Εγκληματικότητα και σχέδιο νέου Ποινικού Κώδικα
19.04.2019
07:20
Α. Αποτελεί πασίδηλο γεγονός ότι κατά την τελευταία κυρίως εικοσαετία, η εγκληματικότητα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί επικινδύνως. Ιδίως κλοπές, ληστείες, εκβιάσεις και απάτες, δεν αποτελούν πλέον είδηση, αλλά καθημερινή πρακτική.
Οικίες και καταστήματα καθημερινά παραβιάζονται, λεηλατούνται και καταστρέφονται, ενώ, όταν εντός αυτών, ευρίσκονται οι κάτοικοι ή οι εργαζόμενοι, αναγκάζονται, υπό την απειλή όπλων, να παραδίδουν στους κακοποιούς και το τελευταίο υστέρημά τους ή τις εισπράξεις τους, αν δε, επιχειρήσουν να αντισταθούν, δολοφονούνται εν ψυχρώ. Συμβόλαια θανάτου εκτελούνται εντός και εκτός φυλακών, με θύματά τους, όχι μόνον άτομα του υποκόσμου, αλλά και επιχειρηματίες ή απλούς πολίτες, αλλά ακόμη και ανθρώπους, συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης, δηλ. δικηγόρους. Πέραν τούτων, οι πολίτες αδυνατούν ή αποφεύγουν να κυκλοφορούν ελεύθερα σε όλους τους χώρους των πόλεων, από το φόβο είτε συμμοριών ή κακοποιών που δρουν ανεξέλεγκτα, είτε της δράσεως των πάσης μορφής αναρχικών και περιθωριακών, οι οποίοι, με χρήση βομβών μολότωφ, επιτίθενται κατά αστυνομικών και άλλων στόχων, προκαλώντας εμπρησμούς και καταστροφές. Τέλος, κυρίως κατά τα τελευταία έτη, διάφορες «συλλογικότητες», προκαλούν φθορές σε δημόσια κτήρια αλλά και επιχειρήσεις, με καταδρομικές επιδρομές.
Τα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, έμπλεα φόβου, παρακολουθούν όλα τα ανωτέρω, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν (και πώς να αντιδράσουν, αφού θα βρεθούν κατηγορούμενα), λόγω και της παντελούς απουσίας του Κράτους και των τεταγμένων για την ασφάλεια των πολιτών, οργάνων του.
Και όμως, μια από τις βασικές, συνταγματικές μάλιστα, υποχρεώσεις του Κράτους και της Δικαιοσύνης, είναι η διασφάλιση της ασφαλείας των πολιτών. Ενώ λοιπόν το Κράτος στο σύνολό του, κυρίως όμως οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι φορείς (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, Υπουργείο Δικαιοσύνης, ηγεσία της Δικαιοσύνης), θα έπρεπε να ευρίσκονται σε συναγερμό, για την αντιμετώπιση της απαράδεκτης, για μια Δημοκρατία και επικίνδυνης για τους πολίτες, αυτής καταστάσεως, ουδέν πράττουν. Άλλοι παρακολουθούν τις εγκληματικές δραστηριότητες απαθώς, άλλοι ασχολούνται με περιοδείες ανά την υφήλιο, και άλλοι τις δικαιολογούν ή τις υποβιβάζουν, σε φυσιολογικά φαινόμενα.
Ούτε μία σύσκεψη δεν έχει πραγματοποιηθεί, στην οποία να μετέχουν όλοι οι υπεύθυνοι φορείς, συμπεριλαμβανομένων και των πυλώνων της Δικαιοσύνης, και κυρίως των Δικαστικών Λειτουργών και των Δικηγόρων (είναι μάλιστα απορίας άξιο, πώς οι τελευταίοι, μετά τη στυγνή δολοφονία συναδέλφου τους, δεν έχουν κινητοποιηθεί), προκειμένου να αναζητηθούν λύσεις και τρόποι, για την αντιμετώπιση της δράσης των πάσης φύσεως κακοποιών. Πολύ περισσότερο όταν είναι πασίδηλο γεγονός, ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι γνωστοί εγκληματίες και κακοποιοί, οι οποίοι, όταν συλλαμβάνονται, οδηγούνται στις φυλακές, από τις οποίες εξέρχονται, είτε με την ψήφιση απαραδέκτων ευεργετικών διατάξεων είτε με τη χρήση άλλων ευεργετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, μετά δε, την έξοδό τους από τη φυλακή, συνεχίζουν την εγκληματική τους δράση, η οποία έχει γίνει επάγγελμά τους και μέσον βιοπορισμού.
Και ενώ συμβαίνουν αυτά, αιφνιδίως τέθηκε σε διαβούλευση συνταχθέν από Επιτροπή, σχέδιο «εκσυγχρονισμένου» Ποινικού Κώδικα, με τον οποίο θα ασχοληθούμε ειδικότερα κατωτέρω, επειδή προφανώς ο ισχύων Ποινικός κώδικας, έργο νομικών πολύ μεγάλου μεγέθους, όπως ο αείμνηστος Νικόλαoς Χωραφάς, είναι «αναχρονιστικός», ως ισχύων από το 1950, μολονότι από τη μεταπολίτευση (1974) και εντεύθεν, έχουν εκδοθεί τριάντα τουλάχιστον νόμοι, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του, αλλά και την επιτάχυνση της απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης, νόμοι μάλιστα οι οποίοι, στις πλείστες των περιπτώσεων, περιείχαν κατά κανόνα ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους εγκληματίες.
Όμως, το εάν ένας Ποινικός Κώδικας είναι αναχρονιστικός ή μη, δεν εξαρτάται από το χρόνο ψηφίσεως και θέσεώς του σε ισχύ, αλλά από το εάν εκπληρώνει την αποστολή του, η οποία συνίσταται, αν όχι στην εξαφάνιση, τουλάχιστον στο περιορισμό της εγκληματικότητας και την εξασφάλιση του αισθήματος ασφαλείας των πολιτών.
Β. Ι. Ο σκοπός του Δικαίου, εν γένει, είναι η διασφάλιση της αρμονίας των εν κοινωνία βιούντων ατόμων. Σκοπός, ειδικότερα, του Ποινικού Δικαίου, είναι η πραγμάτωση της εννόμου ασφαλείας και της προόδου του πολιτισμού σε ωρισμένη κοινωνία, τα οποία επιτυγχάνονται με τον προσδιορισμό των προστατευτέων εννόμων αγαθών, ατομικών ή συλλογικών και την πρόβλεψη επιβολής ποινικών κυρώσεων (ποινών), σε περίπτωση προσβολής τους, υπό οιουδήποτε των κοινωνών. Η ποινή, λοιπόν, η οποία επιφέρει βλάβη εννόμων αγαθών του τιμωρούμενου, μεταξύ των οποίων, κυρίως της ελευθερίας, συνιστά κύρωση ενέχουσα αποδοκιμασία, υπό της εννόμου τάξεως του δράστη ενός εγκλήματος και ως πηγής της υπ’ αυτού τελεσθείσας αδικοπραγίας και ως επικινδύνου προσωπικότητας. Τέλος, σκοπός της υπό του νόμου προβλεπομένης και υπό του δικαστού καταγιγνωσκομένης ποινής, είναι αφ’ ενός η ειδική πρόληψη, η οποία κατατείνει στη συγκράτηση του εγκληματήσαντος ατόμου, από της τελέσεως νέων εγκλημάτων, και η οποία επιδιώκεται α) δια της εκφοβίσεως β) δια της βελτιώσεως – κοινωνικής διαπαιδαγωγήσεως, και στη συνέχεια κοινωνικής επανεντάξεως και γ) δια της αχρηστεύσεως του εγκληματία, της θέσεως δηλαδή αυτού σε υλική αδυναμία, πρόσκαιρη ή διαρκή, τελέσεως νέων εγκλημάτων και αφ’ ετέρου η γενική πρόληψη, η οποία κατατείνει στη συγκράτηση των πολλών, από της τελέσεως εγκλημάτων.
Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι η ποινή, δια της προσβολής των εννόμων αγαθών του δράστη εγκλήματος ή εγκλημάτων, θα πρέπει να προκαλεί σ’ αυτόν «πόνο» ανάλογο και με εκείνο το οποίο έπραξε και για εκείνο το οποίο είναι, ώστε να επιτυγχάνεται εν τέλει ο σκοπός της ειδικής και γενικής προλήψεως.
Εν όψει όλων αυτών, αλλά και του γεγονότος ότι στη χώρα μας υπάρχουν και ισχύουν Ποινικός Κώδικας και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, οι οποίοι μάλιστα, ιδίως μετά τη μεταπολίτευση έχουν τροποποιηθεί με αλλεπάλληλα νομοθετήματα, που στόχευαν στον «εκσυγχρονισμό» τους αλλά και λειτουργεί απρόσκοπτα η Δικαιοσύνη, ευλόγως τίθεται το ερώτημα πού οφείλεται η, κατά την τελευταία κυρίως εικοσαετία, αύξηση της εγκληματικότητας, κυρίως σε σχέση προς τα εγκλήματα της διαφθοράς, των κλοπών, ληστειών, απατών και εκβιάσεων, αλλ’ ακόμη και ανθρωποκτονιών, όπως και σε σχέση γενικότερα προς τα εγκλήματα βίας.
Τούτο δεν είναι παράδοξο, εάν ληφθεί υπόψη ότι με τις κατ’ επανάληψη παρεμβάσεις του νομοθέτη στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχει διασπασθεί το άρτιο, λειτουργικό και αλληλένδετο σύστημα των δύο Κωδίκων, όπως είχε διαμορφωθεί κατά την έναρξη της ισχύος τους, που αφορά αφ’ ενός στα στοιχεία των εγκλημάτων και αφ’ ετέρου και κυρίως, στον τρόπο και τη διάρκεια εκτίσεως των επιβαλλομένων ποινών, με συνέπεια οι τελευταίες να μην εκπληρώνουν το σκοπό της επιβολής τους, περί του οποίου έγινε αναφορά ανωτέρω.
Και δεν εκπληρώνουν οι επιβαλλόμενες ποινές, το σκοπό της επιβολής τους, διότι έχει ευτελισθεί η έννοια των στερητικών της ελευθερίας ποινών, αφού δεν επιφέρουν βλάβη σε έννομα αγαθά των καταδικαζομένων και κυρίως στην ελευθερία τους και εντεύθεν «ψυχικό πόνο» ή επιφέρουν δυσανάλογα μικρή βλάβη, σε σχέση προς την εγκληματική τους συμπεριφορά, με συνέπεια να μην τους αποτρέπουν από την τέλεση νέων εγκλημάτων, αλλά να μην αποτρέπουν και άλλους, από του να διαπράττουν όμοια εγκλήματα.
Πώς αληθώς οι στερητικές της ελευθερίας ποινές, είναι δυνατόν να εκπληρώσουν το σκοπό τους, όταν, μεταξύ των άλλων:
Τα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, έμπλεα φόβου, παρακολουθούν όλα τα ανωτέρω, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν (και πώς να αντιδράσουν, αφού θα βρεθούν κατηγορούμενα), λόγω και της παντελούς απουσίας του Κράτους και των τεταγμένων για την ασφάλεια των πολιτών, οργάνων του.
Και όμως, μια από τις βασικές, συνταγματικές μάλιστα, υποχρεώσεις του Κράτους και της Δικαιοσύνης, είναι η διασφάλιση της ασφαλείας των πολιτών. Ενώ λοιπόν το Κράτος στο σύνολό του, κυρίως όμως οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι φορείς (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, Υπουργείο Δικαιοσύνης, ηγεσία της Δικαιοσύνης), θα έπρεπε να ευρίσκονται σε συναγερμό, για την αντιμετώπιση της απαράδεκτης, για μια Δημοκρατία και επικίνδυνης για τους πολίτες, αυτής καταστάσεως, ουδέν πράττουν. Άλλοι παρακολουθούν τις εγκληματικές δραστηριότητες απαθώς, άλλοι ασχολούνται με περιοδείες ανά την υφήλιο, και άλλοι τις δικαιολογούν ή τις υποβιβάζουν, σε φυσιολογικά φαινόμενα.
Ούτε μία σύσκεψη δεν έχει πραγματοποιηθεί, στην οποία να μετέχουν όλοι οι υπεύθυνοι φορείς, συμπεριλαμβανομένων και των πυλώνων της Δικαιοσύνης, και κυρίως των Δικαστικών Λειτουργών και των Δικηγόρων (είναι μάλιστα απορίας άξιο, πώς οι τελευταίοι, μετά τη στυγνή δολοφονία συναδέλφου τους, δεν έχουν κινητοποιηθεί), προκειμένου να αναζητηθούν λύσεις και τρόποι, για την αντιμετώπιση της δράσης των πάσης φύσεως κακοποιών. Πολύ περισσότερο όταν είναι πασίδηλο γεγονός, ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι γνωστοί εγκληματίες και κακοποιοί, οι οποίοι, όταν συλλαμβάνονται, οδηγούνται στις φυλακές, από τις οποίες εξέρχονται, είτε με την ψήφιση απαραδέκτων ευεργετικών διατάξεων είτε με τη χρήση άλλων ευεργετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, μετά δε, την έξοδό τους από τη φυλακή, συνεχίζουν την εγκληματική τους δράση, η οποία έχει γίνει επάγγελμά τους και μέσον βιοπορισμού.
Και ενώ συμβαίνουν αυτά, αιφνιδίως τέθηκε σε διαβούλευση συνταχθέν από Επιτροπή, σχέδιο «εκσυγχρονισμένου» Ποινικού Κώδικα, με τον οποίο θα ασχοληθούμε ειδικότερα κατωτέρω, επειδή προφανώς ο ισχύων Ποινικός κώδικας, έργο νομικών πολύ μεγάλου μεγέθους, όπως ο αείμνηστος Νικόλαoς Χωραφάς, είναι «αναχρονιστικός», ως ισχύων από το 1950, μολονότι από τη μεταπολίτευση (1974) και εντεύθεν, έχουν εκδοθεί τριάντα τουλάχιστον νόμοι, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του, αλλά και την επιτάχυνση της απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης, νόμοι μάλιστα οι οποίοι, στις πλείστες των περιπτώσεων, περιείχαν κατά κανόνα ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους εγκληματίες.
Όμως, το εάν ένας Ποινικός Κώδικας είναι αναχρονιστικός ή μη, δεν εξαρτάται από το χρόνο ψηφίσεως και θέσεώς του σε ισχύ, αλλά από το εάν εκπληρώνει την αποστολή του, η οποία συνίσταται, αν όχι στην εξαφάνιση, τουλάχιστον στο περιορισμό της εγκληματικότητας και την εξασφάλιση του αισθήματος ασφαλείας των πολιτών.
Β. Ι. Ο σκοπός του Δικαίου, εν γένει, είναι η διασφάλιση της αρμονίας των εν κοινωνία βιούντων ατόμων. Σκοπός, ειδικότερα, του Ποινικού Δικαίου, είναι η πραγμάτωση της εννόμου ασφαλείας και της προόδου του πολιτισμού σε ωρισμένη κοινωνία, τα οποία επιτυγχάνονται με τον προσδιορισμό των προστατευτέων εννόμων αγαθών, ατομικών ή συλλογικών και την πρόβλεψη επιβολής ποινικών κυρώσεων (ποινών), σε περίπτωση προσβολής τους, υπό οιουδήποτε των κοινωνών. Η ποινή, λοιπόν, η οποία επιφέρει βλάβη εννόμων αγαθών του τιμωρούμενου, μεταξύ των οποίων, κυρίως της ελευθερίας, συνιστά κύρωση ενέχουσα αποδοκιμασία, υπό της εννόμου τάξεως του δράστη ενός εγκλήματος και ως πηγής της υπ’ αυτού τελεσθείσας αδικοπραγίας και ως επικινδύνου προσωπικότητας. Τέλος, σκοπός της υπό του νόμου προβλεπομένης και υπό του δικαστού καταγιγνωσκομένης ποινής, είναι αφ’ ενός η ειδική πρόληψη, η οποία κατατείνει στη συγκράτηση του εγκληματήσαντος ατόμου, από της τελέσεως νέων εγκλημάτων, και η οποία επιδιώκεται α) δια της εκφοβίσεως β) δια της βελτιώσεως – κοινωνικής διαπαιδαγωγήσεως, και στη συνέχεια κοινωνικής επανεντάξεως και γ) δια της αχρηστεύσεως του εγκληματία, της θέσεως δηλαδή αυτού σε υλική αδυναμία, πρόσκαιρη ή διαρκή, τελέσεως νέων εγκλημάτων και αφ’ ετέρου η γενική πρόληψη, η οποία κατατείνει στη συγκράτηση των πολλών, από της τελέσεως εγκλημάτων.
Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι η ποινή, δια της προσβολής των εννόμων αγαθών του δράστη εγκλήματος ή εγκλημάτων, θα πρέπει να προκαλεί σ’ αυτόν «πόνο» ανάλογο και με εκείνο το οποίο έπραξε και για εκείνο το οποίο είναι, ώστε να επιτυγχάνεται εν τέλει ο σκοπός της ειδικής και γενικής προλήψεως.
Εν όψει όλων αυτών, αλλά και του γεγονότος ότι στη χώρα μας υπάρχουν και ισχύουν Ποινικός Κώδικας και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, οι οποίοι μάλιστα, ιδίως μετά τη μεταπολίτευση έχουν τροποποιηθεί με αλλεπάλληλα νομοθετήματα, που στόχευαν στον «εκσυγχρονισμό» τους αλλά και λειτουργεί απρόσκοπτα η Δικαιοσύνη, ευλόγως τίθεται το ερώτημα πού οφείλεται η, κατά την τελευταία κυρίως εικοσαετία, αύξηση της εγκληματικότητας, κυρίως σε σχέση προς τα εγκλήματα της διαφθοράς, των κλοπών, ληστειών, απατών και εκβιάσεων, αλλ’ ακόμη και ανθρωποκτονιών, όπως και σε σχέση γενικότερα προς τα εγκλήματα βίας.
Τούτο δεν είναι παράδοξο, εάν ληφθεί υπόψη ότι με τις κατ’ επανάληψη παρεμβάσεις του νομοθέτη στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχει διασπασθεί το άρτιο, λειτουργικό και αλληλένδετο σύστημα των δύο Κωδίκων, όπως είχε διαμορφωθεί κατά την έναρξη της ισχύος τους, που αφορά αφ’ ενός στα στοιχεία των εγκλημάτων και αφ’ ετέρου και κυρίως, στον τρόπο και τη διάρκεια εκτίσεως των επιβαλλομένων ποινών, με συνέπεια οι τελευταίες να μην εκπληρώνουν το σκοπό της επιβολής τους, περί του οποίου έγινε αναφορά ανωτέρω.
Και δεν εκπληρώνουν οι επιβαλλόμενες ποινές, το σκοπό της επιβολής τους, διότι έχει ευτελισθεί η έννοια των στερητικών της ελευθερίας ποινών, αφού δεν επιφέρουν βλάβη σε έννομα αγαθά των καταδικαζομένων και κυρίως στην ελευθερία τους και εντεύθεν «ψυχικό πόνο» ή επιφέρουν δυσανάλογα μικρή βλάβη, σε σχέση προς την εγκληματική τους συμπεριφορά, με συνέπεια να μην τους αποτρέπουν από την τέλεση νέων εγκλημάτων, αλλά να μην αποτρέπουν και άλλους, από του να διαπράττουν όμοια εγκλήματα.
Πώς αληθώς οι στερητικές της ελευθερίας ποινές, είναι δυνατόν να εκπληρώσουν το σκοπό τους, όταν, μεταξύ των άλλων:
α) Έχει αλλοιωθεί, ιδίως από το 1990 και εντεύθεν το σύστημα των Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως είχε διαμορφωθεί κατά την έναρξη της ισχύος τους, ως προς τη μετατροπή και αναστολή των ποινών (π.χ. είναι επιτρεπτή η μετατροπή σε χρηματική, ποινής φυλακίσεως, ακόμη και πέντε ετών και μάλιστα υποχρεωτικώς μέχρι τα τρία έτη, ενώ προβλέπεται περαιτέρω, η εξόφληση του ποσού της χρηματικής πονής με δόσεις!!!) ως προς την υφ’ όρον απόλυση, ως προς την προσωρινή κράτηση και το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ασκουμένων εφέσεων κατά καταδικαστικών αποφάσεων (είναι επιτρεπτό ανασταλτικό αποτέλεσμα εφέσεως κατά πρωτόδικης αποφάσεως ακόμη και επί επιβολής ποινής καθείρξεως είκοσι ετών).
β) Με παρεμβάσεις του νομοθέτη παραγράφονται τελεσθέντα εγκλήματα, είτε ευθέως είτε με τη μεταβολή, από κακουργήματα σε πλημμελήματα, εκμηδενίζονται επιβαλλόμενες από τα Δικαστήρια, ποινές, είτε με την παραγραφή αυτών, είτε εφ’ όσον δεν έχουν τελεσιδικήσει οι καταδικαστικές αποφάσεις, με την μεταβολή των ποινικών διατάξεων, κατά τρόπο που να είναι ευνοϊκότερες και άρα εφαρμοστέες, ως επιεικέστερες, με αποτέλεσμα οι καταδικασθέντες πρωτοδίκως να κηρύσσονται τελικά αθώοι, είτε, τέλος, με την απόλυση καταδίκων – κρατουμένων με νόμο, ακόμα και για βαρύτατα εγκλήματα, μετά την έκτιση μικρού μέρους των ποινών, όπως συνέβη το έτος 2015 με το Ν. 4322/2015, που είχε ως συνέπεια την έξοδο από τις φυλακές, αδίστακτων κακοποιών, οι οποίοι, μετά την αποφυλάκισή τους, άρχισαν και πάλι την εγκληματική τους δράση, όπως τούτο έχει προκύψει από την καθημερινή πρακτική, σε σχέση κυρίως με εγκλήματα κλοπών, ληστειών, εκβιάσεων, απατών, διαφθοράς, αλλά ακόμη και ανθρωποκτονιών
Πέρα τούτων, ένας ακόμη, μεταξύ των άλλων, παράγων που έχει συντελέσει και συντελεί στην αύξηση της εγκληματικότητας, είναι η μεγάλη βραδύτητα σε σχέση προς την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων. Κακουργήματα και πλημμελήματα κατά κανόνα, εκδικάζονται σε δεύτερο, αλλ’ ακόμη και σε πρώτο βαθμό, λίγο πριν την παραγραφή τους, αν δεν έχουν παραγραφεί, ήτοι σε χρονικό σημείο που την απαξία τους έχει αμβλύνει και αποχρωματίσει ο χρόνος, με συνέπεια τα δικαστήρια, κατά κανόνα, να άγονται σε απαλλακτικές κρίσεις.
Γ. Ερευνητέον πλέον είναι το ζήτημα, εάν το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο νέου Ποινικού Κώδικα, θεραπεύει τις «αδυναμίες» του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, ώστε να μπορεί βασίμως να ελπίζει κάποιος, ότι η εφαρμογή του θα οδηγήσει τουλάχιστον στον περιορισμό της εγκληματικότητας, γενικά, αλλά και ειδικότερα της διαφθοράς.
Δυστυχώς, η απάντηση, κατά την άποψή μας, δεν μπορεί να είναι παρά αρνητική.
Τούτο δε, διότι αφ’ ενός δεν αναιρούνται οι άσχετοι με τον Ποινικό Κώδικα, λόγοι, που αναφέρθηκαν ενδεικτικά πιο πάνω (βραδύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης και έκδοση νόμων, με τους οποίους εξαλείφεται το αξιόποινο εγκλημάτων ή απολύονται κρατούμενοι με έκτιση μικρού μέρους επί ποινής) και αφ’ ετέρου δεν διορθώνονται κατ’ ουσίαν οι «αδυναμίες» του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, αλλά και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αντιθέτως μάλιστα, ή καταργούνται οι αυστηρές, πράγματι, πλην αναγκαίες, κατά την άποψή μας, διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και ειδικών ποινικών νόμων, για την πάταξη κυρίως της διαφθοράς ή τροποποιούνται ισχύουσες διατάξεις, ώστε σε αρκετές περιπτώσεις βαρειάς εγκληματικότητας, η ποινική μεταχείριση των εγκληματιών να είναι επιεικέστερη.
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τα ειδικότερα και ενδεικτικά αναφερόμενα στη συνέχεια, και δη:
1. Καταργείται ο ν. 1608/1950 «περί καταχραστών του Δημοσίου», η εφαρμογή του οποίου δεν κατατείνει απλώς στην προστασία των εννόμων αγαθών της περιουσίας και της καθαρότητας των δημοσίων υπηρεσιών, όπως κάποιοι υπολαμβάνουν, αλλά στην προστασία της περιουσίας του Κράτους, ως αναγκαίας προϋποθέσεως της υποστάσεως, λειτουργίας του, και εκπληρώσεως της αποστολής του, όπως αυτή διαγράφεται στο Σύνταγμα, και είναι μεταξύ των άλλων, η διασφάλιση, για τους πολίτες, υγείας, παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης, απασχόλησης, δημόσιας τάξης και ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρα 21, 16, 22, 11, 25 και 24 του Συντάγματος), που άπαντα είναι αγαθά υψίστης σημασίας.
Η κατάργηση του πιο πάνω νόμου έχει ως συνέπεια την κατάργηση των ποινών ισοβίου και προσκαίρου καθείρξεως 5 - 20 ετών, οι οποίες προβλέπονται για τα στρεφόμενο κατά του Δημοσίου κλπ και αναφερόμενα σ’ αυτόν εγκλήματα, ποινές, οι οποίες είναι, κατά την άποψή μας, ανάλογες προς τα υπ’ αυτού προστατευόμενα, υψίστης σημασίας, έννομα αγαθά.
Τα εγκλήματα αυτά (πλαστογραφία, ψευδής βεβαίωση, απιστία, υπεξαίρεση στην Υπηρεσία, κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη κλπ) εφ’ όσον στρέφονται κατά του Δημοσίου, τιμωρούνται με βάση το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο, με κάθειρξη 10 - 15 ετών. Τούτο σημαίνει ότι με την αναγνώριση ελαφρυντικού, σύμφωνα πάντα με το σχέδιο, θα μπορεί να επιβάλλεται ποινή φυλάκισης δύο ετών, αν δε το Δικαστήριο αναγνωρίσει περισσότερα του ενός ελαφρυντικά, η ποινή θα μπορεί να μειούται σε ένα έτος. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι η διαφθορά βαίνει συνεχώς αυξανόμενη, όπως προκύπτει από την έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας για την Ελλάδα, που αφορά στο έτος 2018 (Καθημερινή της 30.1.2019)
2. Καταργείται η διάταξη του άρθρου 263Α του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, με την οποία η έννοια του υπαλλήλου και η εφαρμογή του ν. 1608/1950 επεκτεινόταν σ’ ολόκληρο το Δημόσιο τομέα, ενώ, με βάση το τεθέν σε διαβούλευση σχέδιο, θα τιμωρούνται τα αναφερθέντα εγκλήματα, μόνο εφ’ όσον στρέφονται κατά του Δημοσίου, Δήμων και Κοινοτήτων και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (στενός δημόσιος τομέας). Τούτο θα έχει ως συνέπεια, εκτός των άλλων, και την παραγραφή εγκλημάτων επί εκκρεμουσών, σοβαρών υποθέσεων, που άπτονται του ευρύτερου δημοσίου τομέα, καθ’ όσον η παραγραφή ως προς αυτά δεν θα είναι 20 έτη αλλά 15 έτη, μεταξύ δε των υποθέσεων αυτών, που είναι αρκετές, είναι και οι υποθέσεις της SIEMENS και των εξοπλιστικών. Αλήθεια, θα αναλάβει ο Υπουργός Δικαιοσύνης αλλά και τα μέλη του Κοινοβουλίου αυτή τη μεγάλη ευθύνη, της παραγραφής των πιο πάνω υποθέσεων, και αν ναι, για ποιο λόγο;
3. Περιορίζεται αδικαιολόγητα και ανεξήγητα η ποινή της προσκαίρου καθείρξεως από 5 – 20 έτη σε 5 – 15 έτη. Τούτο θα έχει ως συνέπεια, με την αποδοχή ελαφρυντικών από το Δικαστήριο, την επιβολή μικρών ποινών, ακόμη και για βαριά κακουργήματα, οι οποίες, στη συνέχεια, με την υφ’ όρον απόλυση, θα εξανεμίζονται.
4. Με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, εξαλείφεται το αξιόποινο των εγκλημάτων κλοπής, υπεξαιρέσεως, απάτης και απιστίας «αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις Αρχές για την πράξη του, απέδωσε το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς το ζημιούμενο».
Ακόμη, με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, σε σχέση προς τα εγκλήματα της υπεξαιρέσεως, απάτης και απιστίας, στην πλημμεληματική τους μορφή (όχι όμως και της κλοπής) ο υπαίτιος των πράξεων αυτών απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την καταβολή του κεφαλαίου, τόκων και εξόδων.
Με το τεθέν σε διαβούλευση σχέδιο, παραμένει σε ισχύ η πρώτη από τις ως άνω ρυθμίσεις, ενώ η δεύτερη ρύθμιση αντικαθίσταται από διάταξη, με την οποία ορίζεται ότι «εάν ο υπαίτιος των πιο πάνω εγκλημάτων, μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο, αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, απαλλάσσεται από κάθε ποινή, εφ’ όσον πληρώσει τους τόκους υπερημερίας».
Η πιο πάνω ρύθμιση καλύπτει και τις περιπτώσεις που τα εγκλήματα αυτά διώκονται και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, και μάλιστα ακόμη κι αν στρέφονται κατά του Δημοσίου.
Η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να αποτελεί απλώς λόγο επιβολής μειωμένης ποινής.
Όπως διατυπώθηκε, είναι βέβαιο ότι θα συντελέσει στην αύξηση των πιο πάνω εγκλημάτων στην κακουργηματική τους μορφή και πολύ περισσότερο εφ’ όσον στρέφονται κατά του δημοσίου, καθ’ όσον οι δράστες των εγκλημάτων αυτών (δημόσιοι λειτουργοί, ή δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώτες) με τα οποία θα λεηλατείται η δημόσια περιουσία, θα δρουν ακινδύνως και ανωδύνως, αφού θα γνωρίζουν ότι σε περίπτωση που αποκαλυφθούν, θα μπορούν να επιστρέφουν τα «κλαπέντα» μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή τους, χωρίς και την ελάχιστη συνέπεια.
Συνεπώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα πιο πάνω κακουργήματα, και όταν ακόμη στρέφονται κατά του Δημοσίου, αντιμετωπίζονται ως αστική διαφορά. Έτσι όμως, είναι αδύνατο να περιορισθεί η εγκληματικότητα και ειδικότερα η διαφθορά.
5. Με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, τα εγκλήματα της κλοπής, υπεξαιρέσεως, απάτης και απιστίας (εφ’ όσον δεν έχουν αντικείμενο ευτελούς αξίας), διώκονται και τιμωρούνται αυτεπαγγέλτως.
Με το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο Ποινικού Κώδικα, η κλοπή (σε βαθμό πλημμελήματος), υπεξαίρεση, απάτη και απιστία σε βαθμό πλημμελήματος και κακουργήματος (εφ’ όσον δεν στρέφονται κατά του Δημοσίου), δικάζονται και τιμωρούνται κατ’ έγκληση.
Τούτο σημαίνει ότι οι τελούντες τα πιο πάνω εγκλήματα και κυρίως οι διαπράττοντες κλοπές, θα μπορούν να δρουν ελεύθερα και ανενόχλητα, αφού οι αστυνομικές αρχές δεν θα μπορούν να ενεργούν αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να συλλαμβάνονται δράστες των πιο πάνω εγκλημάτων, όταν είναι αυτόφωρα. Εν όψει εξ άλλου, ότι πολλοί πολίτες, προς αποφυγή ταλαιπωριών, αποφεύγουν να καταγγέλλουν τα τελούμενα σε βάρος τους, ως άνω εγκλήματα, και κυρίως τις κλοπές, θα είναι αδύνατη στη συνέχεια και η εξιχνίαση των εγκλημάτων αυτών και η αποκάλυψη των δραστών, οι οποίοι, έτσι, θα συνεχίζουν απερίσπαστοι την εγκληματική τους δράση.
6. Η κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών βομβών (π.χ. βόμβες μολότωφ), ενώ με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, διώκεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο, διώκεται και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, μολονότι η εγκληματική αυτή δράση, αποτελεί την πηγή και αφετηρία τελέσεως άλλων βαρύτατων εγκλημάτων, όπως ανθρωποκτονιών, εμπρησμών με κίνδυνο σε πρόσωπα και πράγματα κλπ. Αρκεί να θυμηθούμε την υπόθεση MARFIN. Έτσι, η σύλληψη δύο ατόμων σε διαμέρισμα, τα οποία έχουν κατασκευάσει 30 βόμβες μολότωφ και συνεχίζουν να κατασκευάζουν και άλλες, με υλικά που έχουν, θα τιμωρηθούν σε βαθμό πλημμελήματος, ήτοι με φυλάκιση μέχρι 5 ετών, που μπορεί να μετατραπεί και σε παροχή κοινωφελούς υπηρεσίας!!.
7. Με το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο Ποινικού Κώδικα, καταργείται η μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε χρηματική ποινή, προκειμένου, κατά τους θιασώτες του σχεδίου, να εκτίεται. Τούτο όμως δεν είναι ακριβές, καθ’ όσον:
α. Ποινή φυλακίσεως που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, ή θα αναστέλλεται (άρθρο 99 του σχεδίου) ή θα μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 104Α του σχεδίου), η οποία, μάλιστα, από το σχέδιο προβλέπεται και ως αυτοτελής ποινή
β. Επί ποινής φυλακίσεως από 3 – 5 έτη, εκείνος που καταδικάσθηκε θα μπορεί, αφού εκτίσει το 1/10 της ποινής, να ζητήσει να μετατραπεί το υπόλοιπο της ποινής του, μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος της απόλυσης υπό όρο, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Για τη μετατροπή αυτή, κάθε μήνας φυλάκισης αντιστοιχεί σε 40 ώρες κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 105Α). Λαμβανομένου υπ’ όψη ότι κάθε ημέρα κοινωφελούς εργασίας, αντιστοιχεί σε 4 ώρες (άρθρο 81), κάθε μήνας φυλάκισης, αντιστοιχεί σε 10 ημέρες παροχής κοινωφελούς εργασίας.
Τα ανωτέρω, πρακτικά σημαίνουν ότι επί ποινή φυλακίσεως πχ. 5 ετών, θα παραμείνει στη φυλακή ο καταδικασθείς, κατ’ ανώτατο όριο 6 μήνες, εφ’ όσον δε εργάζεται, ακόμα λιγότερο. Στη συνέχεια, θα παρέχει κοινωφελή εργασία ακόμη 6 μήνες, που αντιστοιχούν σε 18 μήνες ποινής φυλακίσεως, και έτσι, με τη συμπλήρωση 2 ετών, ήτοι των 2/5 της ποινής φυλακίσεως 5 ετών, που είναι το ελάχιστο όριο της ποινής αυτής, για τη χορήγηση απόλυσης υπό όρο, θα ζητήσει τούτο, και θα είναι πλέον ελεύθερος.
Συνεπώς, εκ των 5 ετών, ουσιαστικά θα εκτίσει ποινή φυλακίσεως μόνον 6 μηνών. Εκτίεται, αλήθεια, μ’ αυτό τον τρόπο, ποινή φυλακίσεως 5 ετών, όπως διατείνονται οι θιασώτες του σχεδίου; Και μπορεί, έτσι, να παταχθεί η εγκληματικότητα;
Αυτά δε, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, η οποία προβλέπεται και από τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, ελλείψει υποδομών, θα καταλήγει σε ευτελισμό της ποινής. Άλλωστε, τι είδους κοινωφελής εργασία μπορεί να παρέχεται π.χ. στους Δήμους, όπου κατά κανόνα οι υπάλληλοι πλεονάζουν, και κάποιοι δεν έχουν αντικείμενο εργασίας;
γ. Επί επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας, μέχρι 10 ετών (φυλάκισης ή κάθειρξης), ο καταδικασθείς που υπερβαίνει το 70ο έτος της ηλικίας του, θα εκτίει την ποινή του ή το υπόλοιπο της ποινής του, στην κατοικία του, με απόφαση του Δικαστηρίου ή του Συμβουλίου.
Είναι προφανές ότι σήμερα, που το προσδόκιμο ζωής ανέρχεται στα 80 τουλάχιστον έτη, και που πλείστοι των συμπολιτών μας δραστηριοποιούνται, είτε ως δημόσιοι λειτουργοί, είτε ως επαγγελματίες, πολύ μετά το 70ο έτος, το όριο των 70 ετών για έκτιση ποινής στην κατοικία, αποτελεί υπερβολική εύνοια για καταδίκους της ηλικίας αυτής, πολύ μάλιστα περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι η έκνομη δραστηριότητα ατόμων μεγάλης ηλικίας, θα έχει σχέση κυρίως με εγκλήματα διαφθοράς.
Ανεξαρτήτως όμως τούτων, θεωρούμε ότι είναι άστοχη η κατάργηση της μετατροπής της ποινής φυλακίσεως σε χρηματική, ως τρόπο εκτίσεως της ποινής αυτής, διότι με τον τρόπο αυτό εκτίσεως, μπορεί να επιτυγχάνεται καλύτερα ο σκοπός της ειδικής και γενικής προλήψεως, υπό τον όρο βεβαίως ότι, αφ’ ενός η μετατροπή δεν θα γίνεται πάντοτε με το ελάχιστο προβλεπόμενο χρηματικό ποσό, αλλά κυρίως ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καταδικασθέντος και τη βαρύτητα του εγκλήματος (πλημμελήματος) και αφ’ ετέρου ότι θα καταργηθεί η πληρωμή της χρηματικής ποινής σε δόσεις, στοιχείο που έχει μετατρέψει την Εισαγγελία σε «δοσατζή» και ευτελίζει την έννοια της ποινής.
Κλείνοντας το περί μετατροπής της ποινής φυλακίσεως ζήτημα, θεωρούμε αναγκαίο να επισημάνουμε ότι για την αντιμετώπιση των εκνόμων συμπεριφορών, όπως αυτές των «χουλιγκάνων», δεν θα έπρεπε να μετατρέπονται ούτε να αναστέλλονται οι επιβαλλόμενες σ’ αυτούς ποινές.
8. Με το σχέδιο του Ποινικού Κώδικα, έχουν περιορισθεί, αδικαιολόγητα κατά την άποψή μας, οι περιπτώσεις διακεκριμένης κλοπής, που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος. Έτσι, π.χ. η ένωση πλειόνων του ενός, για διάπραξη κλοπών και η κατ’ επάγγελμα και συνήθεια τέλεσή τους, δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.
9. Με το σχέδιο του Ποινικού Κώδικα, καταργούνται τα εγκλήματα, της απιστίας περί την υπηρεσία (256 Π.Κ.), της εκμετάλλευσης διαπεπιστευμένων (257 Π.Κ.) και της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία (258 Π.Κ.). Δεν προκύπτει ο δικαιολογητικός λόγος της καταργήσεώς τους. Άλλωστε, αιτιολογική έκθεση δεν υπάρχει.
Είναι εσφαλμένη, κατά την άποψή μας, η θέση των συντακτών, εάν θεωρούν ότι αυτά και κυρίως τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 256 και 258 Π.Κ., καλύπτονται από τα άρθρα 390 και 375 του σχεδίου Π.Κ.
Τούτο δε, διότι: α) τίθενται στην ίδια μοίρα, υπάλληλοι και ιδιώτες και β) οπωσδήποτε, η διάταξη του άρθρου 390 του σχεδίου Π.Κ. δεν μπορεί να καλύψει πλήρως τη διάταξη του άρθρου 256 Π.Κ., καθ’ όσον ο υπάλληλος που προσδιορίζει τους φόρους, δασμούς κλπ και αυτός που τους εισπράττει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκούν διαχείριση, και άρα, δεν μπορεί να τιμωρηθούν με βάση το άρθρο 390 του σχεδίου Π.Κ.
Πέραν τούτων, σε σχέση προς τη διάταξη του άρθρου 390 Π.Κ. του σχεδίου, θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα:
Μέχρι την ισχύ του ν. 2173/1993, για τη δίωξη και τιμωρία του εγκλήματος της απιστίας, αρκούσε και ενδεχόμενος δόλος. Αυτό ήταν ορθό. Με τον ως άνω νόμο τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 390 Π.Κ. και έκτοτε, για τη θεμελίωσή του, κατά την υποκειμενική υπόσταση, απαιτείται άμεσος δόλος. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τότε – άλλωστε, γι’ αυτό προφανώς ψηφίσθηκε – να απαλλαγούν σε δεύτερο βαθμό οι Διοικητές των ΔΕΚΟ που είχαν καταδικασθεί με βάση τον ενδεχόμενο δόλο, σε ποινές καθείρξεως μέχρι και 15 ετών, για τη γνωστή υπόθεση της Τράπεζας Κρήτης (υπόθεση Κοσκωτά), αφού η νέα διάταξη ήταν εφαρμοστέα ως επιεικέστερη. Αντί λοιπόν, οι συντάκτες του σχεδίου να επαναφέρουν τη διάταξη στην προ του 1993 μορφή της, ως προς το δόλο, προκειμένου να καταπολεμηθεί η διαφθορά, τη διατήρησαν. Και όχι μόνο αυτό. Περιέλαβαν σ’ αυτή, διατύπωση – στοιχείο, που θα οδηγεί σε ατιμωρησία. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση της απιστίας απαιτείται, με τη διατύπωση του σχεδίου, η πρόκληση της ζημίας να είναι βέβαιη, στοιχείο που δεν υπήρχε στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα. Πώς άραγε, θα κρίνεται το βέβαιο της ζημίας; Αν εξ άλλου, ληφθεί υπ’ όψη ότι με τη διάταξη αυτή θα τιμωρείται πλέον και η σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου, απιστία, είναι προφανές ότι με την επίκληση του ως άνω όρου, ο κατηγορούμενος για απιστία σε βάρος του Δημοσίου, ευχερώς θα ευρίσκει έξοδο διαφυγής.
10. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή διάταξη του άρθρου 85 του σχεδίου του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία η κατ’ άρθρο 83 του σχεδίου Ποινικού Κώδικα, μειωμένη ποινή, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεχθεί ότι συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, η πιο πάνω μειωμένη ποινή, μειούται ακόμη περισσότερο.
Ορθότερη είναι η θέση του ισχύοντος Ποινικού κώδικα, σύμφωνα με την οποία, είτε ένα ελαφρυντικό δεχθεί το Δικαστήριο είτε περισσότερα, η ποινή μειούται άπαξ.
11. Η διάταξη του άρθρου 382 Π.Κ. (διακεκριμένες περιπτώσεις φθοράς), όχι μόνον δεν θα έπρεπε να καταργηθεί, αλλ’ αντιθέτως, για κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτές της εκνόμου συμπεριφοράς διαφόρων «συλλογικοτήτων» (φθορές με μπογιές σε δημόσια κτήρια, θραύση προθηκών δημοσίων κτηρίων ή ιδιωτικών καταστημάτων κλπ), ως προς την ποινική μεταχείριση, θα έπρεπε να γίνει αυστηρότερη. Ειδικότερα, οι ποινές που θα επιβάλλονται στους δράστες των ποιο πάνω εγκλημάτων, εφ’ όσον φυσικά αυτοί συλλαμβάνονται, θα πρέπει να μην αναστέλλονται και να μην μετατρέπονται, έστω και αν είναι ποινές φυλακίσεως 10 ημερών.
12. Θεωρούμε ότι οι διατάξεις των άρθρων 187 και 187 Α του ισχύοντος Π.Κ. είναι πληρέστερες και σαφέστερες από τις αντίστοιχες διατάξεις του σχεδίου του Π.Κ.
13. Για την απόλυση υπό όρο, με το σχέδιο Π.Κ. (άρθρο 106) διατηρείται το καθεστώς του ισχύοντος Π.Κ. (επίδειξη από τον κρατούμενο, καλής διαγωγής κατά τη διάρκεια της κρατήσεως και πάροδος χρονικού διαστήματος 19 ετών επί ισοβίου καθείρξεως, 3/5 της ποινής επί προσκαίρου καθείρξεως και 2/5 της ποινής επί φυλακίσεως).
Θεωρούμε αναγκαία την αυστηροποίηση των όρων για την απόλυση υπό όρο των κρατουμένων, και ως προς το χρόνο κρατήσεως και ως προς το δικαίωμα του Συμβουλίου να λαμβάνει υπόψη, όχι μόνο τα ανωτέρω, αλλά και να κρίνει αν παρέχει την προσδοκία ότι θα ζήσει έντιμα στο μέλλον, με βάση την προηγούμενη ζωή του, τον χαρακτήρα του, και τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις. Τούτο θα αποτρέπει τη χορήγηση της απολύσεως υπό όρο, π.χ. σε υπότροπους και σκληρούς εγκληματίες, οι οποίοι, εξερχόμενοι των φυλακών, συνεχίζουν την εγκληματική τους δράση.
14. Με το άρθρο 463 του σχεδίου Π.Κ., τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων, για τα οποία προβλέπεται κάθειρξη έως 10 έτη, μετατρέπονται σε πλημμελήματα, τιμωρούμενα με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών.
Γιατί άραγε θεσπίζεται μετατροπή κακουργημάτων, με μια γενική διάταξη σε πλημμελήματα, χωρίς αυτά να προσδιορίζονται, ώστε να κριθεί εάν η πιο πάνω μετατροπή είναι ορθή;
Το βέβαιο πάντως είναι, ότι εφ’ όσον ψηφισθεί και γίνει νόμος το σχέδιο Ποινικού Κώδικα, η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και κάποιες περιπτώσεις βαρειάς φοροδιαφυγής – φοροκλοπής, θα τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, εάν δε, εκκρεμούν προς εκδίκαση ως κακουργήματα, είναι βέβαιο ότι θα αχθούν σε παραγραφή.
Και μετά απορούμε, γιατί στον τόπο αυτό η διαφθορά αυξάνεται και η κλεπτοκρατία ζει και βασιλεύει.
15. Σημαντική παράλειψη αποτελεί το γεγονός ότι το σχέδιο του Ποινικού Κώδικα δεν συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση, στην οποία να διαλαμβάνονται οι λόγοι θεσπίσεως μιας εκάστης διατάξεως, σε συσχετισμό και προς τις ισχύουσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και τις όποιες διαφοροποιήσεις και τέλος, οι λόγοι για τους οποίους καταργήθηκαν κάποιες διατάξεις.
Δ. Ευλόγως βεβαίως, τίθεται το ερώτημα. Ήταν τέλειος ο ισχύων Ποινικό Κώδικας, ώστε να μην είχε ανάγκη συμπληρώσεων και βελτιώσεων;
Ασφαλώς, εν όψει των τεχνολογικών εξελίξεων, της μεταλλάξεως του τρόπου δράσεως των εγκληματιών, είτε ατομικώς είτε ως οργανωμένων συμμοριών και εντεύθεν της ανάγκης θεσπίσεως διατάξεων, για την αντιμετώπιση των νέων μορφών εγκληματικής δράσης, αλλά και του γεγονότος ότι, όπως ήδη εκθέσαμε, πολλές από τις τροποποιήσεις των διατάξεων του Π.Κ., που έγιναν μετά το 1990, ήταν άστοχες, ο ισχύων Κώδικας είχε ανάγκη και βελτιώσεων και συμπληρώσεων, δεν ήταν όμως αναγκαία η αντικατάστασή του.
Θα έπρεπε, κατά την άποψή μας:
1. Να παραμείνει σε ισχύ ο ισχύων Ποινικός Κώδικας. Άλλωστε, ο πυρήνας του που είναι το γενικό μέρος, ελάχιστα θίγεται με το σχέδιο.
2. Να προστεθούν σ’ αυτόν οι νέες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες έχουν διαληφθεί στο σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα.
3. Να τροποποιηθούν τα άρθρα 82 και 99 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, ώστε να μην είναι επιτρεπτή η μετατροπή ή αναστολή ποινών, πέραν το πολύ των δύο ετών φυλακίσεως, ώστε οι πέραν του ως άνω ορίου, ποινές, να εκτίονται.
Επίσης, η χρηματική ποινή, στην οποία θα μετατρέπεται η φυλάκιση, να μην πληρώνεται σε δόσεις.
4. Η ποινή της παροχής κοινωφελούς εργασίας να ισχύσει μόνον εφ’ όσον υπάρξουν και λειτουργήσουν οι απαραίτητες δομές.
* Πρώην Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
β) Με παρεμβάσεις του νομοθέτη παραγράφονται τελεσθέντα εγκλήματα, είτε ευθέως είτε με τη μεταβολή, από κακουργήματα σε πλημμελήματα, εκμηδενίζονται επιβαλλόμενες από τα Δικαστήρια, ποινές, είτε με την παραγραφή αυτών, είτε εφ’ όσον δεν έχουν τελεσιδικήσει οι καταδικαστικές αποφάσεις, με την μεταβολή των ποινικών διατάξεων, κατά τρόπο που να είναι ευνοϊκότερες και άρα εφαρμοστέες, ως επιεικέστερες, με αποτέλεσμα οι καταδικασθέντες πρωτοδίκως να κηρύσσονται τελικά αθώοι, είτε, τέλος, με την απόλυση καταδίκων – κρατουμένων με νόμο, ακόμα και για βαρύτατα εγκλήματα, μετά την έκτιση μικρού μέρους των ποινών, όπως συνέβη το έτος 2015 με το Ν. 4322/2015, που είχε ως συνέπεια την έξοδο από τις φυλακές, αδίστακτων κακοποιών, οι οποίοι, μετά την αποφυλάκισή τους, άρχισαν και πάλι την εγκληματική τους δράση, όπως τούτο έχει προκύψει από την καθημερινή πρακτική, σε σχέση κυρίως με εγκλήματα κλοπών, ληστειών, εκβιάσεων, απατών, διαφθοράς, αλλά ακόμη και ανθρωποκτονιών
Πέρα τούτων, ένας ακόμη, μεταξύ των άλλων, παράγων που έχει συντελέσει και συντελεί στην αύξηση της εγκληματικότητας, είναι η μεγάλη βραδύτητα σε σχέση προς την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων. Κακουργήματα και πλημμελήματα κατά κανόνα, εκδικάζονται σε δεύτερο, αλλ’ ακόμη και σε πρώτο βαθμό, λίγο πριν την παραγραφή τους, αν δεν έχουν παραγραφεί, ήτοι σε χρονικό σημείο που την απαξία τους έχει αμβλύνει και αποχρωματίσει ο χρόνος, με συνέπεια τα δικαστήρια, κατά κανόνα, να άγονται σε απαλλακτικές κρίσεις.
Γ. Ερευνητέον πλέον είναι το ζήτημα, εάν το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο νέου Ποινικού Κώδικα, θεραπεύει τις «αδυναμίες» του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, ώστε να μπορεί βασίμως να ελπίζει κάποιος, ότι η εφαρμογή του θα οδηγήσει τουλάχιστον στον περιορισμό της εγκληματικότητας, γενικά, αλλά και ειδικότερα της διαφθοράς.
Δυστυχώς, η απάντηση, κατά την άποψή μας, δεν μπορεί να είναι παρά αρνητική.
Τούτο δε, διότι αφ’ ενός δεν αναιρούνται οι άσχετοι με τον Ποινικό Κώδικα, λόγοι, που αναφέρθηκαν ενδεικτικά πιο πάνω (βραδύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης και έκδοση νόμων, με τους οποίους εξαλείφεται το αξιόποινο εγκλημάτων ή απολύονται κρατούμενοι με έκτιση μικρού μέρους επί ποινής) και αφ’ ετέρου δεν διορθώνονται κατ’ ουσίαν οι «αδυναμίες» του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, αλλά και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αντιθέτως μάλιστα, ή καταργούνται οι αυστηρές, πράγματι, πλην αναγκαίες, κατά την άποψή μας, διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και ειδικών ποινικών νόμων, για την πάταξη κυρίως της διαφθοράς ή τροποποιούνται ισχύουσες διατάξεις, ώστε σε αρκετές περιπτώσεις βαρειάς εγκληματικότητας, η ποινική μεταχείριση των εγκληματιών να είναι επιεικέστερη.
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τα ειδικότερα και ενδεικτικά αναφερόμενα στη συνέχεια, και δη:
1. Καταργείται ο ν. 1608/1950 «περί καταχραστών του Δημοσίου», η εφαρμογή του οποίου δεν κατατείνει απλώς στην προστασία των εννόμων αγαθών της περιουσίας και της καθαρότητας των δημοσίων υπηρεσιών, όπως κάποιοι υπολαμβάνουν, αλλά στην προστασία της περιουσίας του Κράτους, ως αναγκαίας προϋποθέσεως της υποστάσεως, λειτουργίας του, και εκπληρώσεως της αποστολής του, όπως αυτή διαγράφεται στο Σύνταγμα, και είναι μεταξύ των άλλων, η διασφάλιση, για τους πολίτες, υγείας, παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης, απασχόλησης, δημόσιας τάξης και ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρα 21, 16, 22, 11, 25 και 24 του Συντάγματος), που άπαντα είναι αγαθά υψίστης σημασίας.
Η κατάργηση του πιο πάνω νόμου έχει ως συνέπεια την κατάργηση των ποινών ισοβίου και προσκαίρου καθείρξεως 5 - 20 ετών, οι οποίες προβλέπονται για τα στρεφόμενο κατά του Δημοσίου κλπ και αναφερόμενα σ’ αυτόν εγκλήματα, ποινές, οι οποίες είναι, κατά την άποψή μας, ανάλογες προς τα υπ’ αυτού προστατευόμενα, υψίστης σημασίας, έννομα αγαθά.
Τα εγκλήματα αυτά (πλαστογραφία, ψευδής βεβαίωση, απιστία, υπεξαίρεση στην Υπηρεσία, κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη κλπ) εφ’ όσον στρέφονται κατά του Δημοσίου, τιμωρούνται με βάση το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο, με κάθειρξη 10 - 15 ετών. Τούτο σημαίνει ότι με την αναγνώριση ελαφρυντικού, σύμφωνα πάντα με το σχέδιο, θα μπορεί να επιβάλλεται ποινή φυλάκισης δύο ετών, αν δε το Δικαστήριο αναγνωρίσει περισσότερα του ενός ελαφρυντικά, η ποινή θα μπορεί να μειούται σε ένα έτος. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι η διαφθορά βαίνει συνεχώς αυξανόμενη, όπως προκύπτει από την έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας για την Ελλάδα, που αφορά στο έτος 2018 (Καθημερινή της 30.1.2019)
2. Καταργείται η διάταξη του άρθρου 263Α του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, με την οποία η έννοια του υπαλλήλου και η εφαρμογή του ν. 1608/1950 επεκτεινόταν σ’ ολόκληρο το Δημόσιο τομέα, ενώ, με βάση το τεθέν σε διαβούλευση σχέδιο, θα τιμωρούνται τα αναφερθέντα εγκλήματα, μόνο εφ’ όσον στρέφονται κατά του Δημοσίου, Δήμων και Κοινοτήτων και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (στενός δημόσιος τομέας). Τούτο θα έχει ως συνέπεια, εκτός των άλλων, και την παραγραφή εγκλημάτων επί εκκρεμουσών, σοβαρών υποθέσεων, που άπτονται του ευρύτερου δημοσίου τομέα, καθ’ όσον η παραγραφή ως προς αυτά δεν θα είναι 20 έτη αλλά 15 έτη, μεταξύ δε των υποθέσεων αυτών, που είναι αρκετές, είναι και οι υποθέσεις της SIEMENS και των εξοπλιστικών. Αλήθεια, θα αναλάβει ο Υπουργός Δικαιοσύνης αλλά και τα μέλη του Κοινοβουλίου αυτή τη μεγάλη ευθύνη, της παραγραφής των πιο πάνω υποθέσεων, και αν ναι, για ποιο λόγο;
3. Περιορίζεται αδικαιολόγητα και ανεξήγητα η ποινή της προσκαίρου καθείρξεως από 5 – 20 έτη σε 5 – 15 έτη. Τούτο θα έχει ως συνέπεια, με την αποδοχή ελαφρυντικών από το Δικαστήριο, την επιβολή μικρών ποινών, ακόμη και για βαριά κακουργήματα, οι οποίες, στη συνέχεια, με την υφ’ όρον απόλυση, θα εξανεμίζονται.
4. Με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, εξαλείφεται το αξιόποινο των εγκλημάτων κλοπής, υπεξαιρέσεως, απάτης και απιστίας «αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις Αρχές για την πράξη του, απέδωσε το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς το ζημιούμενο».
Ακόμη, με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, σε σχέση προς τα εγκλήματα της υπεξαιρέσεως, απάτης και απιστίας, στην πλημμεληματική τους μορφή (όχι όμως και της κλοπής) ο υπαίτιος των πράξεων αυτών απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την καταβολή του κεφαλαίου, τόκων και εξόδων.
Με το τεθέν σε διαβούλευση σχέδιο, παραμένει σε ισχύ η πρώτη από τις ως άνω ρυθμίσεις, ενώ η δεύτερη ρύθμιση αντικαθίσταται από διάταξη, με την οποία ορίζεται ότι «εάν ο υπαίτιος των πιο πάνω εγκλημάτων, μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο, αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, απαλλάσσεται από κάθε ποινή, εφ’ όσον πληρώσει τους τόκους υπερημερίας».
Η πιο πάνω ρύθμιση καλύπτει και τις περιπτώσεις που τα εγκλήματα αυτά διώκονται και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, και μάλιστα ακόμη κι αν στρέφονται κατά του Δημοσίου.
Η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να αποτελεί απλώς λόγο επιβολής μειωμένης ποινής.
Όπως διατυπώθηκε, είναι βέβαιο ότι θα συντελέσει στην αύξηση των πιο πάνω εγκλημάτων στην κακουργηματική τους μορφή και πολύ περισσότερο εφ’ όσον στρέφονται κατά του δημοσίου, καθ’ όσον οι δράστες των εγκλημάτων αυτών (δημόσιοι λειτουργοί, ή δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώτες) με τα οποία θα λεηλατείται η δημόσια περιουσία, θα δρουν ακινδύνως και ανωδύνως, αφού θα γνωρίζουν ότι σε περίπτωση που αποκαλυφθούν, θα μπορούν να επιστρέφουν τα «κλαπέντα» μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή τους, χωρίς και την ελάχιστη συνέπεια.
Συνεπώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα πιο πάνω κακουργήματα, και όταν ακόμη στρέφονται κατά του Δημοσίου, αντιμετωπίζονται ως αστική διαφορά. Έτσι όμως, είναι αδύνατο να περιορισθεί η εγκληματικότητα και ειδικότερα η διαφθορά.
5. Με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, τα εγκλήματα της κλοπής, υπεξαιρέσεως, απάτης και απιστίας (εφ’ όσον δεν έχουν αντικείμενο ευτελούς αξίας), διώκονται και τιμωρούνται αυτεπαγγέλτως.
Με το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο Ποινικού Κώδικα, η κλοπή (σε βαθμό πλημμελήματος), υπεξαίρεση, απάτη και απιστία σε βαθμό πλημμελήματος και κακουργήματος (εφ’ όσον δεν στρέφονται κατά του Δημοσίου), δικάζονται και τιμωρούνται κατ’ έγκληση.
Τούτο σημαίνει ότι οι τελούντες τα πιο πάνω εγκλήματα και κυρίως οι διαπράττοντες κλοπές, θα μπορούν να δρουν ελεύθερα και ανενόχλητα, αφού οι αστυνομικές αρχές δεν θα μπορούν να ενεργούν αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να συλλαμβάνονται δράστες των πιο πάνω εγκλημάτων, όταν είναι αυτόφωρα. Εν όψει εξ άλλου, ότι πολλοί πολίτες, προς αποφυγή ταλαιπωριών, αποφεύγουν να καταγγέλλουν τα τελούμενα σε βάρος τους, ως άνω εγκλήματα, και κυρίως τις κλοπές, θα είναι αδύνατη στη συνέχεια και η εξιχνίαση των εγκλημάτων αυτών και η αποκάλυψη των δραστών, οι οποίοι, έτσι, θα συνεχίζουν απερίσπαστοι την εγκληματική τους δράση.
6. Η κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών βομβών (π.χ. βόμβες μολότωφ), ενώ με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, διώκεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο, διώκεται και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, μολονότι η εγκληματική αυτή δράση, αποτελεί την πηγή και αφετηρία τελέσεως άλλων βαρύτατων εγκλημάτων, όπως ανθρωποκτονιών, εμπρησμών με κίνδυνο σε πρόσωπα και πράγματα κλπ. Αρκεί να θυμηθούμε την υπόθεση MARFIN. Έτσι, η σύλληψη δύο ατόμων σε διαμέρισμα, τα οποία έχουν κατασκευάσει 30 βόμβες μολότωφ και συνεχίζουν να κατασκευάζουν και άλλες, με υλικά που έχουν, θα τιμωρηθούν σε βαθμό πλημμελήματος, ήτοι με φυλάκιση μέχρι 5 ετών, που μπορεί να μετατραπεί και σε παροχή κοινωφελούς υπηρεσίας!!.
7. Με το τεθέν σε διαβούλευση, σχέδιο Ποινικού Κώδικα, καταργείται η μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε χρηματική ποινή, προκειμένου, κατά τους θιασώτες του σχεδίου, να εκτίεται. Τούτο όμως δεν είναι ακριβές, καθ’ όσον:
α. Ποινή φυλακίσεως που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, ή θα αναστέλλεται (άρθρο 99 του σχεδίου) ή θα μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 104Α του σχεδίου), η οποία, μάλιστα, από το σχέδιο προβλέπεται και ως αυτοτελής ποινή
β. Επί ποινής φυλακίσεως από 3 – 5 έτη, εκείνος που καταδικάσθηκε θα μπορεί, αφού εκτίσει το 1/10 της ποινής, να ζητήσει να μετατραπεί το υπόλοιπο της ποινής του, μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος της απόλυσης υπό όρο, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Για τη μετατροπή αυτή, κάθε μήνας φυλάκισης αντιστοιχεί σε 40 ώρες κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 105Α). Λαμβανομένου υπ’ όψη ότι κάθε ημέρα κοινωφελούς εργασίας, αντιστοιχεί σε 4 ώρες (άρθρο 81), κάθε μήνας φυλάκισης, αντιστοιχεί σε 10 ημέρες παροχής κοινωφελούς εργασίας.
Τα ανωτέρω, πρακτικά σημαίνουν ότι επί ποινή φυλακίσεως πχ. 5 ετών, θα παραμείνει στη φυλακή ο καταδικασθείς, κατ’ ανώτατο όριο 6 μήνες, εφ’ όσον δε εργάζεται, ακόμα λιγότερο. Στη συνέχεια, θα παρέχει κοινωφελή εργασία ακόμη 6 μήνες, που αντιστοιχούν σε 18 μήνες ποινής φυλακίσεως, και έτσι, με τη συμπλήρωση 2 ετών, ήτοι των 2/5 της ποινής φυλακίσεως 5 ετών, που είναι το ελάχιστο όριο της ποινής αυτής, για τη χορήγηση απόλυσης υπό όρο, θα ζητήσει τούτο, και θα είναι πλέον ελεύθερος.
Συνεπώς, εκ των 5 ετών, ουσιαστικά θα εκτίσει ποινή φυλακίσεως μόνον 6 μηνών. Εκτίεται, αλήθεια, μ’ αυτό τον τρόπο, ποινή φυλακίσεως 5 ετών, όπως διατείνονται οι θιασώτες του σχεδίου; Και μπορεί, έτσι, να παταχθεί η εγκληματικότητα;
Αυτά δε, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, η οποία προβλέπεται και από τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, ελλείψει υποδομών, θα καταλήγει σε ευτελισμό της ποινής. Άλλωστε, τι είδους κοινωφελής εργασία μπορεί να παρέχεται π.χ. στους Δήμους, όπου κατά κανόνα οι υπάλληλοι πλεονάζουν, και κάποιοι δεν έχουν αντικείμενο εργασίας;
γ. Επί επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας, μέχρι 10 ετών (φυλάκισης ή κάθειρξης), ο καταδικασθείς που υπερβαίνει το 70ο έτος της ηλικίας του, θα εκτίει την ποινή του ή το υπόλοιπο της ποινής του, στην κατοικία του, με απόφαση του Δικαστηρίου ή του Συμβουλίου.
Είναι προφανές ότι σήμερα, που το προσδόκιμο ζωής ανέρχεται στα 80 τουλάχιστον έτη, και που πλείστοι των συμπολιτών μας δραστηριοποιούνται, είτε ως δημόσιοι λειτουργοί, είτε ως επαγγελματίες, πολύ μετά το 70ο έτος, το όριο των 70 ετών για έκτιση ποινής στην κατοικία, αποτελεί υπερβολική εύνοια για καταδίκους της ηλικίας αυτής, πολύ μάλιστα περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι η έκνομη δραστηριότητα ατόμων μεγάλης ηλικίας, θα έχει σχέση κυρίως με εγκλήματα διαφθοράς.
Ανεξαρτήτως όμως τούτων, θεωρούμε ότι είναι άστοχη η κατάργηση της μετατροπής της ποινής φυλακίσεως σε χρηματική, ως τρόπο εκτίσεως της ποινής αυτής, διότι με τον τρόπο αυτό εκτίσεως, μπορεί να επιτυγχάνεται καλύτερα ο σκοπός της ειδικής και γενικής προλήψεως, υπό τον όρο βεβαίως ότι, αφ’ ενός η μετατροπή δεν θα γίνεται πάντοτε με το ελάχιστο προβλεπόμενο χρηματικό ποσό, αλλά κυρίως ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καταδικασθέντος και τη βαρύτητα του εγκλήματος (πλημμελήματος) και αφ’ ετέρου ότι θα καταργηθεί η πληρωμή της χρηματικής ποινής σε δόσεις, στοιχείο που έχει μετατρέψει την Εισαγγελία σε «δοσατζή» και ευτελίζει την έννοια της ποινής.
Κλείνοντας το περί μετατροπής της ποινής φυλακίσεως ζήτημα, θεωρούμε αναγκαίο να επισημάνουμε ότι για την αντιμετώπιση των εκνόμων συμπεριφορών, όπως αυτές των «χουλιγκάνων», δεν θα έπρεπε να μετατρέπονται ούτε να αναστέλλονται οι επιβαλλόμενες σ’ αυτούς ποινές.
8. Με το σχέδιο του Ποινικού Κώδικα, έχουν περιορισθεί, αδικαιολόγητα κατά την άποψή μας, οι περιπτώσεις διακεκριμένης κλοπής, που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος. Έτσι, π.χ. η ένωση πλειόνων του ενός, για διάπραξη κλοπών και η κατ’ επάγγελμα και συνήθεια τέλεσή τους, δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.
9. Με το σχέδιο του Ποινικού Κώδικα, καταργούνται τα εγκλήματα, της απιστίας περί την υπηρεσία (256 Π.Κ.), της εκμετάλλευσης διαπεπιστευμένων (257 Π.Κ.) και της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία (258 Π.Κ.). Δεν προκύπτει ο δικαιολογητικός λόγος της καταργήσεώς τους. Άλλωστε, αιτιολογική έκθεση δεν υπάρχει.
Είναι εσφαλμένη, κατά την άποψή μας, η θέση των συντακτών, εάν θεωρούν ότι αυτά και κυρίως τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 256 και 258 Π.Κ., καλύπτονται από τα άρθρα 390 και 375 του σχεδίου Π.Κ.
Τούτο δε, διότι: α) τίθενται στην ίδια μοίρα, υπάλληλοι και ιδιώτες και β) οπωσδήποτε, η διάταξη του άρθρου 390 του σχεδίου Π.Κ. δεν μπορεί να καλύψει πλήρως τη διάταξη του άρθρου 256 Π.Κ., καθ’ όσον ο υπάλληλος που προσδιορίζει τους φόρους, δασμούς κλπ και αυτός που τους εισπράττει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκούν διαχείριση, και άρα, δεν μπορεί να τιμωρηθούν με βάση το άρθρο 390 του σχεδίου Π.Κ.
Πέραν τούτων, σε σχέση προς τη διάταξη του άρθρου 390 Π.Κ. του σχεδίου, θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα:
Μέχρι την ισχύ του ν. 2173/1993, για τη δίωξη και τιμωρία του εγκλήματος της απιστίας, αρκούσε και ενδεχόμενος δόλος. Αυτό ήταν ορθό. Με τον ως άνω νόμο τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 390 Π.Κ. και έκτοτε, για τη θεμελίωσή του, κατά την υποκειμενική υπόσταση, απαιτείται άμεσος δόλος. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τότε – άλλωστε, γι’ αυτό προφανώς ψηφίσθηκε – να απαλλαγούν σε δεύτερο βαθμό οι Διοικητές των ΔΕΚΟ που είχαν καταδικασθεί με βάση τον ενδεχόμενο δόλο, σε ποινές καθείρξεως μέχρι και 15 ετών, για τη γνωστή υπόθεση της Τράπεζας Κρήτης (υπόθεση Κοσκωτά), αφού η νέα διάταξη ήταν εφαρμοστέα ως επιεικέστερη. Αντί λοιπόν, οι συντάκτες του σχεδίου να επαναφέρουν τη διάταξη στην προ του 1993 μορφή της, ως προς το δόλο, προκειμένου να καταπολεμηθεί η διαφθορά, τη διατήρησαν. Και όχι μόνο αυτό. Περιέλαβαν σ’ αυτή, διατύπωση – στοιχείο, που θα οδηγεί σε ατιμωρησία. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση της απιστίας απαιτείται, με τη διατύπωση του σχεδίου, η πρόκληση της ζημίας να είναι βέβαιη, στοιχείο που δεν υπήρχε στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα. Πώς άραγε, θα κρίνεται το βέβαιο της ζημίας; Αν εξ άλλου, ληφθεί υπ’ όψη ότι με τη διάταξη αυτή θα τιμωρείται πλέον και η σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου, απιστία, είναι προφανές ότι με την επίκληση του ως άνω όρου, ο κατηγορούμενος για απιστία σε βάρος του Δημοσίου, ευχερώς θα ευρίσκει έξοδο διαφυγής.
10. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή διάταξη του άρθρου 85 του σχεδίου του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία η κατ’ άρθρο 83 του σχεδίου Ποινικού Κώδικα, μειωμένη ποινή, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεχθεί ότι συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, η πιο πάνω μειωμένη ποινή, μειούται ακόμη περισσότερο.
Ορθότερη είναι η θέση του ισχύοντος Ποινικού κώδικα, σύμφωνα με την οποία, είτε ένα ελαφρυντικό δεχθεί το Δικαστήριο είτε περισσότερα, η ποινή μειούται άπαξ.
11. Η διάταξη του άρθρου 382 Π.Κ. (διακεκριμένες περιπτώσεις φθοράς), όχι μόνον δεν θα έπρεπε να καταργηθεί, αλλ’ αντιθέτως, για κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτές της εκνόμου συμπεριφοράς διαφόρων «συλλογικοτήτων» (φθορές με μπογιές σε δημόσια κτήρια, θραύση προθηκών δημοσίων κτηρίων ή ιδιωτικών καταστημάτων κλπ), ως προς την ποινική μεταχείριση, θα έπρεπε να γίνει αυστηρότερη. Ειδικότερα, οι ποινές που θα επιβάλλονται στους δράστες των ποιο πάνω εγκλημάτων, εφ’ όσον φυσικά αυτοί συλλαμβάνονται, θα πρέπει να μην αναστέλλονται και να μην μετατρέπονται, έστω και αν είναι ποινές φυλακίσεως 10 ημερών.
12. Θεωρούμε ότι οι διατάξεις των άρθρων 187 και 187 Α του ισχύοντος Π.Κ. είναι πληρέστερες και σαφέστερες από τις αντίστοιχες διατάξεις του σχεδίου του Π.Κ.
13. Για την απόλυση υπό όρο, με το σχέδιο Π.Κ. (άρθρο 106) διατηρείται το καθεστώς του ισχύοντος Π.Κ. (επίδειξη από τον κρατούμενο, καλής διαγωγής κατά τη διάρκεια της κρατήσεως και πάροδος χρονικού διαστήματος 19 ετών επί ισοβίου καθείρξεως, 3/5 της ποινής επί προσκαίρου καθείρξεως και 2/5 της ποινής επί φυλακίσεως).
Θεωρούμε αναγκαία την αυστηροποίηση των όρων για την απόλυση υπό όρο των κρατουμένων, και ως προς το χρόνο κρατήσεως και ως προς το δικαίωμα του Συμβουλίου να λαμβάνει υπόψη, όχι μόνο τα ανωτέρω, αλλά και να κρίνει αν παρέχει την προσδοκία ότι θα ζήσει έντιμα στο μέλλον, με βάση την προηγούμενη ζωή του, τον χαρακτήρα του, και τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις. Τούτο θα αποτρέπει τη χορήγηση της απολύσεως υπό όρο, π.χ. σε υπότροπους και σκληρούς εγκληματίες, οι οποίοι, εξερχόμενοι των φυλακών, συνεχίζουν την εγκληματική τους δράση.
14. Με το άρθρο 463 του σχεδίου Π.Κ., τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων, για τα οποία προβλέπεται κάθειρξη έως 10 έτη, μετατρέπονται σε πλημμελήματα, τιμωρούμενα με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών.
Γιατί άραγε θεσπίζεται μετατροπή κακουργημάτων, με μια γενική διάταξη σε πλημμελήματα, χωρίς αυτά να προσδιορίζονται, ώστε να κριθεί εάν η πιο πάνω μετατροπή είναι ορθή;
Το βέβαιο πάντως είναι, ότι εφ’ όσον ψηφισθεί και γίνει νόμος το σχέδιο Ποινικού Κώδικα, η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και κάποιες περιπτώσεις βαρειάς φοροδιαφυγής – φοροκλοπής, θα τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, εάν δε, εκκρεμούν προς εκδίκαση ως κακουργήματα, είναι βέβαιο ότι θα αχθούν σε παραγραφή.
Και μετά απορούμε, γιατί στον τόπο αυτό η διαφθορά αυξάνεται και η κλεπτοκρατία ζει και βασιλεύει.
15. Σημαντική παράλειψη αποτελεί το γεγονός ότι το σχέδιο του Ποινικού Κώδικα δεν συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση, στην οποία να διαλαμβάνονται οι λόγοι θεσπίσεως μιας εκάστης διατάξεως, σε συσχετισμό και προς τις ισχύουσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και τις όποιες διαφοροποιήσεις και τέλος, οι λόγοι για τους οποίους καταργήθηκαν κάποιες διατάξεις.
Δ. Ευλόγως βεβαίως, τίθεται το ερώτημα. Ήταν τέλειος ο ισχύων Ποινικό Κώδικας, ώστε να μην είχε ανάγκη συμπληρώσεων και βελτιώσεων;
Ασφαλώς, εν όψει των τεχνολογικών εξελίξεων, της μεταλλάξεως του τρόπου δράσεως των εγκληματιών, είτε ατομικώς είτε ως οργανωμένων συμμοριών και εντεύθεν της ανάγκης θεσπίσεως διατάξεων, για την αντιμετώπιση των νέων μορφών εγκληματικής δράσης, αλλά και του γεγονότος ότι, όπως ήδη εκθέσαμε, πολλές από τις τροποποιήσεις των διατάξεων του Π.Κ., που έγιναν μετά το 1990, ήταν άστοχες, ο ισχύων Κώδικας είχε ανάγκη και βελτιώσεων και συμπληρώσεων, δεν ήταν όμως αναγκαία η αντικατάστασή του.
Θα έπρεπε, κατά την άποψή μας:
1. Να παραμείνει σε ισχύ ο ισχύων Ποινικός Κώδικας. Άλλωστε, ο πυρήνας του που είναι το γενικό μέρος, ελάχιστα θίγεται με το σχέδιο.
2. Να προστεθούν σ’ αυτόν οι νέες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες έχουν διαληφθεί στο σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα.
3. Να τροποποιηθούν τα άρθρα 82 και 99 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, ώστε να μην είναι επιτρεπτή η μετατροπή ή αναστολή ποινών, πέραν το πολύ των δύο ετών φυλακίσεως, ώστε οι πέραν του ως άνω ορίου, ποινές, να εκτίονται.
Επίσης, η χρηματική ποινή, στην οποία θα μετατρέπεται η φυλάκιση, να μην πληρώνεται σε δόσεις.
4. Η ποινή της παροχής κοινωφελούς εργασίας να ισχύσει μόνον εφ’ όσον υπάρξουν και λειτουργήσουν οι απαραίτητες δομές.
* Πρώην Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr