Γάλλος ασθενής
Γ. Χ. Παπαγεωργίου
Γάλλος ασθενής
Η κατάρρευση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ στη Γαλλία επιβεβαίωσε ότι η χώρα βρίσκεται σε πολιτική και οικονομική κρίση μακράς διαρκείας, η οποία δεν θα ξεπεραστεί ακόμα και εφόσον λυθεί πρόσκαιρα η δύσκολη κοινοβουλευτική εξίσωση, με τρία κόμματα, από τα οποία κανένα δεν έχει την πλειοψηφία, να διεκδικούν τον έλεγχο και να απειλούν ανά πάσα στιγμή με αποσταθεροποίηση
Ακόμα κι αν μια νέα κυβέρνηση κερδίσει την ανοχή του γαλλικού κοινοβουλίου, η σταθερότητά της θα είναι ανά πάσα στιγμή στη διακριτική ευχέρεια του ακροδεξιού κόμματος της Μαρίν Λεπέν και του αριστερού επικεφαλής του Νέου Λαϊκού Μετώπου Ζαν-Λικ Μελανσόν, στόχος των οποίων είναι οι προεδρικές εκλογές του 2027.
Είναι βέβαιο ότι ουδείς εκ των δύο θα αφήσει τον Εμανουέλ Μακρόν σε χλωρό κλαρί, ενώ θα εκμεταλλευτούν οποιαδήποτε ευκαιρία να τον αποσταθεροποιήσουν εκ νέου, όπως έκαναν τώρα με αφορμή τον προϋπολογισμό, με απώτερο σκοπό να οδηγήσουν τον ίδιο σε παραίτηση και σε προκήρυξη προεδρικών εκλογών νωρίτερα. Προς το παρόν, η νίκη της αντιπολίτευσης περιορίστηκε στην απομάκρυνση της κυβέρνησης Μπαρνιέ με ψήφο δυσπιστίας, ύστερα από μόλις τρεις μήνες στην εξουσία, καταγράφοντας τη μικρότερη θητεία στη σύγχρονη γαλλική ιστορία.
Στη Γαλλία εκδηλώνονται με μεγάλη ένταση φαινόμενα τα οποία καταγράφονται σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης και εκφράζονται με στροφή των ψηφοφόρων σε ακραίες και αντισυστημικές δυνάμεις.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων 15 ετών έχουν κουράσει τις κοινωνίες, ενώ οι πολίτες εκφράζουν όλο και συχνότερα την απογοήτευσή τους για τις κεντρώες συστημικές δυνάμεις που έχτισαν τις τελευταίες δεκαετίες το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα στην Ευρωζώνη, το οποίο επιβάλλει περιορισμούς στα δημόσια οικονομικά και συμπιέζει τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Η κυβέρνηση Μπαρνιέ δεν κατάφερε να κερδίσει την απαραίτητη στήριξη της Εθνικής Συσπείρωσης και του αριστερού Νέου Λαϊκού Μετώπου για τον προϋπολογισμό, που είχε στόχο να μειώσει το έλλειμμα κατά 60 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ, ποσοστό διπλάσιο από το όριο του 3%, που προβλέπουν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. Είναι ενδεικτικό ότι ο Μπαρνιέ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει άρθρο του γαλλικού Συντάγματος που επιτρέπει στην κυβέρνηση να λάβει δημοσιονομικά μέτρα χωρίς κοινοβουλευτική ψηφοφορία, αλλά η κίνηση αυτή πυροδότησε μεγάλες αντιδράσεις που οδήγησαν στην πρόταση δυσπιστίας.
Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των Γάλλων είναι σημαία του κόμματος της Μαρίν Λεπέν και εκεί συμπίπτουν και άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Με τα δεδομένα, όμως, της Ευρωζώνης και την κατάσταση της γαλλικής οικονομίας, είναι αμφίβολο ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική που θα καλύπτει το αίτημα αυτό χωρίς να παραβιάζει τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς. Εμφανίζεται κι εδώ η μόνιμη πολιτική διαμάχη για τα οικονομικά, όπου οι συστημικές δυνάμεις κατηγορούν για λαϊκισμό όσους ζητούν ή υπόσχονται εύκολη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των απλών ανθρώπων και αντιπαραθέτουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς της Ε.Ε.
Το οικονομικό αντεπιχείρημα των συστημικών πολιτικών δυνάμεων είναι η επωδός ότι «η ενίσχυση των μισθών και των εισοδημάτων περνάει μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας», κάτι που όμως προσκρούει σε δύο εμπόδια. Αφενός η έννοια της παραγωγικότητας είναι απροσδιόριστη για τον μέσο εργαζόμενο άνθρωπο, ο οποίος άλλωστε δεν ευθύνεται άμεσα για την εξέλιξη του συγκεκριμένου δείκτη. Χώρια που η εστίαση στην παραγωγικότητα της εργασίας αφήνει εκτός συζήτησης την τεχνολογία, τις επενδύσεις, αλλά και τα επιχειρηματικά κέρδη.
Επιπλέον, η Ευρώπη συνολικά υστερεί σε παραγωγικότητα έναντι των ΗΠΑ και όλα δείχνουν ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια.
Επομένως, όσο η ενίσχυση των εισοδημάτων χαρακτηρίζεται ανέφικτη οικονομικά, ενώ είναι και «παράνομο» να χρηματοδοτηθεί μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό (με μείωση φόρων, επιδόματα και άλλες κρατικές δαπάνες), είναι βέβαιο ότι οι πολίτες θα στρέφονται σε όλο και πιο ακραίες πολιτικές εκφράσεις.
Η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία δεν εγείρει μόνο ερωτήματα σχετικά με την εσωτερική σταθερότητα της συγκεκριμένης χώρας, αλλά έχει και βαθιές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική και τις οικονομίες της Ευρωζώνης.
Η πίεση στην αγορά των γαλλικών ομολόγων που εκδηλώθηκε με το ξέσπασμα της πολιτικής κρίσης εκτονώθηκε προσωρινά, κυρίως εν όψει της μείωσης επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά τίποτα δεν δείχνει ότι η πολιτική κατάσταση θα ομαλοποιηθεί και η οικονομική αβεβαιότητα θα εξαλειφθεί.
Το κυριότερο όμως είναι ότι παρόμοια πολιτικά ζητήματα θα εμφανίζονται και σε άλλες χώρες, ειδικά όταν αρχίσουν να εκδηλώνονται και οι οικονομικές πιέσεις των πολιτικών Τραμπ.
Είναι βέβαιο ότι ουδείς εκ των δύο θα αφήσει τον Εμανουέλ Μακρόν σε χλωρό κλαρί, ενώ θα εκμεταλλευτούν οποιαδήποτε ευκαιρία να τον αποσταθεροποιήσουν εκ νέου, όπως έκαναν τώρα με αφορμή τον προϋπολογισμό, με απώτερο σκοπό να οδηγήσουν τον ίδιο σε παραίτηση και σε προκήρυξη προεδρικών εκλογών νωρίτερα. Προς το παρόν, η νίκη της αντιπολίτευσης περιορίστηκε στην απομάκρυνση της κυβέρνησης Μπαρνιέ με ψήφο δυσπιστίας, ύστερα από μόλις τρεις μήνες στην εξουσία, καταγράφοντας τη μικρότερη θητεία στη σύγχρονη γαλλική ιστορία.
Στη Γαλλία εκδηλώνονται με μεγάλη ένταση φαινόμενα τα οποία καταγράφονται σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης και εκφράζονται με στροφή των ψηφοφόρων σε ακραίες και αντισυστημικές δυνάμεις.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων 15 ετών έχουν κουράσει τις κοινωνίες, ενώ οι πολίτες εκφράζουν όλο και συχνότερα την απογοήτευσή τους για τις κεντρώες συστημικές δυνάμεις που έχτισαν τις τελευταίες δεκαετίες το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα στην Ευρωζώνη, το οποίο επιβάλλει περιορισμούς στα δημόσια οικονομικά και συμπιέζει τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Η κυβέρνηση Μπαρνιέ δεν κατάφερε να κερδίσει την απαραίτητη στήριξη της Εθνικής Συσπείρωσης και του αριστερού Νέου Λαϊκού Μετώπου για τον προϋπολογισμό, που είχε στόχο να μειώσει το έλλειμμα κατά 60 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ, ποσοστό διπλάσιο από το όριο του 3%, που προβλέπουν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. Είναι ενδεικτικό ότι ο Μπαρνιέ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει άρθρο του γαλλικού Συντάγματος που επιτρέπει στην κυβέρνηση να λάβει δημοσιονομικά μέτρα χωρίς κοινοβουλευτική ψηφοφορία, αλλά η κίνηση αυτή πυροδότησε μεγάλες αντιδράσεις που οδήγησαν στην πρόταση δυσπιστίας.
Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των Γάλλων είναι σημαία του κόμματος της Μαρίν Λεπέν και εκεί συμπίπτουν και άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Με τα δεδομένα, όμως, της Ευρωζώνης και την κατάσταση της γαλλικής οικονομίας, είναι αμφίβολο ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική που θα καλύπτει το αίτημα αυτό χωρίς να παραβιάζει τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς. Εμφανίζεται κι εδώ η μόνιμη πολιτική διαμάχη για τα οικονομικά, όπου οι συστημικές δυνάμεις κατηγορούν για λαϊκισμό όσους ζητούν ή υπόσχονται εύκολη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των απλών ανθρώπων και αντιπαραθέτουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς της Ε.Ε.
Το οικονομικό αντεπιχείρημα των συστημικών πολιτικών δυνάμεων είναι η επωδός ότι «η ενίσχυση των μισθών και των εισοδημάτων περνάει μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας», κάτι που όμως προσκρούει σε δύο εμπόδια. Αφενός η έννοια της παραγωγικότητας είναι απροσδιόριστη για τον μέσο εργαζόμενο άνθρωπο, ο οποίος άλλωστε δεν ευθύνεται άμεσα για την εξέλιξη του συγκεκριμένου δείκτη. Χώρια που η εστίαση στην παραγωγικότητα της εργασίας αφήνει εκτός συζήτησης την τεχνολογία, τις επενδύσεις, αλλά και τα επιχειρηματικά κέρδη.
Επιπλέον, η Ευρώπη συνολικά υστερεί σε παραγωγικότητα έναντι των ΗΠΑ και όλα δείχνουν ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια.
Επομένως, όσο η ενίσχυση των εισοδημάτων χαρακτηρίζεται ανέφικτη οικονομικά, ενώ είναι και «παράνομο» να χρηματοδοτηθεί μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό (με μείωση φόρων, επιδόματα και άλλες κρατικές δαπάνες), είναι βέβαιο ότι οι πολίτες θα στρέφονται σε όλο και πιο ακραίες πολιτικές εκφράσεις.
Η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία δεν εγείρει μόνο ερωτήματα σχετικά με την εσωτερική σταθερότητα της συγκεκριμένης χώρας, αλλά έχει και βαθιές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική και τις οικονομίες της Ευρωζώνης.
Η πίεση στην αγορά των γαλλικών ομολόγων που εκδηλώθηκε με το ξέσπασμα της πολιτικής κρίσης εκτονώθηκε προσωρινά, κυρίως εν όψει της μείωσης επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά τίποτα δεν δείχνει ότι η πολιτική κατάσταση θα ομαλοποιηθεί και η οικονομική αβεβαιότητα θα εξαλειφθεί.
Το κυριότερο όμως είναι ότι παρόμοια πολιτικά ζητήματα θα εμφανίζονται και σε άλλες χώρες, ειδικά όταν αρχίσουν να εκδηλώνονται και οι οικονομικές πιέσεις των πολιτικών Τραμπ.
Με τη Γαλλία να μπαίνει και εκείνη μαζί με τη Γερμανία σε θέση πολιτικού και οικονομικού ασθενούς, είναι πολύ πιθανόν ότι ο γαλλικός ιός θα εξαπλωθεί.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα