Χρήστος Μιχαηλίδης
Ο φίλος μου ο Θέμος
Όταν ένας άνθρωπος είναι από μόνος του μία ιστορία, κάθε αφήγηση από στόμα τρίτο μπορεί να φαντάζει περιττή. Όταν ο ίδιος άνθρωπος έχει γράψει ιστορία, κάθε μνεία στο πρόσωπό του ίσως και να ακούγεται πενιχρή. Κι όμως. Είναι αυτές οι αφηγήσεις, αυτές οι μνείες και κυρίως εκείνες οι μνήμες που κρατούν τους μύθους ζωντανούς, ακόμη κι όταν έχουν φύγει…
Προσγειωθήκαμε στην Ελευθεροτυπία από διαφορετικούς πλανήτες, στα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Εκείνος, από την Καθημερινή, εγώ από σχεδόν 10ετή περιπλάνηση στην Αγγλία για μεταπτυχιακά και δημοσιογραφία. Δεν γνωριζόμασταν πριν, αλλά είχαμε μια κοινή αναφορά: ποδοσφαιρομανείς!
Με την ΑΕΚ εγώ, με τον Ολυμπιακό ο Θέμος. Σ’ αυτήν την πίστη, δεν συναντηθήκαμε ποτέ. Από μακριά χαιρετιόμασταν. Ξέραμε όμως από την αρχή, και αργότερα το φανερώσαμε κιόλας, ότι το να είσαι οπαδός, και όχι απλώς φίλαθλος, είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. «Γιατί εκτίθεσαι ανεπανόρθωτα», μου τεκμηρίωνε. Μ’ εκείνο το πονηρό χαμόγελο που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Όπως και την πιο πάνω φράση, που σχεδόν ταύτισα αργότερα με τον τρόπο σκέψης του.
Μου λείπει πολύ ετούτος ο κατεργάρης, που γεννήθηκε μόλις τρεις μέρες πριν από μένα και μου το’ παιζε αρχηγός. Να σέβεσαι, ήταν η κουβέντα του. Μόνιμα. Μ’ έλεγε «μικρέ», και με θεωρούσε «μαμόθρεφτο» επειδή ήμουν αγγλοαναθρεμμένος. «Τέτοια είναι και τα κείμενά σου», παρατηρούσε, αλλά μια φορά που διαμαρτυρήθηκα, με αποστόμωσε: «το λέω για καλό».
Τα ξαναφέρνω αυτά στη σκέψη μου και τα αραδιάζω εδώ τώρα, για να αναδείξω ένα μέρος του Θέμου που γνώρισα, και ξεχώρισα. Όλοι λέγαμε, και έτσι είναι, ότι δεν μασούσε τα λόγια του. Τούτο ήταν και το προτέρημά του για μένα. Αυτό δηλαδή που τον ξεχώριζε από εκείνους, ακόμα και μέσα στην εφημερίδα, που από την πρώτη στιγμή τον έβαλαν απέναντι. Διότι οι περισσότεροι επικριτές-εχθροί του, ήταν κατεξοχήν άτομα που έκαναν αυτό που δεν έκανε εκείνος: μασούσαν τα λόγια τους! Δημοσιογραφικά, κυρίως!
Και ντρέπομαι να πω ότι ακόμα και μέχρι τώρα, σχετικά πρόσφατα μάλιστα, και ενώ ο Θέμος έχει πια φύγει, σταματούν το αναμάσημα που ήξεραν μια ζωή και αφήνουν τη γλώσσα τους χυδαία άλυτη. Εμένα, πάντα με πείραζαν αυτά. Μου έκανε όμως εντύπωση ότι και σ’ αυτό ακόμα, εκείνος δεν μασούσε. Δεν τον άκουσα ούτε μια φορά να πει κουβέντα άσχημη για κανέναν στον χώρο της εφημερίδας. Είχε μια φυσική ευγένεια που όσοι μεγάλωσαν με αρχές αναγνώριζαν και εκτιμούσαν. Ονόμαζαν «αγένεια» και «απρέπεια» την καυστική του γραφή, μάλλον επειδή δεν καταλάβαιναν το μαύρο του χιούμορ.
Το καταλάβαινε όμως και το χαιρόταν ο άνθρωπος που τον πήρε από την «Καθημερινή» όπου έγραφε τότε την στήλη «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», και του είπε «έλα εδώ και γράφε ό,τι θέλεις». Ο Τεγόπουλος, που επίσης ήταν ένας βαθιά ευγενικός άνθρωπος κι ας ξεγελούσε πολλές φορές ο τραχύς τρόπος με τον οποίο εκφραζόταν, μας έλεγε πολλές φορές όταν μας φώναζε, συνήθως πολύ αργά τα βράδια, στο διαμέρισμά του στην οδό Φωκυλίδου, ότι τον είχε κουράσει «ο ψευτοεπαναστατικός καθωσπρεπισμός» ενός μέρους της εφημερίδας, κυρίως συντακτικού, από το οποίο εξαιρούσε τον Φυντανίδη, τον Απέργη και αρκετούς ακόμα μπροστάρηδες της καλής εποχής της εφημερίδας, και τον ενθάρρυνε με τα λόγια «μη μασάς».
Η «Μαύρη Τρύπα» του Θέμου έβγαλε την εφημερίδα από την ιερή της απομόνωση. Ακόμα κι όταν κάποιος διαφωνούσε ή σοκαριζόταν με τον αδόκιμο, όπως έλεγαν, τρόπο με τον οποίο ακουμπούσε ένα θέμα ή εκφραζόταν για κάποιον άνθρωπο, ένιωθες επιτέλους ότι «κάτι εδώ κινείται πάλι». Κάτι προκλητικό; Ίσως. Πρωτοποριακό; Σίγουρα. Κάτι που ήταν κόντρα στο ρεύμα; Οπωσδήποτε. Εισήγαγε ένα δείγμα γραφής που μόνο σε πολύ επιτυχημένες στήλες αγγλοσαξονικών εφημερίδων έβρισκες. Αυτό που συνδυάζει τον σαρκασμό και το ξεμπρόστιασμα, ή τον παράλογο ενθουσιασμό και το έξυπνο παραλήρημα, με ένα πρόσωπο ή μια είδηση.
Αυτό το σφάξιμο με το γάντι. Η ειρωνεία στην αποκορύφωσή της, στα πρότυπα της περίφημης απάντησης του Τσόρτσιλ στη Λαίδη Νάνσι Άστορ, δεύτερη γυναίκα που εξελέγη βουλευτίνα στην Αγγλία που, θυμωμένη μαζί του για κάτι που της είπε, του πέταξε «αξιότιμε κύριε, αν ήμουν σύζυγός σας θα σας έβαζα δηλητήριο μέσα στο τσάι σας», για να λάβει την απάντηση «αξιότιμη κυρία, αν ήσασταν σύζυγός μου, θα το έπινα». Μπορεί κάποιος να πει στην περίπτωσή αυτή ότι ο Τσόρτσιλ πρόσβαλε την Άστορ, άρα ήταν αγενής; Δεν νομίζω.
Η «Μαύρη Τρύπα» της Ελευθεροτυπίας, που έμαθε τον κόσμο να διαβάζει την εφημερίδα από το τέλος, ήταν σίγουρα κάτι καινούργιο στον ελληνικό Τύπο. Η εποχή του χρονογραφήματος είχε περάσει, και υπήρχε ένα κενό. Μια τρύπα, πράγματι! Που ήρθε και τη γέμισε με κοφτές, έξυπνες, προκλητικές προτάσεις, ένας τύπος που με την πρώτη δεν σου γέμιζε καθόλου το μάτι και αντίθετα σε προδιέθετε αρνητικά. Ιδίως όταν σε αποκαλούσε «σύντροφε»!
Ο Θέμος γέννησε την ατάκα στον έντυπο λόγο! Κοιτώντας πίσω εκ των υστέρων, όλο και πιο πολύ με πείθει και με ευχαριστεί η σκέψη ότι η στήλη του ήταν κάτι σαν το Twitter του σήμερα, περίπου 30 χρόνια πριν!
Θα ‘λεγα το ίδιο και για τον Καιρό της Ελευθεροτυπίας, που τον έγραφε ο Γιώργος Παπαδόπουλο-Τετράδης, και που επίσης έκανε την τελευταία σελίδα βιτρίνα της εφημεριδας!
«Εσύ πάλι, συνέχισε να γράφεις σαν λόρδος», μου έλεγε όταν ακόμα αναλωνόμουν στα μακρόσυρτά μου και το έπαιζα BBC. Κι ήταν εκείνος, που με ενθάρρυνε τελικά να εμβαθύνω πιο πολύ στα stories, αφήνοντας στην άκρη την στεγνή, ρεπορταζιακή γραφή. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στον Κωστόπουλο να γράφω feature stories στο ΜΕΝ – από βαθιά πολιτικά θέματα, μέχρι και οικονομικά και κοινωνικά, πάντα συνδεδεμένα όμως με «μια ιστορία», με τους πρωταγωνιστές και τα κατορθώματά τους.
Χωρίς να το καταλάβω, παρά μόνο πολύ αργότερα, αυτή η πιο ερευνητική-περιγραφική πλευρά του δημοσιογράφου Θέμου Αναστασιάδη, ήταν και το θεμέλιο επάνω στο οποίο αργότερα ξεκίνησε και εδραίωσε το Πρώτο Θέμα, το project της ζωής του, που θα παραμείνει για πάντα ταυτισμένο στη συνείδηση του κόσμου με το όνομά του κι ας λείπει πολύ ο δικός του γραπτός λόγος.
Η πορεία του ήταν ιλιγγιώδης. Ό ίδιος, σαν πρόσωπο, κάθε άλλο. Πράος και - φαινομενικά - ατάραχος! Τον έζησα σε στιγμές απίθανης τρυφερότητας απέναντι σε ανθρώπους καθημερινούς, πολλοί από τους οποίους τον κοίταζαν με δέος. Τον καιρό της «Μαύρης Τρύπας», έρχονταν θαυμαστές να τον δουν από κοντά, να τον συγχαρούν. Κυριαρχούσαν οι κοπέλες. Εκείνος, δυσανασχετούσε. Έδειχνε ότι βαριέται ή και αδιαφορεί, αλλά στο βάθος ξέραμε ότι ντρεπότανε. Μια φορά, που ήμασταν με τον Ρουμελιώτη στο γραφείο, μας λέει «ρε παιδιά, είναι κάποια που θέλει να με δει, θαυμάστρια, ας κάνει ένας από σας ότι είμαι εγώ». (Σημειώστε ότι τότε, δεν είχε βγει ακόμα στην τηλεόραση, δεν ήθελε φωτογραφία στη στήλη, άρα δεν ήταν αναγνωρίσιμος).
Προσφέρθηκα, λοιπόν εγώ! Μπαίνει η κοπέλα στο γραφείο – κούκλα πραγματική – και ρωτάει «ο κύριος Αναστασιάδης;». «Εγώ», απαντώ, και βλέπω το πρόσωπό της να φωτίζεται. «Να σας συστήσω τους συναδέλφους μου: Εδώ ο κύριος Ρουμελιώτης, και δίπλα του ο κύριος Μιχαηλίδης», λέω. Και την πήρα και ανεβήκαμε στην καφετέρια για να μην αρχίσουν οι δυο τις άγριες πλάκες τους. Επιστρέφοντας, με ρώτησε ο Θέμος «τί σου έλεγε;». «Ότι δεν της άρεσε ο Ρουμελιώτης, και καθόλου ο Μιχαηλίδης, ενώ εγώ, δηλαδή εσύ, είσαι κούκλος!».
Έτρωγε ένα γιαούρτι με φρούτα εκείνη τη στιγμή στο γραφείο του ο Θέμος, και το πέταξε κατευθείαν επάνω μου! Το βράδυ πήγαμε ταβέρνα, στου Καραβίτη στο Παγκράτι, και γίναμε ντέφι.
Κάποιους μήνες μετά, δέχτηκε ο ίδιος γιαούρτωμα από politically correct(!) αριστερούς που εισέβαλαν στην Ελευθεροτυπία και μπούκαραν στο γραφείο για να τον δείρουν επίσης. Στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης. Δεν τους άρεσε κάτι που έγραψε. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή και δεν χρειάζεται να την επαναλάβω εδώ. Ο Θέμος στηρίχτηκε περισσότερο από τον εκδότη και τη Διεύθυνση της εφημερίδας, παρά από συναδέλφους του. Τον πείραξε πολύ αυτό. Τον είδα δακρυσμένο, προσπαθώντας να μας πείσει ότι «μπήκε μια βρωμιά στα μάτια μου, …, θάταν μέσα στο γιαούρτι, …, τι μάρκα ήταν;, … να το γράψω αύριο».
Πάλι στον Καραβίτη καταλήξαμε, κάποιο από τα επόμενα βράδια.
-- Τι γλυκό θα μας φέρεις; Ρώτησε τον ταβερνιάρη.
-- Γιαούρτι με μέλι. Του απάντησε εκείνος.
-- Με Ρηγάδες, γίνεται; Ο Θέμος, ο κλασικός!
Όταν έφυγε από την εφημερίδα για να κάνει κάτι δικό του, κάτι που πάντα γυρόφερνε μέσα στο μυαλό του, τον χώρο της Μαύρης Τρύπας ανέλαβε να γεμίσει η μακαρίτισσα Μαλβίνα Κάραλη, που επίσης δεν μασούσε τα λόγια της. Είχε ήδη βάλει τη στάμπα της προσωπικότητας και του λόγου της στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, που τότε άρχισαν να εκτοξεύονταν, και η τελευταία σελίδα της «Ε», χάρη στον Θέμο και σε εκείνους που τον πίστεψαν, συνέχισε να είναι η «πρώτη».
Ο τελευταίος της ένοικος, όταν πια άρχισε να κλονίζεται η υγεία της Μαλβίνας, ήταν η αφεντιά μου. Τι σκοπεύεις να κάνεις; Με ρώτησε ο Τεγόπουλος. «Συνταγή Θέμου», απάντησα και με κοίταξε καχύποπτα. «Θα συνεχίσω να γράφω σαν λόρδος! Stories. Ιστορίες για πρόσωπα. Και προσωπεία». Πολλά από τα οποία, με έπαιρνε τηλέφωνο, συνήθως αργά τα βράδια, και μου πρότεινε ο φίλος μου!
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr