
Ελλάδα: σε αναζήτηση ενός πολιτισμού του χαριτωμένου
Ένα από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει στους σύγχρονους το παρελθόν είναι ότι μας επιτρέπει να το επισκεπτόμαστε ξανά και ξανά αναζητώντας νέες επανερμηνείες του και αντλώντας έτσι από εκεί καινούργια στοιχεία και υλικά τα οποία μπορούν να σταθούν οδηγοί για το παρόν και το μέλλον μας
Μόνο που το παρελθόν κρύβει και παγίδες όταν δεν διαθέτουμε τα απαραίτητα διανοητικά και ψυχικά εργαλεία για να το αξιοποιήσουμε δημιουργικά στο παρόν.
Η επανακυκλοφορία στους κινηματογράφους της παλιάς ταινίας του Τάκη Κανελλόπουλου, “Ουρανός”, με θέμα τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940 δίνει μια ιδανική αφορμή για μια τέτοια επαναπροσέγγιση της μεταπολεμικής περιόδου και της κουλτούρας της εποχής εκείνης που έχει μεγάλη σημασία όμως και για τα μεταπολιτευτικά διακυβεύματα. Η ταινία υπήρξε παραγωγή του 1962, κι έκανε αίσθηση ήδη από την πρώτη στιγμή που είχε κυκλοφορήσει τότε στους κινηματογράφους ενώ είχε συμμετάσχει και στο διαγωνιστικό μέρος του φεστιβάλ των Καννών το 1963, αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις. Ο θεσσαλονικιός σκηνοθέτης Τάκης Κανελλόπουλος υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση του μεταπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου καθώς έκανε ταινίες μόνο στη βόρεια Ελλάδα και πάντα με θέματα σχετικά με την περιοχή αυτή, όπως ο “Μακεδονικός γάμος” ή η “Θάσος”. Άλλωστε, και ο “Ουρανός”, που ήταν η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία σε σενάριο Γ. Κιτσόπουλου, γυρίστηκε στην περιοχή της Κοζάνης, της Καστοριάς, και στο Βίτσι. Όντας ιδιαίτερος, πάντα εκτός εποχής και μονίμως έξω από τα κινηματογραφικά κυκλώματα, ο Τ. Καννελόπουλος δεν αναγνωρίστηκε όσο του άξιξε ενόσω ζούσε και δημιουργούσε. Η εν λόγω ταινία είχε κόψει μόλις 22 χιλιάδες εισιτήρια όταν είχε προβληθεί, σε μια περίοδο, κατά τα άλλα, μεγάλης κερδοφορίας του ελληνικού σινεμά. Ίσως διότι αυτό που επιχείρησε να πει, πήγαινε μάλλον κόντρα στην εποχή του.
Ένα ασήκωτο παρελθόν
Έτσι, ενώ αναφέρεται σε ένα από τα γεγονότα που έχουν καταγραφεί ως τα πλέον ηρωϊκά στην συλλογική μας ιστορία, όπως είναι ο νικηφόρος πόλεμος του 1940, κι ενώ δεν έχουν ακόμη μεσολαβήσει πολλά χρόνια από εκείνη την σημαντική στιγμή της εθνικής ανάτασης, αυτή είναι αντιθέτως μια αντιπολεμική και αντι-ηρωική ταινία. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να αναδείξει την ανθρώπινη διάσταση του Έλληνα στρατιώτη ο οποίος δίνει μια διπλή μάχη στο μέτωπο των χιονισμένων βουνών της Πίνδου: όχι μόνο την μάχη κατά του εχθρού αλλά και ενάντια στην ίδια την “μοίρα” της Ελλάδας που είναι γνωστό ότι διαθέτει την καταστροφική “τέχνη” να μετατρέπει μέσα σε ελάχιστο διάστημα τους θριάμβους της σε καταστροφές. Οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές της ταινίας -απλά παιδιά της βιοπάλης, δάσκαλοι, ταχυδρόμοι και αγρότες- θα βρουν άλλωστε εκεί τον θάνατο, όχι πάντα με ηρωικό τρόπο, αλλά μόνο και μόνο επειδή, για παράδειγμα, ένας τους βρέθηκε να πίνει εκτεθειμένος νερό στο ποτάμι.. Η ζωή στον πόλεμο είναι πολλή φθηνή, μοιάζει να μας λέει ο δημιουργός και είναι αδύνατον ο απλός άνθρωπος να τα βάλει με τις απρόσωπες δυνάμεις της ιστορίας, ριγμένος όπως είναι ο ίδιος μέσα στην δίνη των νομοτελειών της.
Αλλά, εξίσου απογοητευτική είναι και η στάση της εξουσίας. Όταν διαλύεται το μέτωπο το 1941 και αρχίζει η άτακτη πορεία του στρατού προς τα πίσω, με ό,τι μέσα διαθέτει ο καθένας, ελληνικό κράτος δεν υπάρχει πια για υποδεχτεί τους “ήρωες”. Ο βασιλιάς και η ελληνική κυβέρνηση έχουν φύγει για την Κρήτη ώστε να μην πιαστούν από τις ναζιστικές δυνάμεις που προελαύνουν ασταμάτητες προς την Αθήνα,, αφήνοντας όμως έτσι ένα κενό που θα έρθει λίγο αργότερα το ΕΑΜ να το καλύψει, ανοίγοντας την προοπτική του εμφυλίου. Ο Κανελλόπουλος βλέπει προφανώς τα πράγματα από το παρατηρητήριο του 1962. Η ματιά του ωστόσο δεν είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά (τα προπαγανδιστικά πλάνα από τα Επίκαιρα της εποχής που αναδεικνύουν το “έπος” του 1940 και που συμπεριλαμβάνονται στην ταινία, ήταν αποτέλεσμα της λογοκρισίας της εποχής, ώστε να μπορεί η ταινία να πάρει άδεια για τις αίθουσες). Κομματικά ανένταχτος, ο σκηνοθέτης δεν κάνει πολιτική με την στενή έννοια. Κάνει όμως με την ευρύτερη. Μας λέει κάτι για την μοίρα της Ελλάδας και για τον τρόπο που μεταβολίζει την ιστορία της και τις συλλογικές της εμπειρίες.
Αν έχει σημασία για εμάς σήμερα, είναι για να μας δείξει πόσο δυσκολότερο είναι μια χώρα να αλλάξει τη “μοίρα” της, όταν το ιστορικό παρελθόν της βαραίνει τόσο στη συνείδηση των μεταγενέστερων. Όταν δηλαδή αυτό επιμένει να επιβιώνει για καιρό ως συλλογικό τραύμα και βαθιά κοινωνική πληγή, χωρίς να καταφέρνει να γίνει αντικείμενο θαρραλέας, ψύχραιμης και βαθιάς επεξεργασίας από τους σύγχρονους και κυρίως τους επόμενους, οι οποίοι αντί να δίνουν τις μάχες του δικού τους καιρού, εξακολουθούν να δίνουν μάχες οπισθοφυλακής του παρελθόντος. Και δυστυχώς η σύγχρονη Ελλάδα είναι γεμάτη από τέτοια ιστορικά βάρη που για λόγους κουλτούρας ή και στρεβλής ιδεολογίας, διαιωνίζει χωρίς να αντέχει να τα αντιμετωπίσει με ευθυκρισία. Κι έτσι αυτό το παρελθόν, μας τραβά προς τα πίσω ή μας ακινητοποιεί και μας βαλτώνει.
Η ελαφρότητα του αργού χρόνου
Στις κινηματογραφικές αίθουσες παίζεται αυτό το διάστημα κι ένα άλλο ντοκυμαντέρ, η “Ζάκρος” του Φίλιππου Κουτσαφτή. Πρόκειται, επίσης, για έναν πολύ ιδιαίτερο σκηνοθέτη με λίγες ταινίες στο ενεργητικό του (η περίφημη “Αγέλαστος πέτρα” του 2000, που την γύριζε για δέκα χρόνια στην Ελευσίνα, είναι μία εξ αυτών), που επιμένει να φτιάχνει την δική του τέχνη με τους δικούς του όρους, αδιαφορώντας για τον αχό της εποχής. Η Ζάκρος είναι ένας μικρός οικισμός στη νοτιανατολική ακτή της Κρήτης. Εκεί βρίσκονται, επίσης, τα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης-λιμάνι που θεωρείται ένα από τα τέσσερα διοικητικά κέντρα του μινωϊκού πολιτισμού (διατηρήθηκε στη ζωή από το 1900 π.Χ. μέχρι το 1450 π.Χ.).
Τα ερείπια του παλατιού που βρίσκονται δίπλα στην θάλασσα αποτελούν έναν αρχαιολογικό χώρο αστείρευτης πληροφορίας για τους ιστορικούς ερευνητές καθώς είχαν την τύχη να μείνουν ασύλητα ανά τους αιώνες διασώζοντας έτσι καταπληκτικά ευρήματα. Στην ανασκαφή, που υπήρξε έργο ζωής από το 1961 και μετά του σπουδαίου αρχαιολόγου Ν. Πλάτωνα, έχουν βρεθεί ακόμη και ελιές διατηρημένες με τον καρπό τους ύστερα από τόσους αιώνες. Από τα πάμπολλα ευρήματα καθημερινής χρήσεως και την απαράμιλλη κομψότητα και την υψηλότατη αισθητική τους προκύπτει ένας πολιτισμός της καλής ζωής και της γλυκιάς ελαφρότητας, εντέλει ένας πολιτισμός του χαριτωμένου, όπως τον αποκαλεί εμπνευσμένα ο ίδιος ο σκηνοθέτης στην αφήγησή του.
Το ντοκυμαντέρ του Κουτσαφτή δεν περιορίζεται, ωστόσο, να αναδείξει την προφανή σπουδαιότητα του αρχαιολογικού χώρου αλλά με αφορμή αυτόν, αφηγείται την μικροϊστορία του χωριού που στέκει ταπεινό στο λόφο της περιοχής, καθ' όλη την μεταπολεμική εποχή. Το χωριό και οι άνθρωποί του βιώνουν τον κυκλικό χρόνο των μικρών κοινοτήτων της υπαίθρου. Η ζωή τους ορίζεται, με άλλα λόγια, από τις αγροτικές εργασίες και από τις ανάγκες της επιβίωσης, ακόμη και σήμερα στην εποχή της απίθανης ταχύτητας και των κατακλυσμιαίων αλλαγών της τεχνολογίας. Κι όμως, αυτό το σταμάτημα στον χρόνο μοιάζει να συνδέει μυστικά και υπόγεια τους ανθρώπους του με εκείνο το μακρινό αρχαίο παρελθόν. Παρότι δεν μπορεί να υπάρξει προφανώς μια τέτοια μακρά συνέχεια μέσα στον χρόνο, η επαφή της κοινότητας με την περιπέτεια της ανασκαφής του παλατιού, φαίνεται ωσάν να έχει μεταφέρει στους ανθρώπους αυτούς κάτι από αυτήν την ανάλαφρη ατμόσφαιρα ενός μεγαλειώδους και μαζί ξέγνοιαστου και ευτυχισμένου πολιτισμού, όπως ήταν αυτός της αρχαίας Ζάκρου. Φτιάχνεται έτσι για τους σύγχρονους ανθρώπους μια άλλη, πολύ πιο δημιουργική σχέση με το ιστορικό παρελθόν, που αντί για ασήκωτα βάρη και άλυτες εκκρεμότητες παλιών εποχών, τους παρέχει έναν τρόπο να υπάρχουν με μια πιο αυθεντική φωνή στο σήμερα.
Η προηγούμενη δεκαετία και οι τρομερές της εθνικές αποτυχίες βάρυναν πολύ στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Ακολούθησαν απανωτές παγκόσμιες κρίσεις που ακόμη δεν έχουν κοπάσει. Παρότι νωπό, είναι ευθύνη μας να ξανασκεφτούμε αυτό το δύσκολο παρελθόν όχι με στρουθοκαμηλισμό και ευκολίες αλλά ως μια περιπέτεια που αν την προσεγγίσουμε θαρραλέα, μπορεί να ενισχύσει την αυτοσυνείδησή μας και να μας ωριμάσει για τις προκλήσεις του αύριο. Όχι του χθες.
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Η επανακυκλοφορία στους κινηματογράφους της παλιάς ταινίας του Τάκη Κανελλόπουλου, “Ουρανός”, με θέμα τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940 δίνει μια ιδανική αφορμή για μια τέτοια επαναπροσέγγιση της μεταπολεμικής περιόδου και της κουλτούρας της εποχής εκείνης που έχει μεγάλη σημασία όμως και για τα μεταπολιτευτικά διακυβεύματα. Η ταινία υπήρξε παραγωγή του 1962, κι έκανε αίσθηση ήδη από την πρώτη στιγμή που είχε κυκλοφορήσει τότε στους κινηματογράφους ενώ είχε συμμετάσχει και στο διαγωνιστικό μέρος του φεστιβάλ των Καννών το 1963, αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις. Ο θεσσαλονικιός σκηνοθέτης Τάκης Κανελλόπουλος υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση του μεταπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου καθώς έκανε ταινίες μόνο στη βόρεια Ελλάδα και πάντα με θέματα σχετικά με την περιοχή αυτή, όπως ο “Μακεδονικός γάμος” ή η “Θάσος”. Άλλωστε, και ο “Ουρανός”, που ήταν η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία σε σενάριο Γ. Κιτσόπουλου, γυρίστηκε στην περιοχή της Κοζάνης, της Καστοριάς, και στο Βίτσι. Όντας ιδιαίτερος, πάντα εκτός εποχής και μονίμως έξω από τα κινηματογραφικά κυκλώματα, ο Τ. Καννελόπουλος δεν αναγνωρίστηκε όσο του άξιξε ενόσω ζούσε και δημιουργούσε. Η εν λόγω ταινία είχε κόψει μόλις 22 χιλιάδες εισιτήρια όταν είχε προβληθεί, σε μια περίοδο, κατά τα άλλα, μεγάλης κερδοφορίας του ελληνικού σινεμά. Ίσως διότι αυτό που επιχείρησε να πει, πήγαινε μάλλον κόντρα στην εποχή του.
Ένα ασήκωτο παρελθόν
Έτσι, ενώ αναφέρεται σε ένα από τα γεγονότα που έχουν καταγραφεί ως τα πλέον ηρωϊκά στην συλλογική μας ιστορία, όπως είναι ο νικηφόρος πόλεμος του 1940, κι ενώ δεν έχουν ακόμη μεσολαβήσει πολλά χρόνια από εκείνη την σημαντική στιγμή της εθνικής ανάτασης, αυτή είναι αντιθέτως μια αντιπολεμική και αντι-ηρωική ταινία. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να αναδείξει την ανθρώπινη διάσταση του Έλληνα στρατιώτη ο οποίος δίνει μια διπλή μάχη στο μέτωπο των χιονισμένων βουνών της Πίνδου: όχι μόνο την μάχη κατά του εχθρού αλλά και ενάντια στην ίδια την “μοίρα” της Ελλάδας που είναι γνωστό ότι διαθέτει την καταστροφική “τέχνη” να μετατρέπει μέσα σε ελάχιστο διάστημα τους θριάμβους της σε καταστροφές. Οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές της ταινίας -απλά παιδιά της βιοπάλης, δάσκαλοι, ταχυδρόμοι και αγρότες- θα βρουν άλλωστε εκεί τον θάνατο, όχι πάντα με ηρωικό τρόπο, αλλά μόνο και μόνο επειδή, για παράδειγμα, ένας τους βρέθηκε να πίνει εκτεθειμένος νερό στο ποτάμι.. Η ζωή στον πόλεμο είναι πολλή φθηνή, μοιάζει να μας λέει ο δημιουργός και είναι αδύνατον ο απλός άνθρωπος να τα βάλει με τις απρόσωπες δυνάμεις της ιστορίας, ριγμένος όπως είναι ο ίδιος μέσα στην δίνη των νομοτελειών της.
Αλλά, εξίσου απογοητευτική είναι και η στάση της εξουσίας. Όταν διαλύεται το μέτωπο το 1941 και αρχίζει η άτακτη πορεία του στρατού προς τα πίσω, με ό,τι μέσα διαθέτει ο καθένας, ελληνικό κράτος δεν υπάρχει πια για υποδεχτεί τους “ήρωες”. Ο βασιλιάς και η ελληνική κυβέρνηση έχουν φύγει για την Κρήτη ώστε να μην πιαστούν από τις ναζιστικές δυνάμεις που προελαύνουν ασταμάτητες προς την Αθήνα,, αφήνοντας όμως έτσι ένα κενό που θα έρθει λίγο αργότερα το ΕΑΜ να το καλύψει, ανοίγοντας την προοπτική του εμφυλίου. Ο Κανελλόπουλος βλέπει προφανώς τα πράγματα από το παρατηρητήριο του 1962. Η ματιά του ωστόσο δεν είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά (τα προπαγανδιστικά πλάνα από τα Επίκαιρα της εποχής που αναδεικνύουν το “έπος” του 1940 και που συμπεριλαμβάνονται στην ταινία, ήταν αποτέλεσμα της λογοκρισίας της εποχής, ώστε να μπορεί η ταινία να πάρει άδεια για τις αίθουσες). Κομματικά ανένταχτος, ο σκηνοθέτης δεν κάνει πολιτική με την στενή έννοια. Κάνει όμως με την ευρύτερη. Μας λέει κάτι για την μοίρα της Ελλάδας και για τον τρόπο που μεταβολίζει την ιστορία της και τις συλλογικές της εμπειρίες.
Αν έχει σημασία για εμάς σήμερα, είναι για να μας δείξει πόσο δυσκολότερο είναι μια χώρα να αλλάξει τη “μοίρα” της, όταν το ιστορικό παρελθόν της βαραίνει τόσο στη συνείδηση των μεταγενέστερων. Όταν δηλαδή αυτό επιμένει να επιβιώνει για καιρό ως συλλογικό τραύμα και βαθιά κοινωνική πληγή, χωρίς να καταφέρνει να γίνει αντικείμενο θαρραλέας, ψύχραιμης και βαθιάς επεξεργασίας από τους σύγχρονους και κυρίως τους επόμενους, οι οποίοι αντί να δίνουν τις μάχες του δικού τους καιρού, εξακολουθούν να δίνουν μάχες οπισθοφυλακής του παρελθόντος. Και δυστυχώς η σύγχρονη Ελλάδα είναι γεμάτη από τέτοια ιστορικά βάρη που για λόγους κουλτούρας ή και στρεβλής ιδεολογίας, διαιωνίζει χωρίς να αντέχει να τα αντιμετωπίσει με ευθυκρισία. Κι έτσι αυτό το παρελθόν, μας τραβά προς τα πίσω ή μας ακινητοποιεί και μας βαλτώνει.
Η ελαφρότητα του αργού χρόνου
Στις κινηματογραφικές αίθουσες παίζεται αυτό το διάστημα κι ένα άλλο ντοκυμαντέρ, η “Ζάκρος” του Φίλιππου Κουτσαφτή. Πρόκειται, επίσης, για έναν πολύ ιδιαίτερο σκηνοθέτη με λίγες ταινίες στο ενεργητικό του (η περίφημη “Αγέλαστος πέτρα” του 2000, που την γύριζε για δέκα χρόνια στην Ελευσίνα, είναι μία εξ αυτών), που επιμένει να φτιάχνει την δική του τέχνη με τους δικούς του όρους, αδιαφορώντας για τον αχό της εποχής. Η Ζάκρος είναι ένας μικρός οικισμός στη νοτιανατολική ακτή της Κρήτης. Εκεί βρίσκονται, επίσης, τα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης-λιμάνι που θεωρείται ένα από τα τέσσερα διοικητικά κέντρα του μινωϊκού πολιτισμού (διατηρήθηκε στη ζωή από το 1900 π.Χ. μέχρι το 1450 π.Χ.).
Τα ερείπια του παλατιού που βρίσκονται δίπλα στην θάλασσα αποτελούν έναν αρχαιολογικό χώρο αστείρευτης πληροφορίας για τους ιστορικούς ερευνητές καθώς είχαν την τύχη να μείνουν ασύλητα ανά τους αιώνες διασώζοντας έτσι καταπληκτικά ευρήματα. Στην ανασκαφή, που υπήρξε έργο ζωής από το 1961 και μετά του σπουδαίου αρχαιολόγου Ν. Πλάτωνα, έχουν βρεθεί ακόμη και ελιές διατηρημένες με τον καρπό τους ύστερα από τόσους αιώνες. Από τα πάμπολλα ευρήματα καθημερινής χρήσεως και την απαράμιλλη κομψότητα και την υψηλότατη αισθητική τους προκύπτει ένας πολιτισμός της καλής ζωής και της γλυκιάς ελαφρότητας, εντέλει ένας πολιτισμός του χαριτωμένου, όπως τον αποκαλεί εμπνευσμένα ο ίδιος ο σκηνοθέτης στην αφήγησή του.
Το ντοκυμαντέρ του Κουτσαφτή δεν περιορίζεται, ωστόσο, να αναδείξει την προφανή σπουδαιότητα του αρχαιολογικού χώρου αλλά με αφορμή αυτόν, αφηγείται την μικροϊστορία του χωριού που στέκει ταπεινό στο λόφο της περιοχής, καθ' όλη την μεταπολεμική εποχή. Το χωριό και οι άνθρωποί του βιώνουν τον κυκλικό χρόνο των μικρών κοινοτήτων της υπαίθρου. Η ζωή τους ορίζεται, με άλλα λόγια, από τις αγροτικές εργασίες και από τις ανάγκες της επιβίωσης, ακόμη και σήμερα στην εποχή της απίθανης ταχύτητας και των κατακλυσμιαίων αλλαγών της τεχνολογίας. Κι όμως, αυτό το σταμάτημα στον χρόνο μοιάζει να συνδέει μυστικά και υπόγεια τους ανθρώπους του με εκείνο το μακρινό αρχαίο παρελθόν. Παρότι δεν μπορεί να υπάρξει προφανώς μια τέτοια μακρά συνέχεια μέσα στον χρόνο, η επαφή της κοινότητας με την περιπέτεια της ανασκαφής του παλατιού, φαίνεται ωσάν να έχει μεταφέρει στους ανθρώπους αυτούς κάτι από αυτήν την ανάλαφρη ατμόσφαιρα ενός μεγαλειώδους και μαζί ξέγνοιαστου και ευτυχισμένου πολιτισμού, όπως ήταν αυτός της αρχαίας Ζάκρου. Φτιάχνεται έτσι για τους σύγχρονους ανθρώπους μια άλλη, πολύ πιο δημιουργική σχέση με το ιστορικό παρελθόν, που αντί για ασήκωτα βάρη και άλυτες εκκρεμότητες παλιών εποχών, τους παρέχει έναν τρόπο να υπάρχουν με μια πιο αυθεντική φωνή στο σήμερα.
Η προηγούμενη δεκαετία και οι τρομερές της εθνικές αποτυχίες βάρυναν πολύ στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Ακολούθησαν απανωτές παγκόσμιες κρίσεις που ακόμη δεν έχουν κοπάσει. Παρότι νωπό, είναι ευθύνη μας να ξανασκεφτούμε αυτό το δύσκολο παρελθόν όχι με στρουθοκαμηλισμό και ευκολίες αλλά ως μια περιπέτεια που αν την προσεγγίσουμε θαρραλέα, μπορεί να ενισχύσει την αυτοσυνείδησή μας και να μας ωριμάσει για τις προκλήσεις του αύριο. Όχι του χθες.
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα