Οι “Άδωξοι Μπάσταρδη” της νέας Αριστεράς
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Οι “Άδωξοι Μπάσταρδη” της νέας Αριστεράς

Από την πρώτη στιγμή που ανέκυψε το φαινόμενο Κασσελάκη, παρουσιάστηκε ως υποτιθέμενο προϊόν της “μεταπολιτικής”

Παρότι δεν έχει καταστεί σαφές με ποιο περιεχόμενο χρησιμοποιείται ο όρος, το πιο πιθανό είναι να αντλεί το νόημά του από τα εργαλεία προβολής που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο υποψήφιος για την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και από το γεγονός της έλλειψης κομματικών περγαμηνών και γενικώς οποιασδήποτε πολιτικής προϋπηρεσίας στο βιογραφικό του. Πράγματι, ο Στέφανος Κασσελάκης είναι ένα ιλουστρασιόν πολιτικό προϊόν που στηρίζεται περισσότερο στο φαίνεσθαι παρά στο είναι, πιο πολύ δηλαδή στο αστραφτερό περιτύλιγμα παρά στο περιεχόμενο και την ουσία. Μια λαμπερή παρουσία με επικοινωνιακή γοητεία και άνεση στην χρήση των κοινωνικών δικτύων αλλά με μια πολιτική ρητορική εντελώς απλοϊκή, γενικόλογη κι ενίοτε αφελή ή και λαϊκιστική, χωρίς επεξεργασμένες προτάσεις και θέσεις, και με θολό ιδεολογικό υπόβαθρο. Με άλλα λόγια, αντί για Κάρολο Μαρξ, περισσότερο ταιριαστοί είναι εδώ οι αδελφοί Μαρξ και η γνωστή ατάκα, “αυτές είναι οι θέσεις μου και αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες”. Και ταυτόχρονα, είναι κι ένας “ουρανοκατέβατος” απόδημος, που ξεπήδησε στο πολιτικό στερέωμα πριν από έναν μήνα, αρχικά με μια επιθετική σοσιαλμηντιακή εκστρατεία αλλά χωρίς την εμπειρία της ελληνικής πραγματικότητας, για τον οποίο ακόμη ούτε γνωρίζουμε ακριβώς από που κρατάει η σκούφια του, ούτε και ποιοι τον υποστηρίζουν.

Ο μεσσιανισμός του Τσίπρα

Ωστόσο, ακόμη κι αν έτσι, δεν αρκούν όλα αυτά για να περιγραφεί το φαινόμενο αυτό ως προϊόν κάποιας “μεταπολιτικής”, πόσο μάλλον που προδιαγράφεται και μια μεγάλη νίκη του στις εσωκομματικές εκλογές. Και τούτο διότι μπορεί μεν το πρόσωπο να είναι νέο και άγνωστο αλλά αυτό που εκφράζει και όπως το εκφράζει δεν είναι κάτι νέο για τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά, όπως αυτή τουλάχιστον μετεξελίχθηκε στην 15ετία της αρχηγίας του Αλέξη Τσίπρα, μέσα στη συγκυρία του αντιμνημονιακού αγώνα και της Πρώτης Φοράς Αριστερά στην διακυβέρνηση της χώρας.

Άλλωστε, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, αν εκλέχθηκε το 2008, σε ηλικία μόλις 33 ετών, αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ παίρνοντας το “δαχτυλίδι” της διαδοχής από τον Αλέκο Αλαβάνο ήταν διότι θεωρήθηκε ακριβώς ότι μπορούσε να εκφράσει μια “νέα” Αριστερά. Επρόκειτο για μια Αριστερά διαφορετική από εκείνη της Μεταπολίτευσης, του Κύρκου και του Μιχάλη Παπαγιαννάκη που απευθύνονταν κυρίως σε ανώτερα μορφωμένα στρώματα με μετα-υλιστικές ανησυχίες, διανοητικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές κλπ. Αντιθέτως, η νέα Αριστερά του Τσίπρα θα φτιάχνονταν με τα υλικά της δικής του γενιάς της αντιπαγκοσμιοποίησης, της ριζοσπαστικοποίησης, του αντισυστημισμού και του εθνολαϊκισμού. Θα το ευνοούσε εξάλλου η συγκυρία της χρεωκοπίας της χώρας και της έντονης κοινωνικής αγανάκτησης που την ακολούθησε, η οποία θα οδηγούσε στην ριζοσπαστικοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων, μετατρέποντάς τα στο ιδανικό εκλογικό ακροατήριο αυτής της Αριστεράς που θύμιζε επίσης θυμωμένο έφηβο. Έτσι, καβαλώντας το κύμα του αντισυστημισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και των συνομίληκων συντρόφων του θα κατάφερνε να πείσει την κοινωνία με μια ανάμεικτη ρητορική εθνολαϊκισμού και τοξικότητας ότι ήταν φορέας ενός εναλλακτικού και υπερήφανου δρόμου για την χώρα που περιελάμβανε ακόμη και την προοπτική μιας μοναχικής πορείας εκτός Ευρώπης.

Το φαινόμενο του τσιπροπολακισμού

Όταν, ωστόσο, το αφήγημα αυτό έπρεπε, από το 2015 και μετά, να εφαρμοστεί στις πραγματικές συνθήκες της διακυβέρνησης, φάνηκαν και τα τραγικά του αδιέξοδα. Κι εκεί η προσγείωση, ιδίως μετά το δημοψήφισμα, ήταν τόσο απότομη και επώδυνη για τον ίδιο τον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ που θα τον υποχρέωνε σε έναν ρεαλισμό προσαρμογής που δύσκολα μπορούσε να κρύψει τα στοιχεία έντονου κυνισμού και αντιφάσεων που τον χαρακτήριζε. Έτσι, ο Τσίπρας και κατ' επέκταση το ίδιο το κόμμα μετατράπηκαν σε μια πολιτική παράταξη με ιάνειο πρόσωπο που μάλλον έφερνε περισσότερο στον διχασμό του Δρ Τζέκυλ με τον Μίστερ Χάιντ. Από την μία, δηλαδή, αντιλαμβανόταν ότι έπρεπε να ανταλλάξει τα οφέλη της εξουσίας με την τυφλή υποταγή στις επιταγές της Τρόικας. Και από την άλλη, ήταν υποχρεωμένο να συνεχίσει να θρέφει τα χαμηλότερα ένστικτα του ακροατηρίου του πουλώντας ενθολαϊκιστικές ρητορείες ότι πολεμούσε τάχα το “σύστημα”. Δύο ήταν οι κεντρικές φιγούρες που αντιπροσώπευαν το διχασμένο Εγώ του ΣΥΡΙΖΑ. Από την μία, ο δήθεν “χαρισματικός” Τσίπρας που μπορούσε ως κακέκτυπο του Ανδρέα Παπανδρέου να υπόσχεται ότι “θα φύγουν οι Αμερικανικές βάσεις που τελικά μένουν”, διατηρώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στο ριζοσπαστισμό και τον συμβιβασμό με τους πραγματισμούς της εξουσίας και των ισχυρών της ελίτ. Και από την άλλη, ο Παύλος Πολάκης που εμφανιζόταν ως ο πολιορκητικός κριός κατά της “διαφθοράς του συστήματος” και του ελέγχου των αρμών της εξουσίας, αν χρειαζόταν “στέλνοντας και δυο-τρεις στη φυλακή” ή εναλλακτικά θάβοντας τους δυο-τρία μέτρα κάτω από την γη. Ήταν εντέλει αυτό το υβριδικό προσωποπαγές σχήμα που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει ''τσιπροπολακισμό” το οποίο κρατούσε ενωμένο ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές η εμμονική προσκόλληση του στην εξουσία.

Με αντίστοιχο τρόπο είχε μετεξελιχθεί και το ίδιο το κόμμα. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν πλέον ένα παραδοσιακό κόμμα με κλασική δομή αλλά μια ομπρέλα αριστερών συνομαδόσεων η οποία αν ενοποιούνταν ήταν μόνο χάρη στην αρχηγική δομή που είχε εγκαθιδρύσει ο Τσίπρας εξαιτίας και της μακρόχρονης παραμονής του στην ηγεσία του. Ένα κόμμα που κατά τα άλλα, δεν είχε επιτύχει καμία σοβαρή διείσδυση στην κοινωνία και τους χώρους της εργασίας και του συνδικαλισμού αλλά που λειτουργούσε κυρίως ως εκλογικός μηχανισμός στις προεκλογικές περιόδους, επικεντρωμένο απόλυτα στον ¨μεσσία” και πέραν αμφισβήτησης αρχηγό του που του είχε προσφέρει για πρώτη φορά τα ακριβά δώρα της εξουσίας. Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τυφλής αφοσίωσης ήταν ότι είχε φθάσει να δεχτεί, χωρίς την παραμικρή κριτική, μέχρι και την κυβερνητική συνεργασία με την λαϊκιστική Δεξιά των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου - μια αριστεροδέξια έμπευση του Τσίπρα η οποία αποτέλεσε και την οριστική ταφόπλακα κάθε υπερασπιστικού επιχειρήματος για την δυνατότητα να υπάρξει στο εξής “Αριστερά” όπως την ξέραμε κάποτε στην Ελλάδα.

Το νέο υβρίδιο του Κασσελάκη

Αν συνεπώς αυτή ήταν η μετεξέλιξη του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα, κατ' ουσίαν, μηχανισμό οβιδιακών μεταμορφώσεων που απλώς θα εξασφάλιζε (ή νόμιζε ότι θα εξασφαλίζει) την αναπαραγωγή τους στην εξουσία, έχοντας απεμπολήσει πλήρως βασικές αξίες και ευαισθησίες της εκσυγχρονιστικής αριστεράς, τότε είναι πράγματι άξιο απορίας γιατί σήμερα κάποιοι στο κόμμα νιώθουν έκπληκτοι ή και προσβεβλημένοι από την ουρανοκατέβατη υποψηφιότητα ενός ξένου σώματος και πάντως μη μέλους του, όπως ο Στέφανος Κασσελάκης που είναι αντικείμενο ερώτησης αν ήταν κιόλας ποτέ πριν ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ. Το υβρίδιο Κασσελάκης που πατάει ταυτόχρονα σε δύο βάρκες, τόσο του ρεαλισμού της συνύπαρξης με τον καπιταλισμό και το “σύστημα”, όσο και με τον πολακικό λαϊκισμό του ξεδοντιάσματός του, πόσο άραγε διαφέρει από τον προκάτοχό του, αν εξαιρέσεις τις καλύτερες διαφημιστικές μεθόδους που χρησιμοποιεί; Αντιθέτως, αν κάποιος άνοιξε τον δρόμο στο κασσελαλικό λαϊκισμό ήταν ξεκάθαρα ο τσιπροπολακισμός (με ολίγη από την ινσταγκραμική γοητεία του βαρουφακισμού), γι' αυτό και σήμερα είναι και ο θερμότερος υποστηρικτής του. Όπως και είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του τα λίγα υπολείμματα στο κόμμα όσων νιώθουν ότι πρέπει να υπερασπιστούν μια “αυθεντική” Αριστερά.

Βέβαια, αν θέλουμε να εξετάσουμε πιο έκκεντρα αυτές τις μεταμορφώσεις, το συμπέρασμα θα ήταν ακόμη πιο ειρωνικό και αποκαρδιωτικό για αυτήν την “μπάσταρδη” Αριστερά. Από μια άλλη προοπτική, στο πρόσωπο του Κασσελάκη δεν έχουμε μάλλον την μετεξέλιξη του Τσίπρα αλλά τον θρίαμβο του εκμητσοτακισμού. Με άλλα λόγια, στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιθανό να βρεθεί την προσεχή Κυριακή κάποιος που δεν μιμείται πια τον Ανδρέα Παπανδρέου άλλα τον προαιώνιο αντίπαλό του, έναν Μητσοτάκη. Ως κακή απόμιμηση και κακέκυπτό του προφανώς αλλά και ως απόδειξη για το ποιος θα εξακολουθεί να ορίζει κυριαρχικά το παιχνίδι στο κομματικό σύστημα μέχρι να βρεθεί κάποτε κάποιος που αντί να αντιγράφει και να καμώνεται τον “αντι-Μητσοτάκη”, θα έχει να πει κάτι πραγματικά αυθεντικό ως εναλλακτικό σχήμα εξουσίας απέναντί του.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Δείτε Επίσης

Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies

Μάθετε περισσότερα εδώ

Αποδοχή