
Τι σημαίνουν τα «Τραμπονόμικς» για το δολάριο και το ευρώ
Οι αμερικανικοί δασμοί στα αυτοκίνητα και η προοπτική αντιποίνων από την Ευρώπη και άλλες περιοχές που έγιναν στόχος των ΗΠΑ δείχνουν ότι το «παίγνιο» που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ «αλλάζει πίστα» και ο εμπορικός πόλεμος κλιμακώνεται
Ο Αμερικανός πρόεδρος είναι αποφασισμένος να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου του με δύο στόχους: αφενός να μειώσει το εμπορικό έλλειμμα, καθιστώντας ακριβότερα τα εισαγόμενα προϊόντα, αλλά και να αυξήσει τα έσοδα του αμερικανικού Δημοσίου, το οποίο είναι ελλειμματικό και υπερχρεωμένο. Το ομοσπονδιακό έλλειμμα έχει ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος είναι πλέον 36 τρισ. δολάρια, κοντά στο 120% του ΑΕΠ. Το 1/3 του συνολικού δημόσιου χρέους παγκοσμίως εκδίδεται από τις ΗΠΑ.
Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά, αποτελούν τον εφιάλτη του οικονομικού επιτελείου του Τραμπ και εξηγούν τον πυρήνα των λεγόμενων «Τραμπονόμικς» που εστιάζει στο δίπολο: ανάσταση της αμερικανικής βιομηχανίας και εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.
Το γεωπολιτικό σκεπτικό είναι ότι οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα υπό αυτές τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές συνθήκες με την αναδυόμενη Κίνα, η οποία θεωρείται στρατηγική αντίπαλος και από τους Δημοκρατικούς και από τους Ρεπουμπλικανούς. Επομένως, και οι δύο παρατάξεις στις ΗΠΑ επί της ουσίας συμφωνούν ότι τα δημόσια οικονομικά πρέπει να εξυγιανθούν και τα εργοστάσια να επιστρέψουν στην Αμερική. Οι διαφωνίες είναι για τις επιμέρους στρατηγικές.
Η Κίνα, η Γερμανία και η Ιαπωνία, ως πλεονασματικές χώρες, γίνονται στόχος των αμερικανικών δασμών, προκειμένου οι εισαγωγές στις ΗΠΑ να γίνουν ακριβότερες και έτσι να ευνοηθούν τα προϊόντα που παράγονται εγχωρίως.
Οι ΗΠΑ ήταν βέβαια ελλειμματικές συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες, γεγονός που δεν αποτελούσε πρόβλημα καθώς το σύστημα εξισορροπούσε, δεδομένου ότι το εθνικό νόμισμα των ΗΠΑ, το αμερικανικό δολάριο, ήταν και παραμένει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα με ποσοστά διακράτησης κοντά στο 60% έναντι 20% του ευρώ και πολύ μικρότερα ποσοστά για τα άλλα διεθνή νομίσματα. Αντίστοιχα είναι τα ποσοστά και στη χρήση του δολαρίου ως μέσου πληρωμών και τιμολόγησης.
Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ δεν εμπόδιζε όλο τον πλανήτη να «ζητάει» συνεχώς δολάρια, είτε ως μέσο συναλλαγών είτε ως καταφύγιο ασφάλειας σε κάθε κρίση.
Οι πλεονασματικές χώρες, όπως η Κίνα και η Γερμανία, επένδυαν και επενδύουν συστηματικά τα κεφαλαιακά πλεονάσματά τους στις ΗΠΑ και στο δολάριο.
Η κεφαλαιαγορά των ΗΠΑ, η πλέον ανταγωνιστική και αποδοτική στον κόσμο, εξασφάλιζε αφθονία κεφαλαίων για τις μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις, συντηρώντας ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο υποστήριζε την επικράτηση των ΗΠΑ σε όλα τα πεδία, τόσο στην ανάδειξη επιχειρηματικών κολοσσών στην τεχνολογία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στη στρατιωτική και τη διπλωματική υπεροπλία έναντι κάθε άλλης δύναμης στον κόσμο.
Υστερα από την αποφασιστικότητα του Τραμπ στο πεδίο των δασμών και τη διάλυση κάθε σκέψης ότι οι εξαγγελίες ήταν απειλές ή διαπραγματευτικοί ελιγμοί, πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές πλέον «ξαναδιαβάζουν» και δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα λεγόμενα των ανθρώπων του προέδρου για τη νομισματική πολιτική και τη διαχείριση του αμερικανικού δημόσιου χρέους.
Ανθρωποι όπως ο Στέφεν Μίραν, ο επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του προέδρου, θεωρούν το αμερικανικό δολάριο υπερτιμημένο σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης, γεγονός που επιβαρύνει τους Αμερικανούς παραγωγούς διότι καθιστά τις εξαγωγές τους ακριβότερες. Αλλοι υποστηρικτές των «Τραμπονόμικς» έχουν προτείνει δραστικά μέτρα για την ελάφρυνση του κόστους εξυπηρέτησης του αμερικανικού δημόσιου χρέους και την αποθάρρυνση της διεθνούς ζήτησης για δολάρια, που φτάνουν μέχρι τη μετατροπή των αμερικανικών κρατικών ομολόγων (την αφρόκρεμα των επενδυτικών προϊόντων παγκοσμίως) σε τίτλους διάρκειας 100 ετών, είτε κατόπιν συμφωνίας είτε μονομερώς.
Η λογική συνέπεια είναι ότι αργά ή γρήγορα το επιτελείο Τραμπ θα φέρει στο προσκήνιο μέτρα για την αναπροσαρμογή της ισοτιμίας του δολαρίου προς τα κάτω, αλλά, βέβαια, μένει να φανεί κι εδώ αν πρόκειται για σχέδια που θα γίνουν πράξη ή απλώς για «ιδέες» που μπορεί να μείνουν στο συρτάρι.
Η αγορά, πάντως, σταθμίζει το ενδεχόμενο να αποπειραθεί ο Τραμπ μια νέα διεθνή συμφωνία για τη συντεταγμένη υποτίμηση του δολαρίου, αντίστοιχη με εκείνη που έγινε το 1985 στη Νέα Υόρκη. Μια συμφωνημένη και συντεταγμένη υποτίμηση του δολαρίου σήμερα θα επέτρεπε να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, ένας νέος νομισματικός πόλεμος ο οποίος πολύ γρήγορα μπορεί να τεθεί εκτός ελέγχου, όπως είχε γίνει τη δεκαετία του 1930.
Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά, αποτελούν τον εφιάλτη του οικονομικού επιτελείου του Τραμπ και εξηγούν τον πυρήνα των λεγόμενων «Τραμπονόμικς» που εστιάζει στο δίπολο: ανάσταση της αμερικανικής βιομηχανίας και εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.
Το γεωπολιτικό σκεπτικό είναι ότι οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα υπό αυτές τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές συνθήκες με την αναδυόμενη Κίνα, η οποία θεωρείται στρατηγική αντίπαλος και από τους Δημοκρατικούς και από τους Ρεπουμπλικανούς. Επομένως, και οι δύο παρατάξεις στις ΗΠΑ επί της ουσίας συμφωνούν ότι τα δημόσια οικονομικά πρέπει να εξυγιανθούν και τα εργοστάσια να επιστρέψουν στην Αμερική. Οι διαφωνίες είναι για τις επιμέρους στρατηγικές.
Η Κίνα, η Γερμανία και η Ιαπωνία, ως πλεονασματικές χώρες, γίνονται στόχος των αμερικανικών δασμών, προκειμένου οι εισαγωγές στις ΗΠΑ να γίνουν ακριβότερες και έτσι να ευνοηθούν τα προϊόντα που παράγονται εγχωρίως.
Οι ΗΠΑ ήταν βέβαια ελλειμματικές συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες, γεγονός που δεν αποτελούσε πρόβλημα καθώς το σύστημα εξισορροπούσε, δεδομένου ότι το εθνικό νόμισμα των ΗΠΑ, το αμερικανικό δολάριο, ήταν και παραμένει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα με ποσοστά διακράτησης κοντά στο 60% έναντι 20% του ευρώ και πολύ μικρότερα ποσοστά για τα άλλα διεθνή νομίσματα. Αντίστοιχα είναι τα ποσοστά και στη χρήση του δολαρίου ως μέσου πληρωμών και τιμολόγησης.
Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ δεν εμπόδιζε όλο τον πλανήτη να «ζητάει» συνεχώς δολάρια, είτε ως μέσο συναλλαγών είτε ως καταφύγιο ασφάλειας σε κάθε κρίση.
Οι πλεονασματικές χώρες, όπως η Κίνα και η Γερμανία, επένδυαν και επενδύουν συστηματικά τα κεφαλαιακά πλεονάσματά τους στις ΗΠΑ και στο δολάριο.
Η κεφαλαιαγορά των ΗΠΑ, η πλέον ανταγωνιστική και αποδοτική στον κόσμο, εξασφάλιζε αφθονία κεφαλαίων για τις μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις, συντηρώντας ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο υποστήριζε την επικράτηση των ΗΠΑ σε όλα τα πεδία, τόσο στην ανάδειξη επιχειρηματικών κολοσσών στην τεχνολογία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στη στρατιωτική και τη διπλωματική υπεροπλία έναντι κάθε άλλης δύναμης στον κόσμο.
Υστερα από την αποφασιστικότητα του Τραμπ στο πεδίο των δασμών και τη διάλυση κάθε σκέψης ότι οι εξαγγελίες ήταν απειλές ή διαπραγματευτικοί ελιγμοί, πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές πλέον «ξαναδιαβάζουν» και δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα λεγόμενα των ανθρώπων του προέδρου για τη νομισματική πολιτική και τη διαχείριση του αμερικανικού δημόσιου χρέους.
Ανθρωποι όπως ο Στέφεν Μίραν, ο επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του προέδρου, θεωρούν το αμερικανικό δολάριο υπερτιμημένο σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης, γεγονός που επιβαρύνει τους Αμερικανούς παραγωγούς διότι καθιστά τις εξαγωγές τους ακριβότερες. Αλλοι υποστηρικτές των «Τραμπονόμικς» έχουν προτείνει δραστικά μέτρα για την ελάφρυνση του κόστους εξυπηρέτησης του αμερικανικού δημόσιου χρέους και την αποθάρρυνση της διεθνούς ζήτησης για δολάρια, που φτάνουν μέχρι τη μετατροπή των αμερικανικών κρατικών ομολόγων (την αφρόκρεμα των επενδυτικών προϊόντων παγκοσμίως) σε τίτλους διάρκειας 100 ετών, είτε κατόπιν συμφωνίας είτε μονομερώς.
Η λογική συνέπεια είναι ότι αργά ή γρήγορα το επιτελείο Τραμπ θα φέρει στο προσκήνιο μέτρα για την αναπροσαρμογή της ισοτιμίας του δολαρίου προς τα κάτω, αλλά, βέβαια, μένει να φανεί κι εδώ αν πρόκειται για σχέδια που θα γίνουν πράξη ή απλώς για «ιδέες» που μπορεί να μείνουν στο συρτάρι.
Η αγορά, πάντως, σταθμίζει το ενδεχόμενο να αποπειραθεί ο Τραμπ μια νέα διεθνή συμφωνία για τη συντεταγμένη υποτίμηση του δολαρίου, αντίστοιχη με εκείνη που έγινε το 1985 στη Νέα Υόρκη. Μια συμφωνημένη και συντεταγμένη υποτίμηση του δολαρίου σήμερα θα επέτρεπε να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, ένας νέος νομισματικός πόλεμος ο οποίος πολύ γρήγορα μπορεί να τεθεί εκτός ελέγχου, όπως είχε γίνει τη δεκαετία του 1930.
Ορισμένοι αναλυτές διεθνούς εμβέλειας, όπως ο Αμερικανός οικονομολόγος Μπάρι Αϊχενγκριν, σταθμίζουν την πιθανότητα οι πολιτικές Τραμπ να οδηγήσουν στο τέλος της «βασιλείας» του δολαρίου, επειδή κλονίζεται το διεθνές σύστημα συναλλαγών, ενώ η εμπορική επιθετικότητα των ΗΠΑ ίσως οδηγήσει τους άλλους πόλους του συστήματος να εντείνουν τη συνεργασία και τις συναλλαγές μεταξύ τους, ενισχύοντας τη διεθνή ζήτηση γι’ άλλα διεθνή νομίσματα όπως το ευρώ ή το κινεζικό γουάν. Υπό προϋποθέσεις, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί «ευκαιρία» για την ανάδειξη του ευρώ, αλλά η δυσάρεστη ιστορική αλήθεια είναι ότι η νομισματική αστάθεια ουδέποτε έφερε κάτι καλό.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα