Η φορολογική προσέγγιση της ανάπτυξης και η ηθική της υπεραξίας
12.02.2022
09:21
Χωρίς καμία αμφιβολία, η εξαγορά του 49% της Viva Wallet από την JPMorgan αποτελεί σημαντική επιτυχία. Μία που ακολούθησε την εξαγορά της Chipita από την Mondelez. Εξαιρετική τιμή για τους επιχειρηματίες εκείνους που παρά τις δυσκολίες του επιχειρείν στην χώρα μας, μετουσίωσαν το όραμά τους σε πράξη.
Η επιτυχία αυτή προφανώς δεν αποτελεί προϊόν μακροχρόνιων κυβερνητικών σχεδιασμών και πολιτικής στρατηγικής του επιχειρησιακού τοπίου της χώρας. Είναι γνωστό πως τέτοιο τοπία δεν υφίσταται ακόμα. Ότι δημιουργεί ο Έλληνας επιχειρηματίας το πράττει μόνος. Με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις. Τα τελευταία δε χρόνια, χωρίς την στήριξη του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Σταθερότητα σήμερα ευτυχώς υπάρχει. Επανήλθε μετά από μία τουλάχιστον δεκαετία. Αυξημένο ενδιαφέρον προκύπτει έντονο. Ειδικά για εταιρίας τεχνολογίας όπως το νέο “success story” για το οποίο γίνονται αναφορές σχετικά με τον ενδιαφέρον της Facebook για την εξαγορά μίας μικρής ελληνικής start up. Πλήρης εξαγορά των μετόχων της όμως και έλεγχο από την ίδια την πολυεθνική. Ένα μοντέλο που ακολουθείται ευρέως από τις εταιρίας αυτές αλλά δεν ταιριάζει στην ανάγκη ανάδειξης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Μία φιλοσοφία που στηρίζεται άλλωστε στο πρόγραμμα “Πισσαρίδη” και το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης που προωθετία μέσω της χρηματοδότησης του Αναπτυξιακού Ταμείου. Σε έναν κλάδο που είναι δυνατόν να διαπρέψουμε αυτόνομα.
Κατά μία προωθημένη λογική, θα ήταν δυνατόν κάποια στιγμή η χώρα να γίνει υποδοχέας μεγάλων διεθνούς εμβέλειας επιχειρηματικών ομίλων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την έρευνα και την καινοτομία. Αυτό άλλωστε είναι ένα από τα αναπτυξιακά ζητούμενα, καθώς πλέον ανάπτυξη βιομηχανίας είναι αδύνατον αν γίνει. Με όρους όμως, προγραμματισμό και προϋποθέσεις μίας υγιούς στρατηγικής ανάδειξης της χώρας σε έναν κόμβο τεχνολογίας. Με διαφορετική στόχευση από αυτή του Αναπτυξιακού. Η ανάδειξη αυτής της στρατηγικής στόχευσης του επιχειρήν προκύπτει μέσα από μικρές εταιρίες και start ups ενώ ο Αναπτυξιακός προωθεί ένα διαφορετικό μοντέλο. Με βάση δε τα στοιχεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, μόνον το 5% των επιχειρήσεων της χώρας μπορεί να περάσει το «κατώφλι» των τραπεζών.
Αν δεν αναδειχθεί ένα υγιές περιβάλλον στήριξης, αλλά και συνολικής αντιμετώπισης των προοπτικών αυτού του κλάδου, αλλά και όσων κλάδων παρουσιάζουν ενδιαφέρον για ξένους επενδυτές - συμπεριλαμβανομένης και της φορολογικής διαχείρισης - τότε η χώρα θα διαμορφώσει μόνον ένα επενδυτικό «υπόστεγο» ως ενδιάμεσο μόνον σταθμό των κεφαλαίων, αντί για μία συνολική και σταθερή πλατφόρμα. Έχει όμως σημασία να υπάρχουν δύο σαφείς προϋποθέσεις: Κατά πρώτον μία δίκαιη και εκτός νομικίστικων προδιαγραφών φορολόγηση της υπεραξίας όταν αυτή καταγράφεται. Κατά δεύτερον ρητές διατάξεις που να υποχρεώνουν τους ξένους και όχι μόνον επενδυτές να διατηρούν ως έδρα την χώρα για τουλάχιστον μία πενταετία από τον χρόνο που ενεργοποιήθηκε η συνεργασία.
Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι πλέον η πλειοψηφία των κεφαλαίων των funds πολύ εύκολα και γρήγορα γίνονται απρόσωπα και αόρατα. Κατά συνέπεια, το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι αν η παρούσα κυβέρνησης –αλλά και οι επόμενες- έχουν την διάθεση να αναδείξουν ένα ελληνοκεντρικό περιβάλλον υποδοχής επενδύσεων, χωρίς να ακολουθούν τις «επιβαλλόμενες» διεθνώς νόρμες. Η δήλωση του υπουργού οικονομικών περί της λειτουργίας των «family offices” με στόχο την διαχείριση των χρηματικών ροών και της οικογενειακής περιουσίας φυσικών προσώπων, να ενισχύσει την αγορά ακινήτων δεν δίνει το στίγμα που έχει ανάγκη αυτή την στιγμή μία νέα επενδυτική φιλοσοφία.
Το διεθνές προφίλ της χώρας εν μέσω αρνητικών συγκυριών αλλάζει προς το θετικότερο. Προφανώς και έλευση μεγάλων διεθνών τραπεζών αυτή την χρονική στιγμή στην χώρα κάτι σηματοδοτεί. Από κάπου άλλωστε πρέπει να ξεκινήσουμε, καθώς οι εγχώριες τράπεζες παλεύουν ακόμα να επιπλεύσουν. Όμως τώρα που είναι αρχή ακόμα πρέπει να ορισθούν κανόνες ως προς την διαχείριση της «υπεραξίας» που θα δημιουργηθεί συνολικά.
Οι εξελίξεις έχουν μία δυναμική που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν την βούληση κρατών και φορέων. Κατά συνέπεια, απαιτείται άμεσα η ανάδειξη των συντεταγμένων που θα χαρακτηρίζουν το δικό μας μοντέλο προσέλκυσης διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, έτσι ώστε η χώρα να μην γίνει βάση φορολογικών “υπεκφυγών” επιχειρηματιών και family offices. Δεν είναι αυτό που απαιτείται ως μοντέλο ενίσχυσης της ανάπτυξης μιάς χώρας σε κρίση επί μία δεκαετία.
Όσοι σήμερα αναδεικνύουν επικοινωνιακά την κινητικότητα γύρω από τα deals και τις αποκρατικοποιήσεις, είναι δυνατόν να ισχυρισθούν πως αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας του διεθνούς περιβάλλοντος. Δεν θα μπορούσε η χώρα να παρεκκλίνει από το πλαίσιο αυτό. Τα δεδομένα όμως δεν είναι τα ίδια για μία χώρα που βρίσκεται υπό καθεστώς «αυξημένης επιτήρησης».
Άλλη μορφής προσέγγιση αναδεικνύεται από την υπεραξία που διαμορφώθηκε από την ιδιωτικοποίηση του ΔΕΔΔΗΕ με έσοδα 2,1δις, και άλλη από την ανάδειξη μίας άγνωστης μέχρι σήμερα εισαγόμενης φορολογικής φιλοσοφίας μέσα από την απόλυτα νόμιμη αποφυγή φορολόγησης τεράστιων υπεραξιών με βάση τα family offices. Μέχρι σήμερα αντιμετωπίσαμε την παράνομη πρακτική κάθε μορφής φοροδιαφυγής. Εγκλιματισθήκαμε με την «προσπάθεια» φοροαποφυγής. Όρος ηπιότερος, που πολλές φορές προκαλούσε «συμπάθεια» ανάλογα με την περίπτωση. Τώρα προωθείται δυναμικά στο φορολογικό τοπίο η νόμιμη πλέον φοροαποφυγή μέσω των family offices.
Ακόμα και σε χώρες όμως όπου η έννοια της φοροαποφυγής έχει αναχθεί σε επιστήμη, οι συζητήσεις είναι έντονες πλέον για το αν ο υπερπλουτισμός είναι πλέον κοινωνικά και ηθικά δίκαιος και αποδεκτός. Το ερώτημα του κατά πόσο οι υπερβολικές υπεραξίες, οι υπερπλούσιοι και τα υπερκέρδη αναδεικνύουν την επιδιωκόμενη κοινωνική και ηθική πλέον διάσταση μία τέτοιας στόχευσης αναπτυξιακής πολιτικής αναδεικνύεται όλο και περισσότερο. Σήμερα άλλωστε, οι ίδιοι οι υπερπλούσιοι όπως ο Warren Buffet, o Bill Gates συζητούν για το θέμα και κινούνται βάσει του δικού τους παραδείγματος. Ίσως είναι ευκολότερο βέβαια να “φιλοσοφείς” ως υπερπλούσιος παρά κατά την πορεία προς την θέση αυτή.
Σταθερότητα σήμερα ευτυχώς υπάρχει. Επανήλθε μετά από μία τουλάχιστον δεκαετία. Αυξημένο ενδιαφέρον προκύπτει έντονο. Ειδικά για εταιρίας τεχνολογίας όπως το νέο “success story” για το οποίο γίνονται αναφορές σχετικά με τον ενδιαφέρον της Facebook για την εξαγορά μίας μικρής ελληνικής start up. Πλήρης εξαγορά των μετόχων της όμως και έλεγχο από την ίδια την πολυεθνική. Ένα μοντέλο που ακολουθείται ευρέως από τις εταιρίας αυτές αλλά δεν ταιριάζει στην ανάγκη ανάδειξης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Μία φιλοσοφία που στηρίζεται άλλωστε στο πρόγραμμα “Πισσαρίδη” και το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης που προωθετία μέσω της χρηματοδότησης του Αναπτυξιακού Ταμείου. Σε έναν κλάδο που είναι δυνατόν να διαπρέψουμε αυτόνομα.
Κατά μία προωθημένη λογική, θα ήταν δυνατόν κάποια στιγμή η χώρα να γίνει υποδοχέας μεγάλων διεθνούς εμβέλειας επιχειρηματικών ομίλων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την έρευνα και την καινοτομία. Αυτό άλλωστε είναι ένα από τα αναπτυξιακά ζητούμενα, καθώς πλέον ανάπτυξη βιομηχανίας είναι αδύνατον αν γίνει. Με όρους όμως, προγραμματισμό και προϋποθέσεις μίας υγιούς στρατηγικής ανάδειξης της χώρας σε έναν κόμβο τεχνολογίας. Με διαφορετική στόχευση από αυτή του Αναπτυξιακού. Η ανάδειξη αυτής της στρατηγικής στόχευσης του επιχειρήν προκύπτει μέσα από μικρές εταιρίες και start ups ενώ ο Αναπτυξιακός προωθεί ένα διαφορετικό μοντέλο. Με βάση δε τα στοιχεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, μόνον το 5% των επιχειρήσεων της χώρας μπορεί να περάσει το «κατώφλι» των τραπεζών.
Αν δεν αναδειχθεί ένα υγιές περιβάλλον στήριξης, αλλά και συνολικής αντιμετώπισης των προοπτικών αυτού του κλάδου, αλλά και όσων κλάδων παρουσιάζουν ενδιαφέρον για ξένους επενδυτές - συμπεριλαμβανομένης και της φορολογικής διαχείρισης - τότε η χώρα θα διαμορφώσει μόνον ένα επενδυτικό «υπόστεγο» ως ενδιάμεσο μόνον σταθμό των κεφαλαίων, αντί για μία συνολική και σταθερή πλατφόρμα. Έχει όμως σημασία να υπάρχουν δύο σαφείς προϋποθέσεις: Κατά πρώτον μία δίκαιη και εκτός νομικίστικων προδιαγραφών φορολόγηση της υπεραξίας όταν αυτή καταγράφεται. Κατά δεύτερον ρητές διατάξεις που να υποχρεώνουν τους ξένους και όχι μόνον επενδυτές να διατηρούν ως έδρα την χώρα για τουλάχιστον μία πενταετία από τον χρόνο που ενεργοποιήθηκε η συνεργασία.
Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι πλέον η πλειοψηφία των κεφαλαίων των funds πολύ εύκολα και γρήγορα γίνονται απρόσωπα και αόρατα. Κατά συνέπεια, το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι αν η παρούσα κυβέρνησης –αλλά και οι επόμενες- έχουν την διάθεση να αναδείξουν ένα ελληνοκεντρικό περιβάλλον υποδοχής επενδύσεων, χωρίς να ακολουθούν τις «επιβαλλόμενες» διεθνώς νόρμες. Η δήλωση του υπουργού οικονομικών περί της λειτουργίας των «family offices” με στόχο την διαχείριση των χρηματικών ροών και της οικογενειακής περιουσίας φυσικών προσώπων, να ενισχύσει την αγορά ακινήτων δεν δίνει το στίγμα που έχει ανάγκη αυτή την στιγμή μία νέα επενδυτική φιλοσοφία.
Το διεθνές προφίλ της χώρας εν μέσω αρνητικών συγκυριών αλλάζει προς το θετικότερο. Προφανώς και έλευση μεγάλων διεθνών τραπεζών αυτή την χρονική στιγμή στην χώρα κάτι σηματοδοτεί. Από κάπου άλλωστε πρέπει να ξεκινήσουμε, καθώς οι εγχώριες τράπεζες παλεύουν ακόμα να επιπλεύσουν. Όμως τώρα που είναι αρχή ακόμα πρέπει να ορισθούν κανόνες ως προς την διαχείριση της «υπεραξίας» που θα δημιουργηθεί συνολικά.
Οι εξελίξεις έχουν μία δυναμική που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν την βούληση κρατών και φορέων. Κατά συνέπεια, απαιτείται άμεσα η ανάδειξη των συντεταγμένων που θα χαρακτηρίζουν το δικό μας μοντέλο προσέλκυσης διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, έτσι ώστε η χώρα να μην γίνει βάση φορολογικών “υπεκφυγών” επιχειρηματιών και family offices. Δεν είναι αυτό που απαιτείται ως μοντέλο ενίσχυσης της ανάπτυξης μιάς χώρας σε κρίση επί μία δεκαετία.
Όσοι σήμερα αναδεικνύουν επικοινωνιακά την κινητικότητα γύρω από τα deals και τις αποκρατικοποιήσεις, είναι δυνατόν να ισχυρισθούν πως αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας του διεθνούς περιβάλλοντος. Δεν θα μπορούσε η χώρα να παρεκκλίνει από το πλαίσιο αυτό. Τα δεδομένα όμως δεν είναι τα ίδια για μία χώρα που βρίσκεται υπό καθεστώς «αυξημένης επιτήρησης».
Άλλη μορφής προσέγγιση αναδεικνύεται από την υπεραξία που διαμορφώθηκε από την ιδιωτικοποίηση του ΔΕΔΔΗΕ με έσοδα 2,1δις, και άλλη από την ανάδειξη μίας άγνωστης μέχρι σήμερα εισαγόμενης φορολογικής φιλοσοφίας μέσα από την απόλυτα νόμιμη αποφυγή φορολόγησης τεράστιων υπεραξιών με βάση τα family offices. Μέχρι σήμερα αντιμετωπίσαμε την παράνομη πρακτική κάθε μορφής φοροδιαφυγής. Εγκλιματισθήκαμε με την «προσπάθεια» φοροαποφυγής. Όρος ηπιότερος, που πολλές φορές προκαλούσε «συμπάθεια» ανάλογα με την περίπτωση. Τώρα προωθείται δυναμικά στο φορολογικό τοπίο η νόμιμη πλέον φοροαποφυγή μέσω των family offices.
Ακόμα και σε χώρες όμως όπου η έννοια της φοροαποφυγής έχει αναχθεί σε επιστήμη, οι συζητήσεις είναι έντονες πλέον για το αν ο υπερπλουτισμός είναι πλέον κοινωνικά και ηθικά δίκαιος και αποδεκτός. Το ερώτημα του κατά πόσο οι υπερβολικές υπεραξίες, οι υπερπλούσιοι και τα υπερκέρδη αναδεικνύουν την επιδιωκόμενη κοινωνική και ηθική πλέον διάσταση μία τέτοιας στόχευσης αναπτυξιακής πολιτικής αναδεικνύεται όλο και περισσότερο. Σήμερα άλλωστε, οι ίδιοι οι υπερπλούσιοι όπως ο Warren Buffet, o Bill Gates συζητούν για το θέμα και κινούνται βάσει του δικού τους παραδείγματος. Ίσως είναι ευκολότερο βέβαια να “φιλοσοφείς” ως υπερπλούσιος παρά κατά την πορεία προς την θέση αυτή.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr