είναι που παραμένει «κολλημένος» στην κεφαλή της ΕΟΚ εδώ και τρεις δεκαετίες. Ο Βασιλακόπουλος αυτό, εκείνο, το άλλο, αλλά... Βασιλακόπουλο θα «λουστούμε» και τα επόμενα δύο χρόνια, τουλάχιστον... Οι εκλογές στην Ομοσπονδία είναι προγραμματισμένες για το 2021. Όσοι λοιπόν τόνοι μελάνι και αν χυθούν για τις διαχρονικές ευθύνες του «πατερούλη» του ελληνικού μπάσκετ, εκείνος, συνεπικουρούμενος από τα δημοσιογραφικά «εξαπτέρυγά» του, θα συνεχίσει για κάμποσο ακόμα να λυμαίνεται το χώρο, την ώρα που εμείς θα ονειρευόμαστε Γκάληδες και Γιαννάκηδες στον προεδρικό θώκο της ΕΟΚ...
Πάμε εν τάχει και στους παίκτες, για όσους άντεξαν να μας διαβάσουν έως εδώ: δίχως... μαλλιά στη γλώσσα, όπως έγραφε και ο μακαρίτης ο Φίλιππος ο Συρίγος στο αλήστου μνήμης «Τρίποντο», Μπουρούσης και Πρίντεζης δεν έχουν πια να προσφέρουν κάτι περισσότερο από αυτά που ήδη έδωσαν στην Εθνική. Τα αργά, επιβαρυμένα από την αγωνιστική καταπόνηση πόδια τους μοιάζουν πια πολύ γέρικα, για να ακολουθήσουν τις περιστροφές αντιπάλων νεότερων και πιο αθλητικών, αλλά ακόμα κι εκείνων που θεωρητικά είναι στα «κυβικά» τους. Ο Κώστας ο Παπανικολάου θα πρέπει ίσως να κάνει ένα διάλειμμα από το μπάσκετ εν γένει. Ακούγεται σκληρό, αλλά έχει παρατήσει ακόμα και το σώμα του -για να μην πούμε για το σουτ του. Εκείνο το «δοκάρι» που έκανε αφύλακτος κόντρα στις ΗΠΑ, θα «στοιχειώνει» για καιρό τον ύπνο μας... Ο Βαγγέλης ο Μάντζαρης επίσης θα μπορούσε να κάνει χώρο στους νεότερους και ικανότερους παίκτες που έρχονται από πίσω του και μπορούν να γεμίσουν τα παπούτσια του, ενώ και ο Γιώργος ο Παπαγιάννης οφείλει να αναλογιστεί αν θα περιφέρει τα 220 εκατοστά του τεράστιου κορμιού του από τη μία ρακέτα στην άλλη, δίχως να προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό ή αν θα κάτσει επιτέλους να «σκιστεί» στη δουλειά, ώστε να κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια.
Όσο για το ελληνικό μπάσκετ εν γένει; Δεν είμαι αισιόδοξος για το μέλλον. Αν είδε κανείς τις μικρές Εθνικές να αγωνίζονται το φετινό καλοκαίρι, καταλαβαίνει. Οι παίκτες που γνωρίζουν τα βασικά (ντρίμπλα, πάσα, σουτ) ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα και είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο της εσωστρέφειας και των αποτυχιών, εάν δεν έρθει μια μεγάλη επιτυχία από την Εθνική ανδρών, που θα «πυροδοτήσει» και πάλι το ενδιαφέρον για το μπάσκετ και θα αποτελέσει εφαλτήριο επιτυχιών, όπως για παράδειγμα συνέβη το 1987 ή, σε μικρότερο βαθμό, το 2005-2006.
Κι όταν και αν συμβεί αυτό, ας μην επενδύσουμε πάλι στην άμυνα και στους «ξύλινους» παίκτες. Ας ενθαρρύνουμε τα παιδιά να αναπτύξουν το επιθετικό τους ταλέντο, τη φαντασία, την ευρηματικότητά τους. Τι στην ευχή; Με Κόμπι, Λεμπρόν, Ντουράντ, Κάρι, Λέοναρντ και Γιάννη μεγαλώνουν τα τελευταία χρόνια. Ακόμα κι αν δεν μπορέσουν να φτάσουν τα ινδάλματά τους ποτέ, αξίζει έστω να το προσπαθήσουν...
ΥΓ: «Μην είσαι τόσο επικριτικός με τον Θανάση (σ.σ. τον Σκουρτόπουλο, όχι τον Αντετοκούνμπο)» μου έγραψε τις προάλλες ένας καλός φίλος και συνάδελφος στο Messenger. «Σεβασμός» μου είπε, αλλά δεν μου απάντησε ούτε όταν τον ρώτησα αν το να μην γράφουμε αυτό που βλέπουμε, το ζητούσε ο ίδιος, ο Βασιλακόπουλος ή ο Σκουρτόπουλος, ούτε όταν του είπα ότι ο σεβασμός κερδίζεται και δεν απαιτείται. «Όλα θα γραφτούν κάποια στιγμή» επανέλαβε δις, αλλά το ίδιο μου έλεγε και μετά την αποτυχία στο Ευρωμπάσκετ του 2017 κι ακόμα περιμένω... Θα μου επιτρέψετε να του αφιερώσω το παρόν κείμενο.
ΥΓ2: Αλήθεια, μιας και το σουτ ήταν, όπως αποδείχθηκε, το «νούμερο ένα» ζητούμενο από αυτήν την Εθνική, ως προϋπόθεση διάκρισης, πώς είναι δυνατόν να μην χώρεσε στη 12άδα που πήγε στην Κίνα ένας ή και περισσότεροι εκ των Σάκοτα, Βασιλειάδη, Γιαννόπουλου; Ειδικά με τον πρώτο αντί του Παπανικολάου στο ρόστερ, για παράδειγμα, «κόβω το χέρι μου» ότι η εικόνα της Εθνικής στο κομμάτι της επίθεσης θα ήταν αισθητά καλύτερη... Για να μην πω εάν είχε γίνει και μια πιο σοβαρή προσπάθεια να μπει στο αεροπλάνο για Κίνα ο Μάικ Μπράμος, που «έβγαλε μάτια» την περασμένη σεζόν στην Ιταλία. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα