Να σώσουμε τη ΔΕΗ, αλλά να δούμε και ποιος φταίει
Μπάμπης Κούτρας
Να σώσουμε τη ΔΕΗ, αλλά να δούμε και ποιος φταίει
Aν και είμαι υπέρμαχος του γενικού κανόνα ότι «οι πολιτικοί κρίνονται στις κάλπες και όχι στα δικαστήρια», υπάρχουν και οι εξαιρέσεις.
Με βάση τις τελευταίες πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας και ειδικά το εσωτερικό έγγραφο που παρουσιάζει σήμερα το «ΘΕΜΑ», η χρεοκοπία της ΔΕΗ είναι μία από αυτές.
Και μόνο το περιεχόμενο του εγγράφου μπορεί να αποτελέσει βάση έρευνας του Κοινοβουλίου για τις βαρύτατες ευθύνες της προηγούμενης διοίκησης. Πώς γίνεται μια επιχείρηση του Δημοσίου, ουσιαστικά μονοπώλιο, που πριν από τέσσερα χρόνια είχε ισχυρή κερδοφορία, χρηματιστηριακή αξία κοντά στα 2 δισ. ευρώ και τεράστια περιθώρια ανάπτυξης να βρίσκεται τώρα στο χείλος του γκρεμού, να αναζητούνται εσπευσμένα 750-900 εκατ. ευρώ και να καλούνται πάλι οι πολίτες (ως καταναλωτές ή ως φορολογούμενοι) να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να σώσουν την κατάσταση;
Θα ήταν χρήσιμη αυτή η διερεύνηση για να δούμε πώς επιμερίζονται οι ευθύνες. Ανήκουν στον κ. Παναγιωτάκη και στα άλλη μέλη της διοίκησης ή φτάνουν στους αρμόδιους υπουργούς και συνολικά στην κυβέρνηση Τσίπρα; Εάν πρόκειται για αποφάσεις των... τεχνοκρατών, θα πρέπει οι συγκεκριμένοι, αλλά και οι «άλλοι» και οι επόμενοι να καταλάβουν ότι οι εταιρείες που βασικό μέτοχο έχουν το Δημόσιο δεν είναι ξέφραγο αμπέλι. Θα τολμούσαν με την ελαφρότητα των αποφάσεών τους να ρίξουν μια εταιρεία όπως η ΔΕΗ στα βράχια αν ανήκε σε ιδιώτες; Υποθέτω πως όχι. Τότε γιατί το έκαναν με τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού;
Στον βαθμό που η εμπλοκή των υπουργών της προηγούμενης κυβέρνησης περιορίζεται στην επιλογή των προσώπων που στελέχωσαν τη διοίκηση της ΔΕΗ, το χρονικό διάστημα 2015-2019, οι ευθύνες είναι πολιτικές, κρίθηκαν στις εκλογές του Ιουλίου και ελπίζω ότι δεν θα ξεχαστούν ούτε στις επόμενες του 2023. Εφόσον όμως στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έχουν εμπλακεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις, το πράγμα αλλάζει. Η αναφορά της γενικής διευθύντριας Οικονομικών χτυπάει καμπανάκι: «[...] η σημαντική υστέρηση έναντι του Προϋπολογισμού δεν φαίνεται να ανατρέπεται στο 2ο τρίμηνο και το υπόλοιπο έτος. Η κατάσταση αυτή επιβάλλει την εξέταση λήψης πρόσθετων μέτρων για την αποφυγή κινδύνου βιωσιμότητας της εταιρείας». Πόσο πιο καθαρά θα μπορούσε να το πει η αρμόδια διευθύντρια και γιατί δεν πάρθηκε κανένα μέτρο; Ποιος το αποφάσισε; Η κυβέρνηση, επειδή μπροστά της είχε εκλογές και δεν ήθελε να είναι δυσάρεστη στους πολίτες όταν μοίραζε τη... «13η σύνταξη» και φοβόταν το «μαύρο» στις κάλπες, ή η διοίκηση της εταιρείας, η οποία μάλιστα ανανέωσε τη θητεία της στο τέλος Ιουνίου, χωρίς να περιμένει την ετυμηγορία του λαού;
Από τα στοιχεία που γνωρίζουμε και όσα ειπώθηκαν προχθές στη Βουλή, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι στο θέμα της ΔΕΗ ο Τσίπρας και οι υπουργοί του έκαναν ό,τι χειρότερο μπορούσαν. Ιδεοληψίες, διαπλοκή, πολιτικές εμμονές, διοικητικά-διαχειριστικά εγκλήματα και περίεργες (τουλάχιστον) σκοπιμότητες έφεραν την κατάρρευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε τη «μικρή ΔΕΗ» που είχε σχεδιάσει η κυβέρνηση Σαμαρά για να βελτιώσει τη ρευστότητά της, να μειώσει τον δανεισμό της και να προχωρήσει σε επενδύσεις, λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων. Αντί γι’ αυτό, διατήρησε τις σούπερ ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες πληρώνοντας τεράστια ποσά για «δικαιώματα αγοράς ρύπων». Επενδύσεις σε πιο φιλικές για το περιβάλλον πηγές ενέργειας δεν έγιναν (τραγική ειρωνεία για ένα κόμμα που ξεκίνησε ως «οικολογικό» και θυμήθηκε κάπως όψιμα τις... ρίζες του με την καταστροφή του Αμαζονίου, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). Ταυτόχρονα δέχτηκε την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας στους ανταγωνιστές της σε τιμές κάτω του κόστους παραγωγής (ΝΟΜΕ) και κορόιδευε ακόμη και τον εαυτό της υποστηρίζοντας ότι θα πωλήσει ρυπογόνες μονάδες σε ιδιώτες, πράγμα που φυσικά ποτέ δεν έγινε. Η δικαιολογημένη ανοχή σε όσους πραγματικά δεν είχαν να πληρώσουν το ρεύμα τους τα χρόνια της κρίσης δεν ήταν ο λόγος που καταστράφηκε η ΔΕΗ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την επίσκεψή του στη Γερμανία είπε ότι το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της κυβέρνησης είναι ότι «δεν χρειάζεται να κάνει κωλοτούμπες». Είναι αλήθεια και ισχύει και στο θέμα της αναζήτησης ευθυνών για το ζήτημα της ΔΕΗ. Η ανάπτυξη περνά υποχρεωτικά από τη φθηνή ενέργεια και η σημερινή κυβέρνηση έχει διπλό καθήκον: Να σώσει την Επιχείρηση με το λιγότερο δυνατό κόστος για τον πολίτη και ταυτόχρονα να διερευνήσει ποιοι φταίνε. Δεν είναι θέμα πολιτικού κόστους, αλλά ζήτημα συνέπειας σε σχέση με όσα προεκλογικά είχε υποσχεθεί. Οχι στην ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και στις αθλιότητες των προηγούμενων, αλλά οι υπεύθυνοι για λάθη που στοιχίζουν ακριβά στην κοινωνία πρέπει να τιμωρηθούν. Και αν τώρα κουνάνε το χέρι ως κατήγοροι, το κάνουν γιατί αισθάνονται ένοχοι και φοβούνται.
Και μόνο το περιεχόμενο του εγγράφου μπορεί να αποτελέσει βάση έρευνας του Κοινοβουλίου για τις βαρύτατες ευθύνες της προηγούμενης διοίκησης. Πώς γίνεται μια επιχείρηση του Δημοσίου, ουσιαστικά μονοπώλιο, που πριν από τέσσερα χρόνια είχε ισχυρή κερδοφορία, χρηματιστηριακή αξία κοντά στα 2 δισ. ευρώ και τεράστια περιθώρια ανάπτυξης να βρίσκεται τώρα στο χείλος του γκρεμού, να αναζητούνται εσπευσμένα 750-900 εκατ. ευρώ και να καλούνται πάλι οι πολίτες (ως καταναλωτές ή ως φορολογούμενοι) να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να σώσουν την κατάσταση;
Θα ήταν χρήσιμη αυτή η διερεύνηση για να δούμε πώς επιμερίζονται οι ευθύνες. Ανήκουν στον κ. Παναγιωτάκη και στα άλλη μέλη της διοίκησης ή φτάνουν στους αρμόδιους υπουργούς και συνολικά στην κυβέρνηση Τσίπρα; Εάν πρόκειται για αποφάσεις των... τεχνοκρατών, θα πρέπει οι συγκεκριμένοι, αλλά και οι «άλλοι» και οι επόμενοι να καταλάβουν ότι οι εταιρείες που βασικό μέτοχο έχουν το Δημόσιο δεν είναι ξέφραγο αμπέλι. Θα τολμούσαν με την ελαφρότητα των αποφάσεών τους να ρίξουν μια εταιρεία όπως η ΔΕΗ στα βράχια αν ανήκε σε ιδιώτες; Υποθέτω πως όχι. Τότε γιατί το έκαναν με τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού;
Στον βαθμό που η εμπλοκή των υπουργών της προηγούμενης κυβέρνησης περιορίζεται στην επιλογή των προσώπων που στελέχωσαν τη διοίκηση της ΔΕΗ, το χρονικό διάστημα 2015-2019, οι ευθύνες είναι πολιτικές, κρίθηκαν στις εκλογές του Ιουλίου και ελπίζω ότι δεν θα ξεχαστούν ούτε στις επόμενες του 2023. Εφόσον όμως στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έχουν εμπλακεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις, το πράγμα αλλάζει. Η αναφορά της γενικής διευθύντριας Οικονομικών χτυπάει καμπανάκι: «[...] η σημαντική υστέρηση έναντι του Προϋπολογισμού δεν φαίνεται να ανατρέπεται στο 2ο τρίμηνο και το υπόλοιπο έτος. Η κατάσταση αυτή επιβάλλει την εξέταση λήψης πρόσθετων μέτρων για την αποφυγή κινδύνου βιωσιμότητας της εταιρείας». Πόσο πιο καθαρά θα μπορούσε να το πει η αρμόδια διευθύντρια και γιατί δεν πάρθηκε κανένα μέτρο; Ποιος το αποφάσισε; Η κυβέρνηση, επειδή μπροστά της είχε εκλογές και δεν ήθελε να είναι δυσάρεστη στους πολίτες όταν μοίραζε τη... «13η σύνταξη» και φοβόταν το «μαύρο» στις κάλπες, ή η διοίκηση της εταιρείας, η οποία μάλιστα ανανέωσε τη θητεία της στο τέλος Ιουνίου, χωρίς να περιμένει την ετυμηγορία του λαού;
Από τα στοιχεία που γνωρίζουμε και όσα ειπώθηκαν προχθές στη Βουλή, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι στο θέμα της ΔΕΗ ο Τσίπρας και οι υπουργοί του έκαναν ό,τι χειρότερο μπορούσαν. Ιδεοληψίες, διαπλοκή, πολιτικές εμμονές, διοικητικά-διαχειριστικά εγκλήματα και περίεργες (τουλάχιστον) σκοπιμότητες έφεραν την κατάρρευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε τη «μικρή ΔΕΗ» που είχε σχεδιάσει η κυβέρνηση Σαμαρά για να βελτιώσει τη ρευστότητά της, να μειώσει τον δανεισμό της και να προχωρήσει σε επενδύσεις, λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων. Αντί γι’ αυτό, διατήρησε τις σούπερ ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες πληρώνοντας τεράστια ποσά για «δικαιώματα αγοράς ρύπων». Επενδύσεις σε πιο φιλικές για το περιβάλλον πηγές ενέργειας δεν έγιναν (τραγική ειρωνεία για ένα κόμμα που ξεκίνησε ως «οικολογικό» και θυμήθηκε κάπως όψιμα τις... ρίζες του με την καταστροφή του Αμαζονίου, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). Ταυτόχρονα δέχτηκε την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας στους ανταγωνιστές της σε τιμές κάτω του κόστους παραγωγής (ΝΟΜΕ) και κορόιδευε ακόμη και τον εαυτό της υποστηρίζοντας ότι θα πωλήσει ρυπογόνες μονάδες σε ιδιώτες, πράγμα που φυσικά ποτέ δεν έγινε. Η δικαιολογημένη ανοχή σε όσους πραγματικά δεν είχαν να πληρώσουν το ρεύμα τους τα χρόνια της κρίσης δεν ήταν ο λόγος που καταστράφηκε η ΔΕΗ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την επίσκεψή του στη Γερμανία είπε ότι το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της κυβέρνησης είναι ότι «δεν χρειάζεται να κάνει κωλοτούμπες». Είναι αλήθεια και ισχύει και στο θέμα της αναζήτησης ευθυνών για το ζήτημα της ΔΕΗ. Η ανάπτυξη περνά υποχρεωτικά από τη φθηνή ενέργεια και η σημερινή κυβέρνηση έχει διπλό καθήκον: Να σώσει την Επιχείρηση με το λιγότερο δυνατό κόστος για τον πολίτη και ταυτόχρονα να διερευνήσει ποιοι φταίνε. Δεν είναι θέμα πολιτικού κόστους, αλλά ζήτημα συνέπειας σε σχέση με όσα προεκλογικά είχε υποσχεθεί. Οχι στην ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και στις αθλιότητες των προηγούμενων, αλλά οι υπεύθυνοι για λάθη που στοιχίζουν ακριβά στην κοινωνία πρέπει να τιμωρηθούν. Και αν τώρα κουνάνε το χέρι ως κατήγοροι, το κάνουν γιατί αισθάνονται ένοχοι και φοβούνται.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα