H «μαχόμενη κουλτούρα» του Μίκη Θεοδωράκη
05.09.2021
11:00
Ο Μίκης Θεοδωράκης συνδύασε το μουσικό ταλέντο με την πολιτική δράση, βάζοντας τα θεμέλια για μία «μαχόμενη κουλτούρα», όπως ο ίδιος την είχε ονομάσει
Η μεταφύτευση στην Ελλάδα της ευρωπαϊκής μουσικής έθεσε κάποιες βάσεις για την μουσική παιδεία. Στο Μεσοπόλεμο εμφανίσθηκαν σημαντικοί Έλληνες συνθέτες και γράφτηκαν ορισμένα δυναμικά έργα, αλλά ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το εγχείρημα εγκλωβίζεται σ’ έναν στείρο ακαδημαϊσμό και δεν καταφέρνει να δημιουργήσει αξιόλογο κοινό. Στα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα κυριαρχεί απολύτως το ελαφρό τραγούδι, που μιμείται τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
Το 1948, διαρκούντος του εμφυλίου πολέμου, ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκης κάνει μία ιστορική διάλεξη, με την οποία «νομιμοποιεί» το ρεμπέτικο τραγούδι. Μέχρι τότε, τα αστικά στρώματα το ταύτιζαν με τους χασικλήδες. Το ίδιο και το μπουζούκι, που ήταν το κύριο μουσικό όργανο των ρεμπέτηδων. Ο Χατζηδάκης είναι ένας ευαίσθητος αστός συνθέτης με κεντροδεξιά πολιτική τοποθέτηση. Αντιμετωπίζει την λαϊκή μουσική δημιουργία σαν πηγή έμπνευσης και υλικό. Με την άρτια μουσική του κατάρτιση και το ταλέντο του γράφει έργα, τα οποία ουσιαστικά θέτουν τις βάσεις της έντεχνης ελληνικής μουσικής. Το 1952, ο Μίκης Θεοδωράκης, σε άρθρο του για τον Χατζηδάκη, γράφει μεταξύ άλλων: «Εκείνο, που ανυψώνει τον Μ. Χατζηδάκι είναι η καινούρια ποιότητα, που φέρνει στο εμπνευσμένο και πρωτοποριακό του έργο. Είναι ο πρώτος, που έκοψε οριστικά τους δεσμούς με την ακαδημαϊκή αντίληψη, με την τοποθέτηση της ελληνικής παραγωγής μέσα σε μουσειακά, άψυχα πλαίσια και διακήρυξε με το ίδιο του το έργο την ανάγκη δημιουργίας γνήσιας νεοελληνικής μουσικής» [εφημερίδα (των Χανίων)
Το καλοκαίρι του 1943, ο 18χρονος Θεοδωράκης έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Νομική. Παραλλήλως σπουδάζει στο Εθνικό Ωδείο. Οργανώνεται στην αριστερή αντιστασιακή οργάνωση νεολαίας ΕΠΟΝ. Ο ίδιος αναφέρει πόσο τον επηρέασε η μετατροπή της κηδείας του μεγάλου Έλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά σε κορυφαία αντιστασιακή εκδήλωση. Παρουσία χιλιάδων πολιτών, ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής Άγγελος Σικελιανός απήγγειλε το ποίημά του «πάνω σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα». Ο Θεοδωράκης εξομολογείται «Αυτό το ποίημα έφθασε στα χέρια μου μαζί μ’ ένα σημείωμα: «κάνε 10 αντίγραφα και δώστα σε 10 πατριώτες’’. Μ’ αυτό το ποίημα κάναμε την πρώτη πράξη αντίστασης»
Το 1947, ο Θεοδωράκης εξορίζεται. Την περίοδο εκείνη προσπαθεί να αφομοιώσει τις αναζητήσεις της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορείας. Ο συνεξόριστός του μουσικολόγος Ανωγειανάκης τον φέρνει σε επαφή με το ρεμπέτικο τραγούδι. Στη Μακρόνησο γνωρίζει επίσης τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος υπηρετούσε εκεί την στρατιωτική του θητεία. Λίγα χρόνια αργότερα, ο νεαρός εργάτης Μπιθικώτσης θα γίνει ο εκλεκτός ερμηνευτής των έργων του. Το 1954, ο Θεοδωράκης κερδίζει μία υποτροφία και φεύγει για σπουδές στη Γαλλία.
Στα επόμενα χρόνια παρουσιάζει έργα του στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Οι κριτικές είναι ενθουσιώδεις. Ο ίδιος, όμως, συνειδητοποιεί ότι η σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική δεν μπορεί να βρει απήχηση στο ευρύ κοινό της Ελλάδας. Αποφασίζει να στραφεί στις ελληνικές μουσικές ρίζες και πιο συγκεκριμένα στη βυζαντινή και στη λαϊκή μουσική. Το 1958 ξαναδιαβάζει το ποίημα του συνεξόριστού του Γιάννη Ρίτσου «Ο Επιτάφιος». Ο ποιητής το έγραψε με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός. Θέμα του είναι ο θρήνος της μάνας για τον γιό της, που σκοτώθηκε από την αστυνομία κατά την διάρκεια διαδήλωσης καπνεργατών το 1936 στη Θεσσαλονίκη. Ο Θεοδωράκης ολοκληρώνει την μελοποίηση του ποιήματος σε μία μόνο ημέρα χωρίς να συνειδητοποιεί ότι μόλις έχει πραγματοποιήσει μία τομή στην ελληνική μουσική. Το έργο παρουσιάσθηκε το 1961 και προκάλεσε αντιφατικές αντιδράσεις. Από πολιτικής απόψεως, το αριστερό φορτίο του ήταν μία πρόκληση για το δεξιό μετεμφυλιακό καθεστώς. Από μουσικής απόψεως ήταν επίσης πρόκληση, επειδή ένα σοβαρό έργο στηριζόταν σ’ έναν λαϊκό τραγουδιστή, το Γρηγόρη Μπιθικώτση και σ’ ένα δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, το Μανώλη Χιώτη. Είναι ενδεικτικό του κλίματος της εποχής ότι οι μουσικοί της ορχήστρας της κρατικής ραδιοφωνίας αρνήθηκαν να εκτελέσουν το έργο, επειδή θεωρούσαν υποτιμητικό να παίξουν με σολίστ έναν μπουζουκτσή!
Ο Θεοδωράκης παντρεύει για πρώτη φορά ένα ποιητικό αριστούργημα με τα μπουζούκια και με την φωνή ενός λαϊκού τραγουδιστή. Η διαμάχη ξεσπάει ανοικτά σ’ όλους τους τομείς της κοινής γνώμης. Γίνεται εθνικό ζήτημα και προκαλεί μία μη αναντίστρεπτη συνειδητοποίηση. Το ζήτημα κρίθηκε. Ο άνθρωπος, που από δω και μπρος τον φωνάζουν Μίκη, πέρα από μουσικοσυνθέτης, γίνεται δημιουργός αναταραχής». Ο Θεοδωράκης δεν ακολούθησε το παράδειγμα του φίλου του Iannis Xenakis να καταξιωθεί ως συνθέτης κλασικής μουσικής στο Παρίσι. Η αριστερή του ιδεολογία τον ώθησε να υιοθετήσει την γλώσσα της λαϊκής μουσικής, η οποία είχε την αμεσότητα και την δύναμη να συγκινεί τις μάζες.
Ο ίδιος περιγράφει ως εξής αυτή την επιλογή του: «Όταν γύρισα στην Ελλάδα από το Παρίσι (1960) πήρα την απόφαση να δημιουργήσω ένα νεοελληνικό κίνημα κουλτούρας μέσα στα πλαίσια των αγωνιστικών παραδόσεων του ελληνικού λαού». Αναζήτησα πάντα το ποιητικό ή δραματικό έργο, που να μπορέσει να εκφράσει σε μια δεδομένη στιγμή και στην πιο άμεση και αποτελεσματική μορφή μία από τις πιο κρίσιμες καταστάσεις του λαού και της ιστορίας μας... Ονόμασα τραγούδι αυτή την μορφή σύγχρονης τραγωδίας. Το τραγούδι είναι ο λαός,στην ουσία του, στην πορεία του, στη ιστορική του συνέχεια... Το μουσικό αναγεννητικό κίνημα γινόταν το επίκεντρο ενός άλλου πλατύτερου, σχεδόν πολιτικού κινήματος».
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1960-67
Ο Θεοδωράκης στρέφεται οριστικά στην ποίηση. Στα έργα του, ο στίχος δεν εκφράζει το ιδεολογικό μήνυμα και η μουσική το αισθητικό μήνυμα. Το «πάντρεμα» των δύο παράγει ένα ενιαίο αισθητικό-ιδεολογικό αποτέλεσμα. Το πλατύ κοινό, μαζί με τις λαϊκές μελωδίες, έρχεται σε επαφή με υψηλού επιπέδου ποίηση. Η σχέση της μουσικής του Θεοδωράκη με το κοινό ήταν αμφίδρομη. Το διαπαιδαγωγούσε, αλλά και αντλούσε απ’ αυτό. Ο συνθέτης είχε πεί «Υποσυνείδητα, μέσω του τραγουδιού, άρχισε μια αναγεννητική διεργασία του ψυχισμού των Ελλήνων. Οι πιο σημαντικές ήταν οι ηθικές, ψυχολογικές, ιδεολογικές, και πολιτικές συνέπειες, που είχε ανάμεσα στον λαό». O Karl Marx έχει επισημάνει με οξυδέρκεια ότι «το καλλιτεχνικό αντικείμενο δημιουργεί ένα ευαίσθητο προς την τέχνη κοινό, που είναι ικανό για την αισθητική απόλαυση. Γι’ αυτό τον λόγο, η παραγωγή παράγει όχι μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά και ένα υποκείμενο για το αντικείμενο».
Ο Λουί Αλτουσέρ θεωρεί ότι «κάθε έργο τέχνης προκύπτει από ένα ταυτόχρονο αισθητικό και ιδεολογικό εγχείρημα, παράγοντας πάντοτε ένα ιδεολογικό αποτέλεσμα. Με φανταστικό τρόπο αντικατοπτρίζεται η σχέση που διατηρούν οι άνθρωποι σε μία ταξική κοινωνία με τις δομικές σχέσεις των συνθηκών ύπαρξης τους». Ακόμα κι όταν το τραγούδι δεν εκφράζει ευθέως μία ιδεολογία, λειτουργεί ιδεολογικά. Από την φύση του, έχει αμεσότητα και μπορεί να λειτουργήσει σε ευρύτερο κοινό σε σύγκριση με τις άλλες παραδοσιακές μορφές τέχνης. Η πολιτική χρήση του τραγουδιού είναι πιο μαζική και πιο αποτελεσματική, επειδή η μουσική συνυπάρχει με τον στίχο, επειδή διαρκεί λίγο χρόνο, επειδή δεν απαιτείται ιδιαίτερη μουσική καλλιέργεια, επειδή έχει την δυνατότητα να διατυπώσει συνοπτικά ένα ιδεολογικό μήνυμα και τέλος επειδή η έκφραση εικόνων είναι εύκολη, γρήγορη και άμεση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαφημιστές χρησιμοποιούν ενίοτε τη φόρμα του τραγουδιού για να περάσουν σε λίγα δευτερόλεπτα το μήνυμά τους.
Στην πορεία της ιστορίας, το τραγούδι συνδέθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης με τις συλλογικές δράσεις. Παλαιότερα στα πανηγύρια, σήμερα στις συναυλίες και στα clubs το τραγούδι είναι ο παράγοντας, που προκαλεί συλλογική συγκίνηση και απόλαυση. Ο μηχανισμός της ταύτισης είναι πολύ πιο άμεσος και μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον κινηματογράφο. Δεν είναι τυχαίο ότι το δεξιό καθεστώς αντιμετωπίζει από την αρχή τη μουσική του Θεοδωράκη με μεγάλη καχυποψία. Η μεγάλη πλειοψηφία των τραγουδιών του αποκλείεται από την κρατική ραδιοφωνία σαν «επικίνδυνα» και «διαβρωτικά»Η περιοδεία του στην ελληνική επαρχία το 1961 στιγματίζεται από βίαια επεισόδια, που προκαλούν παρακρατικές ομάδες. Σε κάθε ευκαιρία προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τους πολίτες και να αποθαρρύνουν τον Θεοδωράκη και την ορχήστρα του. Ορισμένες φορές, οι μουσικοί δέχονται επιθέσεις με πέτρες!
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
Το 1948, διαρκούντος του εμφυλίου πολέμου, ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκης κάνει μία ιστορική διάλεξη, με την οποία «νομιμοποιεί» το ρεμπέτικο τραγούδι. Μέχρι τότε, τα αστικά στρώματα το ταύτιζαν με τους χασικλήδες. Το ίδιο και το μπουζούκι, που ήταν το κύριο μουσικό όργανο των ρεμπέτηδων. Ο Χατζηδάκης είναι ένας ευαίσθητος αστός συνθέτης με κεντροδεξιά πολιτική τοποθέτηση. Αντιμετωπίζει την λαϊκή μουσική δημιουργία σαν πηγή έμπνευσης και υλικό. Με την άρτια μουσική του κατάρτιση και το ταλέντο του γράφει έργα, τα οποία ουσιαστικά θέτουν τις βάσεις της έντεχνης ελληνικής μουσικής. Το 1952, ο Μίκης Θεοδωράκης, σε άρθρο του για τον Χατζηδάκη, γράφει μεταξύ άλλων: «Εκείνο, που ανυψώνει τον Μ. Χατζηδάκι είναι η καινούρια ποιότητα, που φέρνει στο εμπνευσμένο και πρωτοποριακό του έργο. Είναι ο πρώτος, που έκοψε οριστικά τους δεσμούς με την ακαδημαϊκή αντίληψη, με την τοποθέτηση της ελληνικής παραγωγής μέσα σε μουσειακά, άψυχα πλαίσια και διακήρυξε με το ίδιο του το έργο την ανάγκη δημιουργίας γνήσιας νεοελληνικής μουσικής» [εφημερίδα (των Χανίων)
Το καλοκαίρι του 1943, ο 18χρονος Θεοδωράκης έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Νομική. Παραλλήλως σπουδάζει στο Εθνικό Ωδείο. Οργανώνεται στην αριστερή αντιστασιακή οργάνωση νεολαίας ΕΠΟΝ. Ο ίδιος αναφέρει πόσο τον επηρέασε η μετατροπή της κηδείας του μεγάλου Έλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά σε κορυφαία αντιστασιακή εκδήλωση. Παρουσία χιλιάδων πολιτών, ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής Άγγελος Σικελιανός απήγγειλε το ποίημά του «πάνω σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα». Ο Θεοδωράκης εξομολογείται «Αυτό το ποίημα έφθασε στα χέρια μου μαζί μ’ ένα σημείωμα: «κάνε 10 αντίγραφα και δώστα σε 10 πατριώτες’’. Μ’ αυτό το ποίημα κάναμε την πρώτη πράξη αντίστασης»
Το 1947, ο Θεοδωράκης εξορίζεται. Την περίοδο εκείνη προσπαθεί να αφομοιώσει τις αναζητήσεις της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορείας. Ο συνεξόριστός του μουσικολόγος Ανωγειανάκης τον φέρνει σε επαφή με το ρεμπέτικο τραγούδι. Στη Μακρόνησο γνωρίζει επίσης τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος υπηρετούσε εκεί την στρατιωτική του θητεία. Λίγα χρόνια αργότερα, ο νεαρός εργάτης Μπιθικώτσης θα γίνει ο εκλεκτός ερμηνευτής των έργων του. Το 1954, ο Θεοδωράκης κερδίζει μία υποτροφία και φεύγει για σπουδές στη Γαλλία.
Στα επόμενα χρόνια παρουσιάζει έργα του στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Οι κριτικές είναι ενθουσιώδεις. Ο ίδιος, όμως, συνειδητοποιεί ότι η σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική δεν μπορεί να βρει απήχηση στο ευρύ κοινό της Ελλάδας. Αποφασίζει να στραφεί στις ελληνικές μουσικές ρίζες και πιο συγκεκριμένα στη βυζαντινή και στη λαϊκή μουσική. Το 1958 ξαναδιαβάζει το ποίημα του συνεξόριστού του Γιάννη Ρίτσου «Ο Επιτάφιος». Ο ποιητής το έγραψε με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός. Θέμα του είναι ο θρήνος της μάνας για τον γιό της, που σκοτώθηκε από την αστυνομία κατά την διάρκεια διαδήλωσης καπνεργατών το 1936 στη Θεσσαλονίκη. Ο Θεοδωράκης ολοκληρώνει την μελοποίηση του ποιήματος σε μία μόνο ημέρα χωρίς να συνειδητοποιεί ότι μόλις έχει πραγματοποιήσει μία τομή στην ελληνική μουσική. Το έργο παρουσιάσθηκε το 1961 και προκάλεσε αντιφατικές αντιδράσεις. Από πολιτικής απόψεως, το αριστερό φορτίο του ήταν μία πρόκληση για το δεξιό μετεμφυλιακό καθεστώς. Από μουσικής απόψεως ήταν επίσης πρόκληση, επειδή ένα σοβαρό έργο στηριζόταν σ’ έναν λαϊκό τραγουδιστή, το Γρηγόρη Μπιθικώτση και σ’ ένα δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, το Μανώλη Χιώτη. Είναι ενδεικτικό του κλίματος της εποχής ότι οι μουσικοί της ορχήστρας της κρατικής ραδιοφωνίας αρνήθηκαν να εκτελέσουν το έργο, επειδή θεωρούσαν υποτιμητικό να παίξουν με σολίστ έναν μπουζουκτσή!
Ο Θεοδωράκης παντρεύει για πρώτη φορά ένα ποιητικό αριστούργημα με τα μπουζούκια και με την φωνή ενός λαϊκού τραγουδιστή. Η διαμάχη ξεσπάει ανοικτά σ’ όλους τους τομείς της κοινής γνώμης. Γίνεται εθνικό ζήτημα και προκαλεί μία μη αναντίστρεπτη συνειδητοποίηση. Το ζήτημα κρίθηκε. Ο άνθρωπος, που από δω και μπρος τον φωνάζουν Μίκη, πέρα από μουσικοσυνθέτης, γίνεται δημιουργός αναταραχής». Ο Θεοδωράκης δεν ακολούθησε το παράδειγμα του φίλου του Iannis Xenakis να καταξιωθεί ως συνθέτης κλασικής μουσικής στο Παρίσι. Η αριστερή του ιδεολογία τον ώθησε να υιοθετήσει την γλώσσα της λαϊκής μουσικής, η οποία είχε την αμεσότητα και την δύναμη να συγκινεί τις μάζες.
Ο ίδιος περιγράφει ως εξής αυτή την επιλογή του: «Όταν γύρισα στην Ελλάδα από το Παρίσι (1960) πήρα την απόφαση να δημιουργήσω ένα νεοελληνικό κίνημα κουλτούρας μέσα στα πλαίσια των αγωνιστικών παραδόσεων του ελληνικού λαού». Αναζήτησα πάντα το ποιητικό ή δραματικό έργο, που να μπορέσει να εκφράσει σε μια δεδομένη στιγμή και στην πιο άμεση και αποτελεσματική μορφή μία από τις πιο κρίσιμες καταστάσεις του λαού και της ιστορίας μας... Ονόμασα τραγούδι αυτή την μορφή σύγχρονης τραγωδίας. Το τραγούδι είναι ο λαός,στην ουσία του, στην πορεία του, στη ιστορική του συνέχεια... Το μουσικό αναγεννητικό κίνημα γινόταν το επίκεντρο ενός άλλου πλατύτερου, σχεδόν πολιτικού κινήματος».
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1960-67
Ο Θεοδωράκης στρέφεται οριστικά στην ποίηση. Στα έργα του, ο στίχος δεν εκφράζει το ιδεολογικό μήνυμα και η μουσική το αισθητικό μήνυμα. Το «πάντρεμα» των δύο παράγει ένα ενιαίο αισθητικό-ιδεολογικό αποτέλεσμα. Το πλατύ κοινό, μαζί με τις λαϊκές μελωδίες, έρχεται σε επαφή με υψηλού επιπέδου ποίηση. Η σχέση της μουσικής του Θεοδωράκη με το κοινό ήταν αμφίδρομη. Το διαπαιδαγωγούσε, αλλά και αντλούσε απ’ αυτό. Ο συνθέτης είχε πεί «Υποσυνείδητα, μέσω του τραγουδιού, άρχισε μια αναγεννητική διεργασία του ψυχισμού των Ελλήνων. Οι πιο σημαντικές ήταν οι ηθικές, ψυχολογικές, ιδεολογικές, και πολιτικές συνέπειες, που είχε ανάμεσα στον λαό». O Karl Marx έχει επισημάνει με οξυδέρκεια ότι «το καλλιτεχνικό αντικείμενο δημιουργεί ένα ευαίσθητο προς την τέχνη κοινό, που είναι ικανό για την αισθητική απόλαυση. Γι’ αυτό τον λόγο, η παραγωγή παράγει όχι μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά και ένα υποκείμενο για το αντικείμενο».
Ο Λουί Αλτουσέρ θεωρεί ότι «κάθε έργο τέχνης προκύπτει από ένα ταυτόχρονο αισθητικό και ιδεολογικό εγχείρημα, παράγοντας πάντοτε ένα ιδεολογικό αποτέλεσμα. Με φανταστικό τρόπο αντικατοπτρίζεται η σχέση που διατηρούν οι άνθρωποι σε μία ταξική κοινωνία με τις δομικές σχέσεις των συνθηκών ύπαρξης τους». Ακόμα κι όταν το τραγούδι δεν εκφράζει ευθέως μία ιδεολογία, λειτουργεί ιδεολογικά. Από την φύση του, έχει αμεσότητα και μπορεί να λειτουργήσει σε ευρύτερο κοινό σε σύγκριση με τις άλλες παραδοσιακές μορφές τέχνης. Η πολιτική χρήση του τραγουδιού είναι πιο μαζική και πιο αποτελεσματική, επειδή η μουσική συνυπάρχει με τον στίχο, επειδή διαρκεί λίγο χρόνο, επειδή δεν απαιτείται ιδιαίτερη μουσική καλλιέργεια, επειδή έχει την δυνατότητα να διατυπώσει συνοπτικά ένα ιδεολογικό μήνυμα και τέλος επειδή η έκφραση εικόνων είναι εύκολη, γρήγορη και άμεση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαφημιστές χρησιμοποιούν ενίοτε τη φόρμα του τραγουδιού για να περάσουν σε λίγα δευτερόλεπτα το μήνυμά τους.
Στην πορεία της ιστορίας, το τραγούδι συνδέθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης με τις συλλογικές δράσεις. Παλαιότερα στα πανηγύρια, σήμερα στις συναυλίες και στα clubs το τραγούδι είναι ο παράγοντας, που προκαλεί συλλογική συγκίνηση και απόλαυση. Ο μηχανισμός της ταύτισης είναι πολύ πιο άμεσος και μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον κινηματογράφο. Δεν είναι τυχαίο ότι το δεξιό καθεστώς αντιμετωπίζει από την αρχή τη μουσική του Θεοδωράκη με μεγάλη καχυποψία. Η μεγάλη πλειοψηφία των τραγουδιών του αποκλείεται από την κρατική ραδιοφωνία σαν «επικίνδυνα» και «διαβρωτικά»Η περιοδεία του στην ελληνική επαρχία το 1961 στιγματίζεται από βίαια επεισόδια, που προκαλούν παρακρατικές ομάδες. Σε κάθε ευκαιρία προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τους πολίτες και να αποθαρρύνουν τον Θεοδωράκη και την ορχήστρα του. Ορισμένες φορές, οι μουσικοί δέχονται επιθέσεις με πέτρες!
Ο Θεοδωράκης καταλαβαίνει την επιρροή που η μουσική του ασκεί στο κοινό. Η αντίδραση του δεξιού καθεστώτος είναι μία επιβεβαίωση της πολιτικής του δύναμης. «Με την κρατική απαγόρευση του μουσικού μου έργου, η θέση, το νόημα και το αληθινό περιεχόμενο της μουσικής μου παίρνει ένα καινούριο χαρακτήρα, μια νέα σημασία. Αυτή είναι η θετική πλευρά του εξοστρακισμού μου». Η μουσική από μόνη της δεν μπορεί να επιφέρει κοινωνικές αλλαγές, αλλά η περίπτωση του Θεοδωράκη αποδεικνύει πως σε ειδικές συγκυρίες μπορεί να συμβάλλει σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση. Σε τέτοιες ειδικές συγκυρίες, η πολιτική και η μουσική αναπτύσσουν μία διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης. Η μουσική συμμετέχει, έστω και δευτερευόντως, στην ανάπτυξη ενός πολιτικού κινήματος. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Θεοδωράκης εκφράζεται καλλιτεχνικά και μέσω του κινηματογράφου. Δημιουργεί αυτό που ο ίδιος ονομάζει «cinematographic opera». Ένα από τα έργα που ξεχωρίζει είναι ο Zorbas the greek. Στη μουσική που έγραψε για το έργο αυτό διαφαίνεται όλη η δύναμη του μπουζουκιού. Η γοητευτική απελευθέρωση του παραδοσιακού ελληνικού χορού συρτάκι κερδίζει τις εντυπώσεις και κάνει τον γύρο του κόσμου. Παρ’ όλη την φήμη που του χαρίζει το έργο αυτό, ο Θεοδωράκης έχει επίγνωση ότι δεν αποτελεί σπουδαίο σταθμό της καριέρας του. Όπως αναφέρει και ο Πιερά «ο Μίκης υπέγραφε μία μυστική συμφωνία με το κοινό του.
Φαίνεται σαν να έλεγε: Ας αφήσουμε τον Ζορμπά σ’αυτούς που κάνουν τις διακοπές τους. Εξάλλου δεν τους προσβάλουμε παρουσιάζοντας τους μια εικόνα απλή,ευτυχισμένη και ζωογόνα του τί είμαστε. Εμείς όμως ξέρουμε από πού ερχόμαστε, από ποιές δοκιμασίες και θυσίες περάσαμε. Ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε. Δεν είμαστε εδώ για να καθόμαστε βολικά στο μεγάλο θέαμα, αλλά για να επινοήσουμε μία τέχνη, που θα προετοιμάζει την αυριανή Ελλάδα...» Τον Μάιο 1963 δολοφονείται κατά την διάρκεια πολιτικής συγκέντρωσης ο βουλευτής της Αριστεράς, καθηγητής ιατρικής και παλαιός βαλκανιονίκης Γρηγόρης Λαμπράκης. Παρακρατικοί, που όπως απεδείχθη κατευθύνονταν από την ηγεσία της Αστυνομίας, τον δολοφονούν με λοστό, προκαλώντας σοκ στην κοινή γνώμη. Σ’ εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ο μουσικός Θεοδωράκης μετατρέπεται και σε πολιτικό καθοδηγητή. Ιδρύει την αριστερή «Νεολαία Λαμπράκη», η οποία, υπό την ηγεσία του, εξελίσσεται σε σημαντική πολιτική δύναμη.
Το 1964 εκλέγεται πανηγυρικά βουλευτής της ΕΔΑ. Την ίδια περίοδο ολοκληρώνει την μελοποίηση του Άξιον Εστί. Θεωρείται το αριστούργημά του. Η μουσική και η ποίηση παντρεύονται για να υμνήσουν την φύση και τον ήλιο, που φωτίζει την Ελλάδα από την αρχαιότητα ως σήμερα. Όλες οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα χρώματα, οι άνθρωποι, η ιστορία, τα θαύματα και τα πάθη του Ελληνισμού παρελαύνουν ως εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς. Η συμμετοχή του Ελύτη στον Αλβανικό πόλεμο (1940-41) τον μετέτρεψε από λυρικό υμνητή της φύσης σε μάρτυρα της ελληνικής τραγωδίας. Το Άξιον Εστί είναι έπος, επηρεασμένο από την εκκλησία, τραγική σύνοψη της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Θεοδωράκης ένιωσε πώς το ποίημα αυτό αντιπροσώπευε τη γενιά του. «Ο λόγος του ποιητή είναι ο λόγος του λαού, οι μνήμες του είναι μνήμη δικιά του.Ο λαός είναι ο δημιουργός των γεγονότων που εμπνέουν τον ποιητή. Τα πάθη του είναι δικά του και η δόξα επίσης. O βαθύτατος Ελλαδισμός του Άξιον Εστί το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωση του σαν μια συγκεκριμένη ιστορική αξία, αλλά και σαν ηθική στάση και παρουσία».
Το Αξιον Εστί κατέχει μια θέση στο έργο του Θεοδωράκη, που από πολλές απόψεις μπορεί να συγκριθεί με τη θέση που κατέχει το Les Noces στο έργο του Στραβίνσκυ. Αν το Les Noces ήταν μία εντυπωσιακή επιθανάτια πάλη του εθνικού πνεύματος, το Άξιον Εστί σήμαινε την τελευταία απόπειρα του Θεοδωράκη να συνδυάσει τις γνώσεις του γύρω από τις σύγχρονες ευρωπαϊκές συνθετικές αντιλήψεις με ελληνικά και δημοτικά στοιχεία. Μετα το Les Noces, ο Στραβίνσκυ απέρριψε την παράδοση. Μετά το Άξιον Εστί, Θεοδωράκης εγκατέλειψε τον σύγχρονο κλασικισμό. Τον Μάιο 1965, κατά την διάρκεια διαδήλωσης δολοφονούν τον αριστερό φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα. Με το τραγούδι που γράφει γι’ αυτόν, ο Θεοδωράκης κάνει το όνομά του
σύνθημα ελευθερίας και αντίστασης: Την ίδια χρονιά ο Θεοδωράκης γράφει την Ρωμιοσύνη σε ποίηση Ρίτσου.
Τα εννιά τραγούδια του έργου αυτού κλείνουν μέσα τους την κραυγή ενός ολόκληρου λαού για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι ένα κάλεσμα αγώνα. Τραγουδάει τις δοκιμασίες του παρελθόντος και τις δυνατότητες του μέλλοντος. Τα τραγούδια έχουν δύναμη και μία τραχύτητα. «Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα, με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός και τούτοι μες στα σίδερα και εκείνοι μέσα στο χώμα. Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας».Στο έργο αυτό, ο ρόλος της ορχήστρας περιορίζεται στο ελάχιστο. Κυριαρχεί η φωνή του Μπιθικώτση. Ερμηνεύει μοναδικά τα τραγούδια, χωρίζοντας κάθε συλλαβή με καθαρότητα και δύναμη. Τραγουδάει όπως σφίγγει κανείς την γροθιά δίνοντας όρκο.
ΕΠΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
Στην εξορία, ο Θεοδωράκης προμηθεύεται το χειρόγραφο ενός μεγάλου ποιήματος. Το είχε γράψει κατά την διάρκεια της κράτησής της στην Ασφάλεια μία άγνωστη γυναίκα. Το ποίημα με τίτλο «Κατάσταση Πολιορκίας» θα μελοποιηθεί από τον συνθέτη και θα αποτελέσει το έργο, που αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο το κλίμα εκείνης της εποχής. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης το χαρακτήρισε «ανυπέρβλητο σε ομορφιά, δύναμη και αλήθεια ποιήμα. Καθε λέξη, κάθε εικόνα και νόημα μπηγόταν στην σάρκα μου. Με πονούσαν, με ανακούφιζαν, με λύτρωναν. Ήταν η φωνή μας». Η Κατάσταση Πόλιορκίας βγαίνει σε δίσκο στην Polydor και μαζί με τα Tραγούδια του Ανδρέα αποτελούν τα μουσικά σημεία αναφοράς του αντιδικτατορικού αγώνα. Τα τραγούδια του Ανδρέα έχουν γραφεί σε στίχους Θεοδωράκη και είναι αφιερωμένοι σ’ έναν συγκρατούμενό του, που αντιμετώπισε με γενναιότητα τα βασανιστήρια. Αυτός και ο Μίκης βρισκόντουσαν σε διπλανά κελιά και επικοινωνούσαν με χτυπήματα στον τοίχο (ένα είδος κώδικα) που τους χώριζε.
«Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα, Μετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώ. Τακ-τακ εσυ, τακ-τακ εγώ. Που πάει να πεί στη γλώσσα τούτη τη βουβή, βαστάω γερά, κρατάω καλά». Ο Θεοδωράκης προκαλούσε το δικτατορικό καθεστώς: «Έχετε άρματα μάχης, έχω τραγούδια. Το κακό για εσάς είναι ότι δεν βρήκατε άρματα να σκοτώνουν τα τραγούδια. Είμαι πιο δυνατός από εσάς, γιατί ο χρόνος φθείρει τα άρματα, ενώ δυναμώνει τα τραγούδια». Οι δίσκοι του Θεοδωράκη κυκλοφορούν παράνομα και ακούγονται χαμηλά, πίσω από διπλοκλειδωμένες πόρτες. Ακόμα και τα τραγούδια, που δεν είναι «τραγούδια της γροθιάς» λειτουργούν άμεσα πολιτικά. Μετά από ξαφνικές εφόδους στα σπίτια, άνθρωποι συλλαμβάνονται και οι απαγορευμένοι δίσκοι κατάσχονται ως πειστήρια εγκλήματος. Το κλίμα της εποχής αποτυπώνει είναι η παρακάτω είδηση, που δημοσιεύεται στις εφημερίδες: «Το στρατοδικείον της Θεσσαλονίκης κατεδίκασε την παρελθούσαν Τετάρτη, τον Κωνσταντίνο Δαούτην, ηλικίας 24 ετών, εις τετραετήν φυλάκιση, διότι επώλησεν δίσκο του Θεοδωράκη».
Το 1970, ο Θεοδωράκης διαφεύγει στο Παρίσι. Οι συναυλίες του σ’ όλο σχεδόν τον κόσμο μετατρέπονται σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις. Την ίδια εποχή στην Ελλάδα έχει αρχίσει δειλά να αναπτύσσεται μία σημαντική πολιτιστική δραστηριότητα. Μέσα από εκδόσεις πολιτικών και λογοτεχνικών βιβλίων, από κινηματογραφικές προβολές, θεατρικές παραστάσεις, και μουσικές εκδηλώσεις διοχετεύεται η καταπιεσμένη πολιτική έκφραση.
Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Μετά την πτώση της δικτατορίας,το κοινό διψάει να ακούσει ότι ήταν απαγορευμένο τα προηγούμενα χρόνια. Για ένα χρόνο περίπου, ο Θεοδωράκης παίζει φορά πρωταγωνιστικό ρόλο. Οργώνει την Ελλάδα με συναυλίες, που θυμίζουν περισσότερο διαδήλωση. Το κοινό συμμετέχει ενεργά όχι μόνο τραγουδώντας αλλά και φωνάζοντας συνθήματα. Έχει ανάγκη να βιώσει την ελευθερία του. Η μουσική του δίνει την ευκαιρία. Οι συναυλίες είναι πρωτίστως πολιτικές εκδηλώσεις και δευτερευόντως καλλιτεχνικές. Την περίοδο εκείνη δισκογραφικά κυκλοφορούν όλα τα απαγορευμένα τραγούδια. Οι παλιοί δίσκοι του Θεοδωράκη αλλά και τα έργα που είχε συνθέσει στην εξορία και στο εξωτερικό.Η υπερβολή δεν άργησε να οδηγήσει στην υποβάθμιση.
Τα Τραγούδια της γροθιάς, κραυγαλέα συνθηματολογία και φθηνές αντιγραφές του Θεοδωράκη άρχισαν να υποβαθμίζουν ένα ρωμαλέο μουσικό-πολιτικό κίνημα. Ο Θεοδωρακης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίον η μουσική συμβάλλει στην πραγματοποίηση κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών. Ήταν ο συνθέτης που καινοτόμησε. Πάντρεψε την ποίηση με μία μουσική, η οποία πάταγε γερά στην παράδοση και στο λαϊκό τραγούδι, αλλά ταυτοχρόνως είχε κατακτήσει τα πιο σύγχρονα εκφραστικά μέσα. Το αποτέλεσμα ήταν τα έργα του να διεισδύσουν βαθειά σ’ όλη την κοινωνική πυραμίδα. Μέσα α’ αυτά, ο λαός κοινώνησε κι αναβαπτίστηκε σε μία ανώτερη έκφραση του δικού του πολιτισμού.
Φαίνεται σαν να έλεγε: Ας αφήσουμε τον Ζορμπά σ’αυτούς που κάνουν τις διακοπές τους. Εξάλλου δεν τους προσβάλουμε παρουσιάζοντας τους μια εικόνα απλή,ευτυχισμένη και ζωογόνα του τί είμαστε. Εμείς όμως ξέρουμε από πού ερχόμαστε, από ποιές δοκιμασίες και θυσίες περάσαμε. Ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε. Δεν είμαστε εδώ για να καθόμαστε βολικά στο μεγάλο θέαμα, αλλά για να επινοήσουμε μία τέχνη, που θα προετοιμάζει την αυριανή Ελλάδα...» Τον Μάιο 1963 δολοφονείται κατά την διάρκεια πολιτικής συγκέντρωσης ο βουλευτής της Αριστεράς, καθηγητής ιατρικής και παλαιός βαλκανιονίκης Γρηγόρης Λαμπράκης. Παρακρατικοί, που όπως απεδείχθη κατευθύνονταν από την ηγεσία της Αστυνομίας, τον δολοφονούν με λοστό, προκαλώντας σοκ στην κοινή γνώμη. Σ’ εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ο μουσικός Θεοδωράκης μετατρέπεται και σε πολιτικό καθοδηγητή. Ιδρύει την αριστερή «Νεολαία Λαμπράκη», η οποία, υπό την ηγεσία του, εξελίσσεται σε σημαντική πολιτική δύναμη.
Το 1964 εκλέγεται πανηγυρικά βουλευτής της ΕΔΑ. Την ίδια περίοδο ολοκληρώνει την μελοποίηση του Άξιον Εστί. Θεωρείται το αριστούργημά του. Η μουσική και η ποίηση παντρεύονται για να υμνήσουν την φύση και τον ήλιο, που φωτίζει την Ελλάδα από την αρχαιότητα ως σήμερα. Όλες οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα χρώματα, οι άνθρωποι, η ιστορία, τα θαύματα και τα πάθη του Ελληνισμού παρελαύνουν ως εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς. Η συμμετοχή του Ελύτη στον Αλβανικό πόλεμο (1940-41) τον μετέτρεψε από λυρικό υμνητή της φύσης σε μάρτυρα της ελληνικής τραγωδίας. Το Άξιον Εστί είναι έπος, επηρεασμένο από την εκκλησία, τραγική σύνοψη της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Θεοδωράκης ένιωσε πώς το ποίημα αυτό αντιπροσώπευε τη γενιά του. «Ο λόγος του ποιητή είναι ο λόγος του λαού, οι μνήμες του είναι μνήμη δικιά του.Ο λαός είναι ο δημιουργός των γεγονότων που εμπνέουν τον ποιητή. Τα πάθη του είναι δικά του και η δόξα επίσης. O βαθύτατος Ελλαδισμός του Άξιον Εστί το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωση του σαν μια συγκεκριμένη ιστορική αξία, αλλά και σαν ηθική στάση και παρουσία».
Το Αξιον Εστί κατέχει μια θέση στο έργο του Θεοδωράκη, που από πολλές απόψεις μπορεί να συγκριθεί με τη θέση που κατέχει το Les Noces στο έργο του Στραβίνσκυ. Αν το Les Noces ήταν μία εντυπωσιακή επιθανάτια πάλη του εθνικού πνεύματος, το Άξιον Εστί σήμαινε την τελευταία απόπειρα του Θεοδωράκη να συνδυάσει τις γνώσεις του γύρω από τις σύγχρονες ευρωπαϊκές συνθετικές αντιλήψεις με ελληνικά και δημοτικά στοιχεία. Μετα το Les Noces, ο Στραβίνσκυ απέρριψε την παράδοση. Μετά το Άξιον Εστί, Θεοδωράκης εγκατέλειψε τον σύγχρονο κλασικισμό. Τον Μάιο 1965, κατά την διάρκεια διαδήλωσης δολοφονούν τον αριστερό φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα. Με το τραγούδι που γράφει γι’ αυτόν, ο Θεοδωράκης κάνει το όνομά του
σύνθημα ελευθερίας και αντίστασης: Την ίδια χρονιά ο Θεοδωράκης γράφει την Ρωμιοσύνη σε ποίηση Ρίτσου.
Τα εννιά τραγούδια του έργου αυτού κλείνουν μέσα τους την κραυγή ενός ολόκληρου λαού για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι ένα κάλεσμα αγώνα. Τραγουδάει τις δοκιμασίες του παρελθόντος και τις δυνατότητες του μέλλοντος. Τα τραγούδια έχουν δύναμη και μία τραχύτητα. «Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα, με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός και τούτοι μες στα σίδερα και εκείνοι μέσα στο χώμα. Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας».Στο έργο αυτό, ο ρόλος της ορχήστρας περιορίζεται στο ελάχιστο. Κυριαρχεί η φωνή του Μπιθικώτση. Ερμηνεύει μοναδικά τα τραγούδια, χωρίζοντας κάθε συλλαβή με καθαρότητα και δύναμη. Τραγουδάει όπως σφίγγει κανείς την γροθιά δίνοντας όρκο.
ΕΠΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
Στην εξορία, ο Θεοδωράκης προμηθεύεται το χειρόγραφο ενός μεγάλου ποιήματος. Το είχε γράψει κατά την διάρκεια της κράτησής της στην Ασφάλεια μία άγνωστη γυναίκα. Το ποίημα με τίτλο «Κατάσταση Πολιορκίας» θα μελοποιηθεί από τον συνθέτη και θα αποτελέσει το έργο, που αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο το κλίμα εκείνης της εποχής. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης το χαρακτήρισε «ανυπέρβλητο σε ομορφιά, δύναμη και αλήθεια ποιήμα. Καθε λέξη, κάθε εικόνα και νόημα μπηγόταν στην σάρκα μου. Με πονούσαν, με ανακούφιζαν, με λύτρωναν. Ήταν η φωνή μας». Η Κατάσταση Πόλιορκίας βγαίνει σε δίσκο στην Polydor και μαζί με τα Tραγούδια του Ανδρέα αποτελούν τα μουσικά σημεία αναφοράς του αντιδικτατορικού αγώνα. Τα τραγούδια του Ανδρέα έχουν γραφεί σε στίχους Θεοδωράκη και είναι αφιερωμένοι σ’ έναν συγκρατούμενό του, που αντιμετώπισε με γενναιότητα τα βασανιστήρια. Αυτός και ο Μίκης βρισκόντουσαν σε διπλανά κελιά και επικοινωνούσαν με χτυπήματα στον τοίχο (ένα είδος κώδικα) που τους χώριζε.
«Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα, Μετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώ. Τακ-τακ εσυ, τακ-τακ εγώ. Που πάει να πεί στη γλώσσα τούτη τη βουβή, βαστάω γερά, κρατάω καλά». Ο Θεοδωράκης προκαλούσε το δικτατορικό καθεστώς: «Έχετε άρματα μάχης, έχω τραγούδια. Το κακό για εσάς είναι ότι δεν βρήκατε άρματα να σκοτώνουν τα τραγούδια. Είμαι πιο δυνατός από εσάς, γιατί ο χρόνος φθείρει τα άρματα, ενώ δυναμώνει τα τραγούδια». Οι δίσκοι του Θεοδωράκη κυκλοφορούν παράνομα και ακούγονται χαμηλά, πίσω από διπλοκλειδωμένες πόρτες. Ακόμα και τα τραγούδια, που δεν είναι «τραγούδια της γροθιάς» λειτουργούν άμεσα πολιτικά. Μετά από ξαφνικές εφόδους στα σπίτια, άνθρωποι συλλαμβάνονται και οι απαγορευμένοι δίσκοι κατάσχονται ως πειστήρια εγκλήματος. Το κλίμα της εποχής αποτυπώνει είναι η παρακάτω είδηση, που δημοσιεύεται στις εφημερίδες: «Το στρατοδικείον της Θεσσαλονίκης κατεδίκασε την παρελθούσαν Τετάρτη, τον Κωνσταντίνο Δαούτην, ηλικίας 24 ετών, εις τετραετήν φυλάκιση, διότι επώλησεν δίσκο του Θεοδωράκη».
Το 1970, ο Θεοδωράκης διαφεύγει στο Παρίσι. Οι συναυλίες του σ’ όλο σχεδόν τον κόσμο μετατρέπονται σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις. Την ίδια εποχή στην Ελλάδα έχει αρχίσει δειλά να αναπτύσσεται μία σημαντική πολιτιστική δραστηριότητα. Μέσα από εκδόσεις πολιτικών και λογοτεχνικών βιβλίων, από κινηματογραφικές προβολές, θεατρικές παραστάσεις, και μουσικές εκδηλώσεις διοχετεύεται η καταπιεσμένη πολιτική έκφραση.
Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Μετά την πτώση της δικτατορίας,το κοινό διψάει να ακούσει ότι ήταν απαγορευμένο τα προηγούμενα χρόνια. Για ένα χρόνο περίπου, ο Θεοδωράκης παίζει φορά πρωταγωνιστικό ρόλο. Οργώνει την Ελλάδα με συναυλίες, που θυμίζουν περισσότερο διαδήλωση. Το κοινό συμμετέχει ενεργά όχι μόνο τραγουδώντας αλλά και φωνάζοντας συνθήματα. Έχει ανάγκη να βιώσει την ελευθερία του. Η μουσική του δίνει την ευκαιρία. Οι συναυλίες είναι πρωτίστως πολιτικές εκδηλώσεις και δευτερευόντως καλλιτεχνικές. Την περίοδο εκείνη δισκογραφικά κυκλοφορούν όλα τα απαγορευμένα τραγούδια. Οι παλιοί δίσκοι του Θεοδωράκη αλλά και τα έργα που είχε συνθέσει στην εξορία και στο εξωτερικό.Η υπερβολή δεν άργησε να οδηγήσει στην υποβάθμιση.
Τα Τραγούδια της γροθιάς, κραυγαλέα συνθηματολογία και φθηνές αντιγραφές του Θεοδωράκη άρχισαν να υποβαθμίζουν ένα ρωμαλέο μουσικό-πολιτικό κίνημα. Ο Θεοδωρακης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίον η μουσική συμβάλλει στην πραγματοποίηση κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών. Ήταν ο συνθέτης που καινοτόμησε. Πάντρεψε την ποίηση με μία μουσική, η οποία πάταγε γερά στην παράδοση και στο λαϊκό τραγούδι, αλλά ταυτοχρόνως είχε κατακτήσει τα πιο σύγχρονα εκφραστικά μέσα. Το αποτέλεσμα ήταν τα έργα του να διεισδύσουν βαθειά σ’ όλη την κοινωνική πυραμίδα. Μέσα α’ αυτά, ο λαός κοινώνησε κι αναβαπτίστηκε σε μία ανώτερη έκφραση του δικού του πολιτισμού.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr