
Άλλο Λωζάννη, άλλο Κοζάνη
Μερικές διευκρινίσεις σχετικά με τον Φαίδωνα Γεωργίτση. Εναν από τους πρωτοκλασάτους ζεν πρεμιέ της ελληνικής οθόνης.
Της λεγόμενης εμπορικής. Αν και διαφωνώ με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Κάθε ταινία, ανεξαρτήτως προθέσεων και σκοπεύσεων, είναι είτε καλή είτε κακή.
Κριτήριο για κάθε ταινία, όπως και για κάθε σχέση, είναι η διάρκειά της μέσα στον χρόνο. Αντεξε; Τότε καλή. Δεν άντεξε; Τότε για τα σκουπίδια. Τόσο απλά. Ανεξάρτητα από την προσωπική μας γνώμη. Από τα σχόλια των ειδικών. Από διακρίσεις, βραβεία και Οσκαρ. Και ανεξάρτητα από τα ταμεία. Μπορεί σήμερα να σκίζει, όμως αύριο να μην την αντέχεις. Πάμε παρακάτω.
Ο Γεωργίτσης, λοιπόν, δεν είχε την παραμικρή ομοιότητα με τον Τζέιμς Ντιν. Απολύτως καμία. Για πολλούς λόγους, αντικειμενικούς.
Πρώτος, η παραγωγή. Το Χόλιγουντ ήταν, είναι και θα είναι η μεγαλύτερη κινηματογραφική βιομηχανία. Η (μακαρίτισσα) Finos Film, συγκριτικά με τις αντίστοιχες αμερικανικές, ήταν μια μικρή βιοτεχνία. Αυτό σημαίνει ότι το Χόλγουντ διαθέτει πλήθος προσωπικού. Οτι κάθε τεχνικός είναι πρωτοκλασάτος. Οτι κάθε σταρ αλλά και κάθε δεύτερος, τρίτος ηθοποιός υποστηρίζεται από δεκάδες εξειδικευμένους συνεργάτες. Κατανοητό.
Δεύτερος λόγος, τα σενάρια. Βροχή σεναρίων. Βροχή ιδεών. Βροχή εναλλακτικών ιστοριών. Βροχή ηρώων, αντι-ηρώων και κάθε είδους πρωταγωνιστών. Ο Τζέιμς Ντιν έπεσε στα χέρια του Νίκολας Ρέι και του Ηλία Καζάν. Ο Τζέιμς Ντιν, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του αντι-ήρωα. Του διαφορετικού. Του εσωστρεφούς. Του καταραμένου. Του φευγάτου. Ο Φαίδων Γεωργίτσης ήταν αναγκασμένος να υποδύεται το γοητευτικό, το ωραίο αγόρι. Με το δικό του στυλ. Με το δικό του ύφος. Αλλωστε ο Ανδρέας Μπάρκουλης εντελώς διαφορετικός ζεν πρεμιέ από τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Καθένας με τον τύπο του.
Τρίτος, οι σκηνοθέτες. Οσο ο Φαίδων Γεωργίτσης ήταν Τζέιμς Ντιν, άλλο τόσο ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν Καζάν, Νίκολας Ρέι, Φρανκ Κάπρα και πάει λέγοντας. Δεν έφταιγε, φυσικά, ο ίδιος. Η Ελλάδα έφταιγε. Μέχρι εκεί το μπόι μας.
Τέταρτος, «Ο γιος του Τσάρλι». Η καλύτερη, η ανώτερη, η εξαιρετική στιγμή υποκριτικής μαεστρίας προέκυψε όταν ο Φαίδων Γεωργίτσης έπαιξε σε μια περιθωριακή ιστορία με τον τίτλο «Ο γιος του Τσάρλι» σε σκηνοθεσία Κάρολου Ζωναρά. Ηταν 70 ετών. Ηταν ώριμος. Ηταν αποφασισμένος. Ηταν αγνώριστος. Σε ρόλο γκάνγκστερ.
Πέμπτος, οι Ελληνες κωμικοί. Μικρή, απειροελάχιστη, εξαίρεση σ’ αυτόν τον μονολιθικό κανόνα η θρυλική κατηγορία των Ελλήνων κωμικών του ’50 και του ’60. Οπως Αυλωνίτης, Λογοθετίδης, Σταυρίδης, Φωτόπουλος, Ηλιόπουλος, Χατζηχρήστος, Βέγγος, Ρίζος, Βασιλειάδου και πολλοί άλλοι. Ανετότατα θα έκαναν μεγαλοπρεπή καριέρα σε κωμωδίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Οπως, ας πούμε, στην ξεκαρδιστική «Ο κλέψας του κλέψαντος» του Μάριο Μονιτσέλι.
Και κάτι ακόμα. Επειδή το ακούω συχνά. Και επειδή πες πες το πιστέψαμε κι εμείς. Οτι δηλαδή η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν σταρ. Αστειότητες. Βασικό χαρακτηριστικό κάθε σταρ είναι η παγκοσμιότητα. Η Αλίκη ήταν προϊόν εγχώριας, τοπικής κατανάλωσης. Η Αλίκη, όσο και να προσπαθούσε, δεν είχε καμία, μα καμία πιθανότητα να προχωρήσει στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα.
Εδώ ακόμα και μια Κατρίν Ντενέβ δεν έχει κερδίσει τον τίτλο της σταρ. Μην ακούω ανοησίες. Μόνο η Μελινάρα κατάφερε να δρασκελίσει το κατώφλι προς τη δόξα. Και ούτε.
Δύσκολο πράγμα το σταριλίκι. Πολύ δύσκολο. Πρέπει να στρώσεις κ@@ο, να αφοσιωθείς, να εκπέμπεις γοητεία, να ρισκάρεις, να τα δώσεις όλα, να προφέρεις τέλεια την αγγλική και να έχεις τύχη. Και αν!
Και, τέλος, αν σήμερα εν Ελλάδι υπάρχει ένας και μοναδικός σταρ, αυτός είναι ο Γιώργος Λάνθιμος. Φυσικά στην κατηγορία του σκηνοθέτη. Ουδείς άλλος. Ολοι οι άλλοι, μεταξύ αυτών και η Τόνια Σωτηροπούλου που μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε θωπεύσει το ευσταλές στέρνο του Ντάνιελ Κρεγκ (Τζέιμς Μποντ), παραπέμπουν στη γνωστή ρήση «άλλο Λωζάννη, άλλο Κοζάνη».
Κριτήριο για κάθε ταινία, όπως και για κάθε σχέση, είναι η διάρκειά της μέσα στον χρόνο. Αντεξε; Τότε καλή. Δεν άντεξε; Τότε για τα σκουπίδια. Τόσο απλά. Ανεξάρτητα από την προσωπική μας γνώμη. Από τα σχόλια των ειδικών. Από διακρίσεις, βραβεία και Οσκαρ. Και ανεξάρτητα από τα ταμεία. Μπορεί σήμερα να σκίζει, όμως αύριο να μην την αντέχεις. Πάμε παρακάτω.
Ο Γεωργίτσης, λοιπόν, δεν είχε την παραμικρή ομοιότητα με τον Τζέιμς Ντιν. Απολύτως καμία. Για πολλούς λόγους, αντικειμενικούς.
Πρώτος, η παραγωγή. Το Χόλιγουντ ήταν, είναι και θα είναι η μεγαλύτερη κινηματογραφική βιομηχανία. Η (μακαρίτισσα) Finos Film, συγκριτικά με τις αντίστοιχες αμερικανικές, ήταν μια μικρή βιοτεχνία. Αυτό σημαίνει ότι το Χόλγουντ διαθέτει πλήθος προσωπικού. Οτι κάθε τεχνικός είναι πρωτοκλασάτος. Οτι κάθε σταρ αλλά και κάθε δεύτερος, τρίτος ηθοποιός υποστηρίζεται από δεκάδες εξειδικευμένους συνεργάτες. Κατανοητό.
Δεύτερος λόγος, τα σενάρια. Βροχή σεναρίων. Βροχή ιδεών. Βροχή εναλλακτικών ιστοριών. Βροχή ηρώων, αντι-ηρώων και κάθε είδους πρωταγωνιστών. Ο Τζέιμς Ντιν έπεσε στα χέρια του Νίκολας Ρέι και του Ηλία Καζάν. Ο Τζέιμς Ντιν, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του αντι-ήρωα. Του διαφορετικού. Του εσωστρεφούς. Του καταραμένου. Του φευγάτου. Ο Φαίδων Γεωργίτσης ήταν αναγκασμένος να υποδύεται το γοητευτικό, το ωραίο αγόρι. Με το δικό του στυλ. Με το δικό του ύφος. Αλλωστε ο Ανδρέας Μπάρκουλης εντελώς διαφορετικός ζεν πρεμιέ από τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Καθένας με τον τύπο του.
Τρίτος, οι σκηνοθέτες. Οσο ο Φαίδων Γεωργίτσης ήταν Τζέιμς Ντιν, άλλο τόσο ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν Καζάν, Νίκολας Ρέι, Φρανκ Κάπρα και πάει λέγοντας. Δεν έφταιγε, φυσικά, ο ίδιος. Η Ελλάδα έφταιγε. Μέχρι εκεί το μπόι μας.
Τέταρτος, «Ο γιος του Τσάρλι». Η καλύτερη, η ανώτερη, η εξαιρετική στιγμή υποκριτικής μαεστρίας προέκυψε όταν ο Φαίδων Γεωργίτσης έπαιξε σε μια περιθωριακή ιστορία με τον τίτλο «Ο γιος του Τσάρλι» σε σκηνοθεσία Κάρολου Ζωναρά. Ηταν 70 ετών. Ηταν ώριμος. Ηταν αποφασισμένος. Ηταν αγνώριστος. Σε ρόλο γκάνγκστερ.
Πέμπτος, οι Ελληνες κωμικοί. Μικρή, απειροελάχιστη, εξαίρεση σ’ αυτόν τον μονολιθικό κανόνα η θρυλική κατηγορία των Ελλήνων κωμικών του ’50 και του ’60. Οπως Αυλωνίτης, Λογοθετίδης, Σταυρίδης, Φωτόπουλος, Ηλιόπουλος, Χατζηχρήστος, Βέγγος, Ρίζος, Βασιλειάδου και πολλοί άλλοι. Ανετότατα θα έκαναν μεγαλοπρεπή καριέρα σε κωμωδίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Οπως, ας πούμε, στην ξεκαρδιστική «Ο κλέψας του κλέψαντος» του Μάριο Μονιτσέλι.
Και κάτι ακόμα. Επειδή το ακούω συχνά. Και επειδή πες πες το πιστέψαμε κι εμείς. Οτι δηλαδή η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν σταρ. Αστειότητες. Βασικό χαρακτηριστικό κάθε σταρ είναι η παγκοσμιότητα. Η Αλίκη ήταν προϊόν εγχώριας, τοπικής κατανάλωσης. Η Αλίκη, όσο και να προσπαθούσε, δεν είχε καμία, μα καμία πιθανότητα να προχωρήσει στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα.
Εδώ ακόμα και μια Κατρίν Ντενέβ δεν έχει κερδίσει τον τίτλο της σταρ. Μην ακούω ανοησίες. Μόνο η Μελινάρα κατάφερε να δρασκελίσει το κατώφλι προς τη δόξα. Και ούτε.
Δύσκολο πράγμα το σταριλίκι. Πολύ δύσκολο. Πρέπει να στρώσεις κ@@ο, να αφοσιωθείς, να εκπέμπεις γοητεία, να ρισκάρεις, να τα δώσεις όλα, να προφέρεις τέλεια την αγγλική και να έχεις τύχη. Και αν!
Και, τέλος, αν σήμερα εν Ελλάδι υπάρχει ένας και μοναδικός σταρ, αυτός είναι ο Γιώργος Λάνθιμος. Φυσικά στην κατηγορία του σκηνοθέτη. Ουδείς άλλος. Ολοι οι άλλοι, μεταξύ αυτών και η Τόνια Σωτηροπούλου που μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε θωπεύσει το ευσταλές στέρνο του Ντάνιελ Κρεγκ (Τζέιμς Μποντ), παραπέμπουν στη γνωστή ρήση «άλλο Λωζάννη, άλλο Κοζάνη».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα