Αυτογκόλ από ένα ψοφοδεές πολιτικό προσωπικό
Γρηγόρης Τζιοβάρας
Αυτογκόλ από ένα ψοφοδεές πολιτικό προσωπικό
Η ταραχή και ο πανικός που επικράτησαν στην πολιτική σκηνή από την πρώτη στιγμή που γνωστοποιήθηκε η εισήγηση της επιτροπής επαγγελματικού αθλητισμού για τον υποβιβασμό των ποδοσφαιρικών ομάδων του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης είναι άκρως ενδεικτικά στοιχεία για την πολιτική ανωριμότητα η οποία, πλειοψηφικά τουλάχιστον, χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που επιλέγει ο ελληνικός λαός για να τον εκπροσωπήσουν.
Το Σύνταγμα ορίζει ρητά (στο άρθρο 51) ότι «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος». Και αμέσως μετά (στο άρθρο 60) συμπληρώνει ότι «έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Καμία από τις δύο βασικές πρόνοιες του καταστατικού χάρτη της ελληνικής Δημοκρατίας δεν τηρήθηκε στους χειρισμούς του ζητήματος το οποίο ανέκυψε αιφνιδίως και όλως παραδόξως έλαβε πολιτικές διαστάσεις που δεν του αναλογούσαν.
Με μια πρωτόγνωρη σπουδή, την οποία επέδειξε πρωτίστως η κυβέρνηση, κονιορτοποιήθηκαν εν μια νυκτί παραδεδεγμένες αξίες, υφιστάμενοι κανόνες και καθιερωμένοι θεσμοί, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες σκοπιμότητες και να μη δυσαρεστηθούν οι… στρατιές των ένθεν κακείθεν φανατισμένων που το ύψιστο ενδιαφέρον της ζωής τους είναι να στεφθεί πρωταθλήτρια η ομάδα τους είτε αξίζει είτε όχι τον τίτλο που διεκδικεί.
Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες «στρατιές» υπακούουν τυφλά στα κελεύσματα συγκεκριμένων επιχειρηματιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν τους οπαδούς των ομάδων που χρηματοδοτούν για να αυξήσουν την ισχύ τους, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Τα κάνει μάλλον χειρότερα. Διότι οι συμπεριφορές του πολιτικού προσωπικού προσβάλουν τη νοημοσύνη των μετριοπαθών πολιτικών που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι ψηφίζουν με βασικό κριτήριο την βούλησή τους να υπάρχει σαφής διάκριση των εξουσιών και να εφαρμόζονται οι ισχύοντες κάθε φορά κανόνες που εμπεδώνουν τη νομιμότητα.
Στις ευνομούμενες χώρες, η πολιτική τάξη, που απαρτίζεται από το στελεχιακό δυναμικό της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης, δεν ασχολείται με την εφαρμογή των κανονισμών του ποδοσφαίρου και δεν έχει λόγο ούτε για το ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα ούτε για το ποια θα υποβιβαστεί. Για τα ζητήματα αυτά, πολύ περισσότερο όταν αφορούν τον απολύτως επαγγελματικό αθλητισμό και τη λειτουργία ανωνύμων εταιριών, ο πρώτος και ο τελευταίος λόγο ανήκει στις συλλογικότητες που συγκροτούν οι ίδιες οι ομάδες.
Λίγο ως πολύ, μάλιστα, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι παντού, αφού τους προκαθορίζουν οι διεθνείς Ομοσπονδίες. Η Ελλάδα, δυστυχώς, αποτελεί εξαίρεση σε όλα αυτά. Εδώ τα αθλητικά γεγονότα κομματικοποιούνται απροκάλυπτα, οι βουλευτές εισβάλουν στα γήπεδα για να… συνετίσουν τους διαιτητές, έχουν τη συνήθεια να συμμετέχουν σε «τηλεοπτικές δίκες» και δεν διστάζουν να διατυπώνουν «προφητείες» για τα αποτελέσματα των αγώνων.
Αν η ανάμειξη των πολιτικών ταγών με το ποδόσφαιρο ήταν προϊόν του ενδιαφέροντός τους γι΄ αυτό καθεαυτό το άθλημα ή έστω για να τηρηθούν οι κανόνες, θα μπορούσε κανείς να δείξει κατανόηση. Με το σκεπτικό ότι η ενασχόληση με το σπορ που συγκινεί τόσο μεγάλα πλήθη σχεδόν σε όλη την υφήλιο είναι μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέπει κάποιος που μετέχει στα κοινά.
Δεν είναι, όμως, έτσι. Διότι στην πράξη τα πράγματα αποδεικνύονται εντελώς διαφορετικά. Η πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου –ή, κατ΄ άλλους, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής- έχει ξεκάθαρα ψηφοθηρικά ελατήρια. Οι τοποθετήσεις των περισσοτέρων πολιτικών στελεχών γίνονται με… οπαδικά κριτήρια. Και κάπως έτσι οι υποτιθέμενοι ταγοί της κοινωνίας που εκλέγονται για να καθοδηγούν τους πολίτες μετατρέπονται σε ενεργούμενα των ολίγων φανατικών των οποίων ολόκληρος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τις γηπεδικές θύρες.
Η αδυναμία της πολιτικής τάξης να πάρει θέση υπέρ της νομιμότητας και να τηρήσει στάση ουδετερότητας απέναντι σε ζητήματα που δεν έχουν πολιτική χροιά αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το πόσο ψοφοδεές είναι το πολιτικό προσωπικό που μας εκπροσωπεί. Ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο μπορεί να ψηφίζει Μνημόνια, να κόβει μισθούς και συντάξεις, επειδή έτσι επιβάλει η κομματική πειθαρχία ή η διατήρηση της βουλευτικής έδρας που θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης και προσφυγής σε εκλογές, πλην όμως, δεν μπορεί να αντισταθεί στις απειλές των παραγόντων που κινητοποιούν τους οπαδικούς στρατούς.
Φαίνεται ότι τα λόμπι των χούλιγκανς είναι ισχυρότερα από όλες τις άλλες «ομάδες πίεσης» που λειτουργούν στη χώρα. Το ζήσαμε παλαιότερα όταν η Ελλάδα κόπηκε στα δύο για να μην… ανιχνευθούν παράνομες ουσίες στα ούρα ενός Βούλγαρου ποδοσφαιριστή. Το είδαμε πιο πρόσφατα με την πολιτική υποστήριξη που έτυχε ο παράγων που εισέβαλε ένοπλος στον αγωνιστικό χώρο. Το βλέπουμε και τώρα με την (ν)τροπολογία που η ψήφισή της ισοπέδωσε όλες τους κανόνες και όλες τις πρακτικές της καλής νομοθέτησης που είχε υποσχεθεί η σημερινή κυβέρνηση, δεσμευόμενη να μην κάνει όσα έκαναν οι «άλλοι»…
Γι΄ αυτό και το αυτογκόλ το οποίο δέχθηκε η κυβέρνηση είναι αμφίβολο αν θα ισοφαριστεί πολύ σύντομα. Πριν καν ακουστεί η πρώτη ιαχή από την εξέδρα κλείστηκε φοβισμένη στα καρέ της και μοιραία βρέθηκε πίσω στο σκορ καθώς κατελήφθη από, μάλλον αδικαιολόγητο, πανικό.
Με μια πρωτόγνωρη σπουδή, την οποία επέδειξε πρωτίστως η κυβέρνηση, κονιορτοποιήθηκαν εν μια νυκτί παραδεδεγμένες αξίες, υφιστάμενοι κανόνες και καθιερωμένοι θεσμοί, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες σκοπιμότητες και να μη δυσαρεστηθούν οι… στρατιές των ένθεν κακείθεν φανατισμένων που το ύψιστο ενδιαφέρον της ζωής τους είναι να στεφθεί πρωταθλήτρια η ομάδα τους είτε αξίζει είτε όχι τον τίτλο που διεκδικεί.
Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες «στρατιές» υπακούουν τυφλά στα κελεύσματα συγκεκριμένων επιχειρηματιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν τους οπαδούς των ομάδων που χρηματοδοτούν για να αυξήσουν την ισχύ τους, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Τα κάνει μάλλον χειρότερα. Διότι οι συμπεριφορές του πολιτικού προσωπικού προσβάλουν τη νοημοσύνη των μετριοπαθών πολιτικών που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι ψηφίζουν με βασικό κριτήριο την βούλησή τους να υπάρχει σαφής διάκριση των εξουσιών και να εφαρμόζονται οι ισχύοντες κάθε φορά κανόνες που εμπεδώνουν τη νομιμότητα.
Στις ευνομούμενες χώρες, η πολιτική τάξη, που απαρτίζεται από το στελεχιακό δυναμικό της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης, δεν ασχολείται με την εφαρμογή των κανονισμών του ποδοσφαίρου και δεν έχει λόγο ούτε για το ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα ούτε για το ποια θα υποβιβαστεί. Για τα ζητήματα αυτά, πολύ περισσότερο όταν αφορούν τον απολύτως επαγγελματικό αθλητισμό και τη λειτουργία ανωνύμων εταιριών, ο πρώτος και ο τελευταίος λόγο ανήκει στις συλλογικότητες που συγκροτούν οι ίδιες οι ομάδες.
Λίγο ως πολύ, μάλιστα, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι παντού, αφού τους προκαθορίζουν οι διεθνείς Ομοσπονδίες. Η Ελλάδα, δυστυχώς, αποτελεί εξαίρεση σε όλα αυτά. Εδώ τα αθλητικά γεγονότα κομματικοποιούνται απροκάλυπτα, οι βουλευτές εισβάλουν στα γήπεδα για να… συνετίσουν τους διαιτητές, έχουν τη συνήθεια να συμμετέχουν σε «τηλεοπτικές δίκες» και δεν διστάζουν να διατυπώνουν «προφητείες» για τα αποτελέσματα των αγώνων.
Αν η ανάμειξη των πολιτικών ταγών με το ποδόσφαιρο ήταν προϊόν του ενδιαφέροντός τους γι΄ αυτό καθεαυτό το άθλημα ή έστω για να τηρηθούν οι κανόνες, θα μπορούσε κανείς να δείξει κατανόηση. Με το σκεπτικό ότι η ενασχόληση με το σπορ που συγκινεί τόσο μεγάλα πλήθη σχεδόν σε όλη την υφήλιο είναι μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέπει κάποιος που μετέχει στα κοινά.
Δεν είναι, όμως, έτσι. Διότι στην πράξη τα πράγματα αποδεικνύονται εντελώς διαφορετικά. Η πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου –ή, κατ΄ άλλους, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής- έχει ξεκάθαρα ψηφοθηρικά ελατήρια. Οι τοποθετήσεις των περισσοτέρων πολιτικών στελεχών γίνονται με… οπαδικά κριτήρια. Και κάπως έτσι οι υποτιθέμενοι ταγοί της κοινωνίας που εκλέγονται για να καθοδηγούν τους πολίτες μετατρέπονται σε ενεργούμενα των ολίγων φανατικών των οποίων ολόκληρος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τις γηπεδικές θύρες.
Η αδυναμία της πολιτικής τάξης να πάρει θέση υπέρ της νομιμότητας και να τηρήσει στάση ουδετερότητας απέναντι σε ζητήματα που δεν έχουν πολιτική χροιά αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το πόσο ψοφοδεές είναι το πολιτικό προσωπικό που μας εκπροσωπεί. Ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο μπορεί να ψηφίζει Μνημόνια, να κόβει μισθούς και συντάξεις, επειδή έτσι επιβάλει η κομματική πειθαρχία ή η διατήρηση της βουλευτικής έδρας που θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης και προσφυγής σε εκλογές, πλην όμως, δεν μπορεί να αντισταθεί στις απειλές των παραγόντων που κινητοποιούν τους οπαδικούς στρατούς.
Φαίνεται ότι τα λόμπι των χούλιγκανς είναι ισχυρότερα από όλες τις άλλες «ομάδες πίεσης» που λειτουργούν στη χώρα. Το ζήσαμε παλαιότερα όταν η Ελλάδα κόπηκε στα δύο για να μην… ανιχνευθούν παράνομες ουσίες στα ούρα ενός Βούλγαρου ποδοσφαιριστή. Το είδαμε πιο πρόσφατα με την πολιτική υποστήριξη που έτυχε ο παράγων που εισέβαλε ένοπλος στον αγωνιστικό χώρο. Το βλέπουμε και τώρα με την (ν)τροπολογία που η ψήφισή της ισοπέδωσε όλες τους κανόνες και όλες τις πρακτικές της καλής νομοθέτησης που είχε υποσχεθεί η σημερινή κυβέρνηση, δεσμευόμενη να μην κάνει όσα έκαναν οι «άλλοι»…
Γι΄ αυτό και το αυτογκόλ το οποίο δέχθηκε η κυβέρνηση είναι αμφίβολο αν θα ισοφαριστεί πολύ σύντομα. Πριν καν ακουστεί η πρώτη ιαχή από την εξέδρα κλείστηκε φοβισμένη στα καρέ της και μοιραία βρέθηκε πίσω στο σκορ καθώς κατελήφθη από, μάλλον αδικαιολόγητο, πανικό.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα