«Μένω στο Σπίτι» αλά Ιταλικά
22.03.2020
10:25
Στις 21 Φεβρουαρίου 2020 είχαν εντοπιστεί 16 κρούσματα του κορωνοϊού στην Ιταλία και αργά το βράδυ υπήρξε και ο πρώτος νεκρός. Στις 11 Μαρτίου 2020 τα κρούσματα έφτασαν τα 12.426 και οι νεκροί στους 827 - 2.076 περισσότερα κρούσματα και 196 περισσότεροι νεκροί από τη 10η Μαρτίου.
Τα πρώτα μέτρα για την περιστολή της εξάπλωσης της νόσου με απαγορεύσεις μετακινήσεων, συγκεντρώσεων, εκδηλώσεων και εμπορικών δραστηριοτήτων στη Λομβαρδία και σε άλλες εστίες της νόσου ελήφθησαν με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 23ης Φεβρουαρίου 2020, αλλά θεωρήθηκαν υπερβολικά και δυσανάλογα. Μάλιστα, ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν νόμισε ότι βρήκε ένα άλλο παράδειγμα που επιβεβαίωνε τη θεωρία του για την «κατάσταση εξαίρεσης», χωρίς όμως να μπορεί να μας εξηγήσει ποιος ήταν στην περίπτωση αυτή ο εσωτερικός και ο εξωτερικός εχθρός εναντίον του οποίου η κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε χρησιμοποιούσε ως πρόσχημα τον κορωνοϊό (βλ. το κείμενό του στην εφημερίδα «Il Manifesto», 26/2/2020).
Η υπόθεση του Αγκάμπεν βασιζόταν στην παραδοχή ότι ο COVID-19 ήταν απλώς μια λίγο πιο βαριά γρίπη, άποψη που μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου υποστήριζαν αρκετοί ειδικοί επιστήμονες στην Ιταλία (και στην Ελλάδα). Μετά τον Αγκάμπεν τη σκυτάλη πήρε ο οπορτουνιστής ηγέτης της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος προέτρεψε την κυβέρνηση Κόντε να «ξανανοίξουν όλα» στις πληγείσες περιοχές: εργοστάσια, καταστήματα, μουσεία, εμπορικά κέντρα, γκαλερί, γυμναστήρια, ντίσκο, μπαρ, εστιατόρια, όλοι να επιστρέψουν στην εργασία και στον κανονικό τρόπο ζωής. Χρειάστηκε η παρέμβαση ενός σπουδαίου Ιταλού αναλυτή δεδομένων, του Λούκα Ρικόλφι, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, για να χτυπήσει ο κώδωνας του κινδύνου.
Ο Ρικόλφι, στις αρχές Μαρτίου, προειδοποίησε ότι η αυξητική τάση θνησιμότητας από τον κορωνοϊό στην Ιταλία καθιστούσε πιθανό ένα σενάριο 200.000-300.000 νεκρών μέσα στο 2020. Η Ιταλία έπρεπε να επιλέξει: ή «όλοι στο σπίτι» για τουλάχιστον δύο μήνες, έστω και με τίμημα μια νέα μεγάλη οικονομική κρίση, συγκρίσιμη ή και χειρότερη από εκείνη του 2008, ή μια εκατόμβη νεκρών. Ο Τζουζέπε Κόντε, ο πιο σοβαρός πρωθυπουργός που θα μπορούσε να έχει η Ιταλία αυτές τις μεγάλες ώρες, πήρε πάνω του την ιστορική ευθύνη.
Με ένα πρωτόγνωρο για το ευρωπαϊκό δημόσιο δίκαιο νομοθέτημα, το κυβερνητικό διάταγμα με τίτλο «Μένω στο Σπίτι» έθεσε όλη την Ιταλία σε καραντίνα: κανείς δεν επιτρέπεται να βγαίνει από το σπίτι του, εκτός αν υπάρχει αποδεδειγμένη ανάγκη, για να πάει στη δουλειά του, για λόγους υγείας, για την προμήθεια των απαραίτητων αγαθών (συμπεριλαμβανομένων και των εφημερίδων), για έναν μοναχικό περίπατο (αλλά όχι για μια επίσκεψη σε φίλους), για να πάει τα παιδιά ή τα εγγόνια του στο πάρκο κ.λπ. (το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται καθορίζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια).
Σχολεία και πανεπιστήμια, όλα κλειστά, αλλά όλες οι δημόσιες υπηρεσίες ανοιχτές, όλα τα εμπορικά καταστήματα κλειστά, εκτός από τα καταστήματα τροφίμων και τα φαρμακεία, τα περίπτερα, τα καπνοπωλεία και τα βενζινάδικα. Μέτρα αδιανόητα μέχρι χθες, αλλά αναγκαία σήμερα, με βάση την αρχή της προφύλαξης, η οποία στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει προσπάθεια αποτροπής του χειρότερου πιθανού σεναρίου (βλ. Cass R.Sunstein, «Laws of Fear», Cambridge University Press, 2005, σ. 109 επ.).
Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά στην Ιταλία, δεν θα πάνε καλά πουθενά.
Η υπόθεση του Αγκάμπεν βασιζόταν στην παραδοχή ότι ο COVID-19 ήταν απλώς μια λίγο πιο βαριά γρίπη, άποψη που μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου υποστήριζαν αρκετοί ειδικοί επιστήμονες στην Ιταλία (και στην Ελλάδα). Μετά τον Αγκάμπεν τη σκυτάλη πήρε ο οπορτουνιστής ηγέτης της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος προέτρεψε την κυβέρνηση Κόντε να «ξανανοίξουν όλα» στις πληγείσες περιοχές: εργοστάσια, καταστήματα, μουσεία, εμπορικά κέντρα, γκαλερί, γυμναστήρια, ντίσκο, μπαρ, εστιατόρια, όλοι να επιστρέψουν στην εργασία και στον κανονικό τρόπο ζωής. Χρειάστηκε η παρέμβαση ενός σπουδαίου Ιταλού αναλυτή δεδομένων, του Λούκα Ρικόλφι, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, για να χτυπήσει ο κώδωνας του κινδύνου.
Ο Ρικόλφι, στις αρχές Μαρτίου, προειδοποίησε ότι η αυξητική τάση θνησιμότητας από τον κορωνοϊό στην Ιταλία καθιστούσε πιθανό ένα σενάριο 200.000-300.000 νεκρών μέσα στο 2020. Η Ιταλία έπρεπε να επιλέξει: ή «όλοι στο σπίτι» για τουλάχιστον δύο μήνες, έστω και με τίμημα μια νέα μεγάλη οικονομική κρίση, συγκρίσιμη ή και χειρότερη από εκείνη του 2008, ή μια εκατόμβη νεκρών. Ο Τζουζέπε Κόντε, ο πιο σοβαρός πρωθυπουργός που θα μπορούσε να έχει η Ιταλία αυτές τις μεγάλες ώρες, πήρε πάνω του την ιστορική ευθύνη.
Με ένα πρωτόγνωρο για το ευρωπαϊκό δημόσιο δίκαιο νομοθέτημα, το κυβερνητικό διάταγμα με τίτλο «Μένω στο Σπίτι» έθεσε όλη την Ιταλία σε καραντίνα: κανείς δεν επιτρέπεται να βγαίνει από το σπίτι του, εκτός αν υπάρχει αποδεδειγμένη ανάγκη, για να πάει στη δουλειά του, για λόγους υγείας, για την προμήθεια των απαραίτητων αγαθών (συμπεριλαμβανομένων και των εφημερίδων), για έναν μοναχικό περίπατο (αλλά όχι για μια επίσκεψη σε φίλους), για να πάει τα παιδιά ή τα εγγόνια του στο πάρκο κ.λπ. (το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται καθορίζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια).
Σχολεία και πανεπιστήμια, όλα κλειστά, αλλά όλες οι δημόσιες υπηρεσίες ανοιχτές, όλα τα εμπορικά καταστήματα κλειστά, εκτός από τα καταστήματα τροφίμων και τα φαρμακεία, τα περίπτερα, τα καπνοπωλεία και τα βενζινάδικα. Μέτρα αδιανόητα μέχρι χθες, αλλά αναγκαία σήμερα, με βάση την αρχή της προφύλαξης, η οποία στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει προσπάθεια αποτροπής του χειρότερου πιθανού σεναρίου (βλ. Cass R.Sunstein, «Laws of Fear», Cambridge University Press, 2005, σ. 109 επ.).
Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά στην Ιταλία, δεν θα πάνε καλά πουθενά.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr