Η αύξηση των γεννήσεων και δημογραφικό πρόβλημα
Μιλτιάδης Νεκτάριος

Μιλτιάδης Νεκτάριος

Η αύξηση των γεννήσεων και δημογραφικό πρόβλημα


Η πολιτική της αύξησης των γεννήσεων αποτελεί τον έναν από τους τρεις τρόπους αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος - οι άλλοι δύο είναι η προσέλκυση των ομογενών και η επιλεκτική αποδοχή των μεταναστών.

Στην Ελλάδα οι γεννήσεις βρίσκονται σε σταθερά πτωτική πορεία, φτάνοντας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., σε ιστορικό χαμηλό το 2018, κάτω από τις 86.500. Το φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις - θάνατοι) είναι αρνητικό από το 2010. Εκτός από το μέγεθος αλλάζουν η δομή και η σύνθεση του πληθυσμού. Ο πληθυσμός των ατόμων άνω των 65 ετών ξεπερνά εκείνον των παιδιών κάτω των 15 ετών, ενώ οι άνω των 80 ετών αποτελούν την ταχύτερα αυξανόμενη ηλικιακή ομάδα του πληθυσμού.

Η μεγαλύτερη προτεραιότητα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας έγκειται στην προσπάθεια άμεσης αναστροφής των πτωτικών τάσεων στη γονιμότητα του γηγενούς πληθυσμού. Για να επιτευχθεί αυτό, σημαντική προϋπόθεση είναι η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας σε μακροχρόνια βάση, ούτως ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στις προοπτικές των ίδιων και των οικογενειών τους.

Στη συνέχεια πρέπει να εκπονηθεί μια εθνική πολιτική οικονομικής ενίσχυσης των οικογενειών για τις δαπάνες εγκυμοσύνης και τοκετού, καθώς και των δαπανών για βρεφονηπιακούς σταθμούς, αλλά και η παροχή οικονομικών κινήτρων.

Οπως έδειξε σχετική μελέτη του Πανεπιστημίου Πειραιώς για τη «διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν τη γονιμότητα των νέων ζευγαριών στην Ελλάδα», που έγινε για λογαριασμό της Hope Genesis (Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία), δεν υπάρχουν γενικές λύσεις για όλες τις περιπτώσεις σε σχέση με τον γηγενή πληθυσμό, αλλά θα ήταν προτιμότερο να σχεδιαστούν επιμέρους πολιτικές για τη βελτίωση του δείκτη γεννήσεων ανάλογα με το επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας.

Οι πολιτικές αυτές πρέπει να κλιμακωθούν σε τρεις γεωγραφικές περιοχές: α) στις ακριτικές, ηπειρωτικές και νησιωτικές, β) στις ημιαστικές, και γ) στις αστικές. Οπως έδειξε η εν λόγω μελέτη, η κάθε περιοχή έχει τις δικές της ανάγκες και προτεραιότητες.

Εκείνες με μικρό πληθυσμό και δύσκολη πρόσβαση σε δομές υγείας -ακριτικές, ηπειρωτικές και ακριτικά νησιά, αλλά και ορεινές ημιαστικές- παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπογεννητικότητας. Η τοπική παρουσία γυναικολόγου ή μαίας, ακόμα και υποτυπώδους κέντρου υγείας είναι αδύνατη, ενώ η παρουσία του αγροτικού γιατρού δεν δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας και ηρεμίας στις γυναίκες προκειμένου να πάρουν τη δύσκολη απόφαση για εγκυμοσύνη. Σε αυτές τις περιοχές χρειάζεται σαφέστατα ενίσχυση των ιατρικών υπηρεσιών, είτε μέσω κεντρικών δομών υγείας είτε μέσω οργανισμών-φορέων που να υποστηρίζουν ιατρικά τις περιοχές αυτές. Απαιτείται, επίσης, οικονομική υποστήριξη για τα σχετικά ιατρικά έξοδα κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, αλλά δεν είναι έντονο το πρόβλημα της έλλειψης βρεφονηπιακών σταθμών.

Στις ημιαστικές περιοχές υπάρχει διαθεσιμότητα κατάλληλων ιατρικών υποδομών, αλλά επιζητείται οικονομική ενίσχυση για ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού και, κατά περίπτωση, για δαπάνες βρεφονηπιακών σταθμών, καθώς και οικονομικά κίνητρα.

Στις αστικές περιοχές υπάρχει επάρκεια υποδομών υγείας, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας και οι περιορισμοί που επιβάλλει το εργασιακό περιβάλλον στις γυναίκες που θα επιθυμούσαν να τεκνοποιήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεση για τεκνοποίηση είναι η κάλυψη των ιατρικών δαπανών κύησης και τοκετού, όπως και οι δαπάνες βρεφονηπιακών σταθμών, αλλά και κάθε είδους ελάφρυνση. Επίσης, πρέπει να επανεξεταστεί το πλαίσιο που διασυνδέει τη μητρότητα με την εργασία, ακολουθώντας διαδικασίες και δομές δοκιμασμένες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να υποστηριχθεί η μητρότητα παράλληλα με την εργασία.

Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι οι φιλικές προς την οικογένεια συνθήκες εργασίας -όχι μόνο για τις γυναίκες αλλά και για τους άνδρες- αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση περισσότερων του ενός παιδιών. Η ενίσχυση των γεννήσεων δεν μπορεί να συμβεί παρά μέσα από τη δημιουργία ενός υποστηρικτικού για την οικογένεια εργασιακού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Ουσιαστική υποστήριξη των εργαζομένων μητέρων πριν και μετά τον τοκετό, πραγματική ισότητα στα δικαιώματα αδειών και επιδομάτων ανατροφής και για τους δύο γονείς φαίνεται ότι είναι μερικά από τα σημεία-κλειδιά που καθιστούν κάποιες χώρες πιο αποτελεσματικές στην προσπάθεια στήριξης των γεννήσεων.

Κλείσιμο
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι για την αναστροφή της φθίνουσας τάσης γονιμότητας του πληθυσμού πρέπει να εκπονηθεί μια συνολική, αλλά όχι ομοιόμορφη στρατηγική, με σεβασμό και προσοχή στις επιμέρους ιδιομορφίες που παρουσιάζει η κάθε περιοχή της χώρας. Επίσης, τα όποια κίνητρα ενίσχυσης των γεννήσεων και στήριξης του θεσμού της οικογένειας πρέπει να είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε να αποφύγουν την αναπαραγωγή του συντηρητικού μοντέλου της μη εργαζόμενης μητέρας. Αντίθετα, με την επικρατούσα άποψη η γυναικεία απασχόληση δεν σχετίζεται αρνητικά με τη γονιμότητα, παρατήρηση που επιβεβαιώθηκε και από τα ελληνικά δεδομένα την τελευταία δεκαετία: κατά τη διάρκεια της κρίσης οι γυναίκες που αύξησαν τη γονιμότητά τους ήταν οι εργαζόμενες άνω των 35 ετών. Το ευνοϊκό μοντέλο των εργασιακών σχέσεων για αυτές στον δημόσιο τομέα πρέπει να προσαρμοστεί και στον ιδιωτικό, με ανάληψη του κόστους από το κράτος.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network

Δείτε Επίσης