Ο Τσίπρας θέλει αλλά... ποιος τον θέλει;
Νίκος Φελέκης
Ο Τσίπρας θέλει αλλά... ποιος τον θέλει;
Οι ανοιχτές πληγές που υπάρχουν από την αποχώρηση των στελεχών της Νέας Αριστεράς καθιστούν πρόωρη οποιαδήποτε συζήτηση για συνένωση δυνάμεων των πρώην συντρόφων. Κόκκινο πανί για πολλούς ο Αλέξης Τσίπρας. Δεν τίθεται θέμα προσέγγισης με Ζωή Κωνσταντοπούλου, Γιάνη Βαρουφάκη και Στέφανο Κασσελάκη
Στη «Μήδεια» ο Ευριπίδης αποφαίνεται πως «πένητα φεύγει πας τις εκποδών φίλος», δηλαδή όλοι αποφεύγουν τον φίλο που φτώχυνε. Αυτό συμβαίνει και με τον ΣΥΡΙΖΑ. Από τα ψηλά του 36% και 32% έπεσε στο 18% και στο 15% και τώρα προσπαθεί να κρατηθεί στο 7%-8%. Το ίδιο έπαθε και ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει βασιλιάς, ο Stefanos Κασσελάκης. Πήρε τα κλειδιά της Κουμουνδούρου επειδή, όπως είπε στους συντρόφους του Τσίπρα, μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη. Τελικά ο «Αμερικάνος φίλος» στην τελευταία δημοσκόπηση (της Prorata) έρχεται τελευταίος στην εκτίμηση των πολιτών (1,5%) για την πρωθυπουργία.
Παραφράζοντας τον Μπαλζάκ θα λέγαμε πως συγκρινόμενη η απεραντοσύνη των ελπίδων με τη μετριότητα των επιδόσεων είναι ο λόγος που βαίνει αυξανόμενη η φτωχοποίηση της Αριστεράς. Φτωχοποίηση που δεν οδηγεί όμως και σε ενίσχυση του παραδοσιακού δικομματισμού. Το ΠΑΣΟΚ δεν εισπράττει τόσο όσο χρειάζεται για να εμπεδωθεί στη συνείδηση των πολιτών ως η επόμενη κυβέρνηση, ενώ η πτωτική πορεία της Ν.Δ. σπρώχνει ολοένα περισσότερο την αυτοδυναμία, στις επόμενες εκλογές, στην περιοχή του ανέφικτου. Tα κόμματα θα πρέπει -από τώρα, χωρίς κομπορρημοσύνες και με την προσήκουσα σοβαρότητα- να επεξεργαστούν πολιτικές συμμαχιών και συνεργατικών κυβερνητικών σχημάτων.
Τα ανωτέρω, κι αυτό είναι το παρήγορο, αρχίζουν και προβληματίζουν σοβαρά και εντόνως τα μετριοπαθή στελέχη των κομμάτων. Και πρωτίστως της ριζοσπαστικής, το πάλαι ποτέ, Αριστεράς, της οποίας το πρόβλημα είναι διπλό. Αφενός για να ξαναγίνει μέσω των συνεργασιών «κυβερνώσα» και αφετέρου επειδή θα πρέπει να επαναφέρει στον κορμό της τα αποσχισθέντα μέλη της. Ασκηση μεγάλης δυσκολίας, αλλά είναι μονόδρομος. Και η δυσκολία της γίνεται ακόμη μεγαλύτερη επειδή απουσιάζει και η ηγεσία που θα μπορούσε να το καταφέρει. Ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας, στον οποίο οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες στον ΣΥΡΙΖΑ εναποθέτουν τις ελπίδες τους, δεν μπορεί, τουλάχιστον σε προβλεπτό χρόνο, να είναι «ο πλαστουργός της νιάς ζωής» της πληθυντικής Αριστεράς. Οχι μόνο επειδή στην κοινωνική πλειοψηφία συνεχίζει να είναι «σημαδεμένος», εξάλλου το λεγόμενο «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» αυτόν είχε ως αιχμή, αλλά και επειδή δεν είναι αποδεκτός από την πολιτική πλειοψηφία της Κεντροαριστεράς, στην οποία κυριαρχεί το ΠΑΣΟΚ.
Ακόμη και στην πλειονότητα των στελεχών της Νέας Αριστεράς, το όνομα του Τσίπρα, σε ρόλο πρωταγωνιστή, σε πιθανή συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί κόκκινο πανί. Φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για τον Τσίπρα στα κόμματα της Ζωής Κωνσταντοπούλου (Πλεύση Ελευθερίας), του Γιάνη Βαρουφάκη (ΜέΡΑ25) και του Stefanos Κασσελάκη (ΚΙ.ΔΗ.), τα οποία, όμως, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αθροίζουν ένα ποσοστό που προσεγγίζει το 10% και μαζί με τη Νέα Αριστερά του Αλέξη Χαρίτση είναι σίγουρα διψήφιο. Ως εκ τούτου, την επιστροφή Τσίπρα, και μάλιστα σε ρόλο πρωταγωνιστή, μέχρι τις επόμενες εκλογές θα πρέπει να την αποκλείσουμε. Αυτή άλλωστε είναι και η κυρίαρχη εκτίμηση όσων βουλευτών και στελεχών ασχολούνται με τις παρασκηνιακές ζυμώσεις στην Κουμουνδούρου και στα τέσσερα κόμματα (ΝΕ.ΑΡ., Πλεύση, ΜέΡΑ25, ΚΙ.ΔΗ.) που έχουν ξεπηδήσει από τη μήτρα της.
«Το rebranding του Αλέξη επιβάλλει να βρίσκεται στην επικαιρότητα και όχι στην αφάνεια», μας λένε, ενώ κάποιοι πικρόχολοι συμπληρώνουν: «Για να συνεχίσει να έχει, μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης, διεθνή δραστηριότητα, θα πρέπει να είναι βουλευτής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και με όσα γίνονται στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πρέπει να αισθάνεται και τόσο σίγουρος».
O Τσίπρας θέλει να επιστρέψει και ψάχνει τον τρόπο που θα το επιτύχει. Εφτιαξε Ινστιτούτο, προσπαθεί να συγκροτήσει πολιτική ομάδα με τεχνοκρατικές ικανότητες, όλο και πιο συχνά με ομιλίες του δίνει οδηγίες προς (κεντροαριστερούς) ναυτιλλομένους. Και φυσικά, στο παρασκήνιο, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον «καθαρμό» του ΣΥΡΙΖΑ από τον «ιό» Κασσελάκη, τον οποίο όμως αυτός ήταν που τον μετέφερε στο κόμμα και στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο να μην περάσει, το 2023, η Κουμουνδούρου στα χέρια της Αχτσιόγλου, του Τζανακόπουλου, του Φίλη και του Τσακαλώτου.
Ξεπερασμένο κόμμα
Τώρα, και μετά τα όσα κωμικοτραγικά άμα και εξευτελιστικά που συνέβησαν, ο Τσίπρας δηλώνει σε συνομιλητές του πως θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να ενωθούν ο ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Αριστερά. Τουλάχιστον αυτό είπε ο Στέφανος Τζουμάκας ότι του είπε ο Αλέξης προκειμένου να τον πείσει να επιστρέψει στο κόμμα, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ο Τζουμάκας θεωρεί «ξεπερασμένο» και «τελειωμένο» εφόσον δεν αλλάξει στρατηγική, δομές και πολιτική συμμαχιών και συνεχίσει να κινείται με λαϊκομετωπικές λογικές. Εάν δεν το πράξει η επικαιρότητα θα συνεχίσει να κυνηγάει τον Τσίπρα επειδή, κατά τον ίδιο, θα αποδεικνύεται ότι «υπάρχει έλλειμμα από τους παρόντες». Και εφόσον υπάρχει έλλειμμα, «δεν θα παραμένω βουβός, αλλά θα παρεμβαίνω με τον τρόπο μου στα πράγματα», δήλωσε σε εκδήλωση για τα 50 χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ο Αλέξης, παρέμβαση η οποία όμως δεν παραπέμπει στη σύμπηξη Λαϊκού Μετώπου, όπως στη Γαλλία, αφού, όπως είπε, σε κάθε χώρα είναι διαφορετικές οι συνθήκες.
Δεν έχουν όμως όλοι την ίδια προσέγγιση με τον Τσίπρα. Για παράδειγμα, ο Νίκος Παππάς και ο Παύλος Πολάκης συνεχίζουν να νιώθουν άβολα με μια πιθανή συνεργασία με τους «αποστάτες» της Νέας Αριστεράς. Το ίδιο όμως αισθάνονται και οι περισσότεροι της Νέας Αριστεράς για τους δύο πρώην συντρόφους τους. Αισθήματα που μπορεί να μη συμμερίζονται Φάμελλος και Χαρίτσης, ωστόσο κατανοούν, όπως λένε σε συνομιλητές τους, την αλλεργία, ένθεν κακείθεν, των συντρόφων τους. Και επειδή και οι δύο πλευρές θεωρούν ότι ο ένας χρόνος διαζυγίου είναι λίγος για να γιατρέψει τις πληγές εμφανίζονται διατεθειμένοι να δώσουν ακόμη έναν χρόνο, μέχρι το φθινόπωρο του 2025, για να μπορέσουν να επανασυνδεθούν, υπογράφοντας ένα Προγραμματικό Σύμφωνο πολιτικών συμπτώσεων και οργανωτικής, αρχής γενομένης από το Κοινοβούλιο, συμβίωσης. Το Λαϊκό Μέτωπο της Γαλλίας είναι ο σηματωρός της Νέας Αριστεράς, αλλά όχι και του ΣΥΡΙΖΑ.
Βέβαια, με τον Ανδρουλάκη και τον Τσίπρα να στρίβουν αλά γαλλικά από τέτοια πολιτικά μέτωπα, το μόνο που απομένει σε Χαρίτση και Φάμελλο είναι να συγκροτήσουν ένα μικρό, μεταξύ τους, Μέτωπο Συνεργασίας των δύο όμορων κομμάτων, αφού ούτε με τη Ζωή, ούτε με τον Βαρουφάκη, ούτε με τον Κασσελάκη μπορεί να υπάρξει όσμωση. Πάντως, κοινή Κοινοβουλευτική Ομάδα των δύο δεν μπορεί προσώρας να συγκροτηθεί, αφού το τοπίο στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμη ρευστό. Είτε γιατί θα υπάρξουν και άλλες αποχωρήσεις, είτε γιατί η ενότητα της Κουμουνδούρου θα δοκιμαστεί εκ νέου εάν ο Παύλος Πολάκης δεν συμφωνήσει να γίνει αργότερα, τον Ιούνιο ή και τον Σεπτέμβριο, το συνέδριο, όπως ήδη ζυμώνουν ορισμένοι στο παρασκήνιο.
Και μάλλον ευλόγως, αφού η ιδεολογικοπολιτική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί, λένε όσοι τάσσονται κατά της διεξαγωγής συνεδρίου τον Μάρτιο, να επιτευχθεί με οργανωτικά αλισβερίσια ανάμεσα στην πλειοψηφία και τη μειοψηφία, όπως αυτή καταγράφηκε, στις 24 Νοεμβρίου, στην εκλογή της νέας ηγεσίας. Επίσης, είναι λάθος να επιχειρηθεί να ξαναγίνει ο ΣΥΡΙΖΑ αξιωματική αντιπολίτευση μέσω της αριθμητικής ένωσης (25 ο ΣΥΡΙΖΑ συν 11 η Νέα Αριστερά) των δύο Κοινοβουλευτικών Ομάδων, αφού το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αντεπιτεθεί παίρνοντας τουλάχιστον τέσσερις από τους εννέα βουλευτές που ανεξαρτητοποιήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και ενδεχομένως άλλους δύο -η μία είναι η Αθηνά Λινού και η άλλη θα μπορούσε, λένε, να είναι η Νίνα Κασιμάτη, εάν αποφασίσει να κουνήσει κι αυτή μαντίλι στην Κουμουνδούρου- εάν χρειαστεί. Θα ήταν ο πλήρης ευτελισμός, λένε, να παίζουμε... τις κουμπάρες με το ποιος είναι αξιωματική αντιπολίτευση.
Ενα άλλο ζήτημα στο οποίο φαίνεται να παίζουν τις «κουμπάρες» είναι και το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τον Χρήστο Ράμμο πρότεινε ο Χαρίτσης. Υπέρ της Σακελλαροπούλου τάχθηκε ο Τσίπρας. Αριστερό Πρόεδρο θέλει ο Παππάς, μάλλον τον Δραγασάκη εννοεί και όχι τον Τσίπρα ή τον Κωνσταντόπουλο, όπως έλεγαν κάποιες φήμες. Τη Λούκα Κατσέλη προτείνει ο Φαραντούρης. Πάντως, ο Πολάκης και ο Γκλέτσος δεν έχουν, προσώρας τουλάχιστον, δηλώσει προτίμηση για το πρόσωπο που θα ήθελαν να διαδεχθεί στο ύπατο αξίωμα την Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Θα ασχοληθούμε αργότερα με το θέμα, δηλώνουν ο Ανδρουλάκης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Κοινή πρόταση
Το πρώτο -και σχετικά εύκολο- βήμα για τη συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων θα ήταν μια κοινή υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Ομως ακόμη και σε αυτό, ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζεται να συμπεριφέρεται με μειωμένη πολιτική σοβαρότητα. Ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του, με αποτέλεσμα να δικαιώνονται όσοι υποστηρίζουν ότι ο Φάμελλος παρέλαβε ένα «πολιτικό μπουλούκι», όχι κόμμα, και δύσκολα θα μπορέσει να το διοικήσει.
Παραφράζοντας τον Μπαλζάκ θα λέγαμε πως συγκρινόμενη η απεραντοσύνη των ελπίδων με τη μετριότητα των επιδόσεων είναι ο λόγος που βαίνει αυξανόμενη η φτωχοποίηση της Αριστεράς. Φτωχοποίηση που δεν οδηγεί όμως και σε ενίσχυση του παραδοσιακού δικομματισμού. Το ΠΑΣΟΚ δεν εισπράττει τόσο όσο χρειάζεται για να εμπεδωθεί στη συνείδηση των πολιτών ως η επόμενη κυβέρνηση, ενώ η πτωτική πορεία της Ν.Δ. σπρώχνει ολοένα περισσότερο την αυτοδυναμία, στις επόμενες εκλογές, στην περιοχή του ανέφικτου. Tα κόμματα θα πρέπει -από τώρα, χωρίς κομπορρημοσύνες και με την προσήκουσα σοβαρότητα- να επεξεργαστούν πολιτικές συμμαχιών και συνεργατικών κυβερνητικών σχημάτων.
Τα ανωτέρω, κι αυτό είναι το παρήγορο, αρχίζουν και προβληματίζουν σοβαρά και εντόνως τα μετριοπαθή στελέχη των κομμάτων. Και πρωτίστως της ριζοσπαστικής, το πάλαι ποτέ, Αριστεράς, της οποίας το πρόβλημα είναι διπλό. Αφενός για να ξαναγίνει μέσω των συνεργασιών «κυβερνώσα» και αφετέρου επειδή θα πρέπει να επαναφέρει στον κορμό της τα αποσχισθέντα μέλη της. Ασκηση μεγάλης δυσκολίας, αλλά είναι μονόδρομος. Και η δυσκολία της γίνεται ακόμη μεγαλύτερη επειδή απουσιάζει και η ηγεσία που θα μπορούσε να το καταφέρει. Ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας, στον οποίο οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες στον ΣΥΡΙΖΑ εναποθέτουν τις ελπίδες τους, δεν μπορεί, τουλάχιστον σε προβλεπτό χρόνο, να είναι «ο πλαστουργός της νιάς ζωής» της πληθυντικής Αριστεράς. Οχι μόνο επειδή στην κοινωνική πλειοψηφία συνεχίζει να είναι «σημαδεμένος», εξάλλου το λεγόμενο «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» αυτόν είχε ως αιχμή, αλλά και επειδή δεν είναι αποδεκτός από την πολιτική πλειοψηφία της Κεντροαριστεράς, στην οποία κυριαρχεί το ΠΑΣΟΚ.
Ακόμη και στην πλειονότητα των στελεχών της Νέας Αριστεράς, το όνομα του Τσίπρα, σε ρόλο πρωταγωνιστή, σε πιθανή συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί κόκκινο πανί. Φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για τον Τσίπρα στα κόμματα της Ζωής Κωνσταντοπούλου (Πλεύση Ελευθερίας), του Γιάνη Βαρουφάκη (ΜέΡΑ25) και του Stefanos Κασσελάκη (ΚΙ.ΔΗ.), τα οποία, όμως, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αθροίζουν ένα ποσοστό που προσεγγίζει το 10% και μαζί με τη Νέα Αριστερά του Αλέξη Χαρίτση είναι σίγουρα διψήφιο. Ως εκ τούτου, την επιστροφή Τσίπρα, και μάλιστα σε ρόλο πρωταγωνιστή, μέχρι τις επόμενες εκλογές θα πρέπει να την αποκλείσουμε. Αυτή άλλωστε είναι και η κυρίαρχη εκτίμηση όσων βουλευτών και στελεχών ασχολούνται με τις παρασκηνιακές ζυμώσεις στην Κουμουνδούρου και στα τέσσερα κόμματα (ΝΕ.ΑΡ., Πλεύση, ΜέΡΑ25, ΚΙ.ΔΗ.) που έχουν ξεπηδήσει από τη μήτρα της.
«Το rebranding του Αλέξη επιβάλλει να βρίσκεται στην επικαιρότητα και όχι στην αφάνεια», μας λένε, ενώ κάποιοι πικρόχολοι συμπληρώνουν: «Για να συνεχίσει να έχει, μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης, διεθνή δραστηριότητα, θα πρέπει να είναι βουλευτής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και με όσα γίνονται στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πρέπει να αισθάνεται και τόσο σίγουρος».
O Τσίπρας θέλει να επιστρέψει και ψάχνει τον τρόπο που θα το επιτύχει. Εφτιαξε Ινστιτούτο, προσπαθεί να συγκροτήσει πολιτική ομάδα με τεχνοκρατικές ικανότητες, όλο και πιο συχνά με ομιλίες του δίνει οδηγίες προς (κεντροαριστερούς) ναυτιλλομένους. Και φυσικά, στο παρασκήνιο, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον «καθαρμό» του ΣΥΡΙΖΑ από τον «ιό» Κασσελάκη, τον οποίο όμως αυτός ήταν που τον μετέφερε στο κόμμα και στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο να μην περάσει, το 2023, η Κουμουνδούρου στα χέρια της Αχτσιόγλου, του Τζανακόπουλου, του Φίλη και του Τσακαλώτου.
Ξεπερασμένο κόμμα
Τώρα, και μετά τα όσα κωμικοτραγικά άμα και εξευτελιστικά που συνέβησαν, ο Τσίπρας δηλώνει σε συνομιλητές του πως θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να ενωθούν ο ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Αριστερά. Τουλάχιστον αυτό είπε ο Στέφανος Τζουμάκας ότι του είπε ο Αλέξης προκειμένου να τον πείσει να επιστρέψει στο κόμμα, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ο Τζουμάκας θεωρεί «ξεπερασμένο» και «τελειωμένο» εφόσον δεν αλλάξει στρατηγική, δομές και πολιτική συμμαχιών και συνεχίσει να κινείται με λαϊκομετωπικές λογικές. Εάν δεν το πράξει η επικαιρότητα θα συνεχίσει να κυνηγάει τον Τσίπρα επειδή, κατά τον ίδιο, θα αποδεικνύεται ότι «υπάρχει έλλειμμα από τους παρόντες». Και εφόσον υπάρχει έλλειμμα, «δεν θα παραμένω βουβός, αλλά θα παρεμβαίνω με τον τρόπο μου στα πράγματα», δήλωσε σε εκδήλωση για τα 50 χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ο Αλέξης, παρέμβαση η οποία όμως δεν παραπέμπει στη σύμπηξη Λαϊκού Μετώπου, όπως στη Γαλλία, αφού, όπως είπε, σε κάθε χώρα είναι διαφορετικές οι συνθήκες.
Δεν έχουν όμως όλοι την ίδια προσέγγιση με τον Τσίπρα. Για παράδειγμα, ο Νίκος Παππάς και ο Παύλος Πολάκης συνεχίζουν να νιώθουν άβολα με μια πιθανή συνεργασία με τους «αποστάτες» της Νέας Αριστεράς. Το ίδιο όμως αισθάνονται και οι περισσότεροι της Νέας Αριστεράς για τους δύο πρώην συντρόφους τους. Αισθήματα που μπορεί να μη συμμερίζονται Φάμελλος και Χαρίτσης, ωστόσο κατανοούν, όπως λένε σε συνομιλητές τους, την αλλεργία, ένθεν κακείθεν, των συντρόφων τους. Και επειδή και οι δύο πλευρές θεωρούν ότι ο ένας χρόνος διαζυγίου είναι λίγος για να γιατρέψει τις πληγές εμφανίζονται διατεθειμένοι να δώσουν ακόμη έναν χρόνο, μέχρι το φθινόπωρο του 2025, για να μπορέσουν να επανασυνδεθούν, υπογράφοντας ένα Προγραμματικό Σύμφωνο πολιτικών συμπτώσεων και οργανωτικής, αρχής γενομένης από το Κοινοβούλιο, συμβίωσης. Το Λαϊκό Μέτωπο της Γαλλίας είναι ο σηματωρός της Νέας Αριστεράς, αλλά όχι και του ΣΥΡΙΖΑ.
Βέβαια, με τον Ανδρουλάκη και τον Τσίπρα να στρίβουν αλά γαλλικά από τέτοια πολιτικά μέτωπα, το μόνο που απομένει σε Χαρίτση και Φάμελλο είναι να συγκροτήσουν ένα μικρό, μεταξύ τους, Μέτωπο Συνεργασίας των δύο όμορων κομμάτων, αφού ούτε με τη Ζωή, ούτε με τον Βαρουφάκη, ούτε με τον Κασσελάκη μπορεί να υπάρξει όσμωση. Πάντως, κοινή Κοινοβουλευτική Ομάδα των δύο δεν μπορεί προσώρας να συγκροτηθεί, αφού το τοπίο στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμη ρευστό. Είτε γιατί θα υπάρξουν και άλλες αποχωρήσεις, είτε γιατί η ενότητα της Κουμουνδούρου θα δοκιμαστεί εκ νέου εάν ο Παύλος Πολάκης δεν συμφωνήσει να γίνει αργότερα, τον Ιούνιο ή και τον Σεπτέμβριο, το συνέδριο, όπως ήδη ζυμώνουν ορισμένοι στο παρασκήνιο.
Και μάλλον ευλόγως, αφού η ιδεολογικοπολιτική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί, λένε όσοι τάσσονται κατά της διεξαγωγής συνεδρίου τον Μάρτιο, να επιτευχθεί με οργανωτικά αλισβερίσια ανάμεσα στην πλειοψηφία και τη μειοψηφία, όπως αυτή καταγράφηκε, στις 24 Νοεμβρίου, στην εκλογή της νέας ηγεσίας. Επίσης, είναι λάθος να επιχειρηθεί να ξαναγίνει ο ΣΥΡΙΖΑ αξιωματική αντιπολίτευση μέσω της αριθμητικής ένωσης (25 ο ΣΥΡΙΖΑ συν 11 η Νέα Αριστερά) των δύο Κοινοβουλευτικών Ομάδων, αφού το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αντεπιτεθεί παίρνοντας τουλάχιστον τέσσερις από τους εννέα βουλευτές που ανεξαρτητοποιήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και ενδεχομένως άλλους δύο -η μία είναι η Αθηνά Λινού και η άλλη θα μπορούσε, λένε, να είναι η Νίνα Κασιμάτη, εάν αποφασίσει να κουνήσει κι αυτή μαντίλι στην Κουμουνδούρου- εάν χρειαστεί. Θα ήταν ο πλήρης ευτελισμός, λένε, να παίζουμε... τις κουμπάρες με το ποιος είναι αξιωματική αντιπολίτευση.
Ενα άλλο ζήτημα στο οποίο φαίνεται να παίζουν τις «κουμπάρες» είναι και το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τον Χρήστο Ράμμο πρότεινε ο Χαρίτσης. Υπέρ της Σακελλαροπούλου τάχθηκε ο Τσίπρας. Αριστερό Πρόεδρο θέλει ο Παππάς, μάλλον τον Δραγασάκη εννοεί και όχι τον Τσίπρα ή τον Κωνσταντόπουλο, όπως έλεγαν κάποιες φήμες. Τη Λούκα Κατσέλη προτείνει ο Φαραντούρης. Πάντως, ο Πολάκης και ο Γκλέτσος δεν έχουν, προσώρας τουλάχιστον, δηλώσει προτίμηση για το πρόσωπο που θα ήθελαν να διαδεχθεί στο ύπατο αξίωμα την Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Θα ασχοληθούμε αργότερα με το θέμα, δηλώνουν ο Ανδρουλάκης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Κοινή πρόταση
Το πρώτο -και σχετικά εύκολο- βήμα για τη συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων θα ήταν μια κοινή υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Ομως ακόμη και σε αυτό, ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζεται να συμπεριφέρεται με μειωμένη πολιτική σοβαρότητα. Ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του, με αποτέλεσμα να δικαιώνονται όσοι υποστηρίζουν ότι ο Φάμελλος παρέλαβε ένα «πολιτικό μπουλούκι», όχι κόμμα, και δύσκολα θα μπορέσει να το διοικήσει.
Εξυπακούεται πως ευνοημένος από την προεδρική αριστερή βαβέλ είναι ο Μητσοτάκης. Ενώ ήταν αυτός που είχε, υποτίθεται, το πρόβλημα, αυτοί που τελικά γίνονται άνω-κάτω είναι στον ΣΥΡΙΖΑ. «Ευτυχώς ζούμε πολύ και βλέπουμε πράγματα που δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε», μας λέει με χιούμορ αλλά και απογοήτευση παλαίμαχος της Αριστεράς και πρωταγωνιστής από θέσεις ευθύνης και με ισχυρό αποτύπωμα στην πολιτική ζωή και τον δημόσιο βίο.
Και βέβαια ευνοημένο εμφανίζεται και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο όχι μόνο έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και εδραιώνεται δημοσκοπικά στη δεύτερη θέση, μειώνοντας τη διαφορά από τη Ν.Δ. και κερδίζοντας την πρωτοκαθεδρία, από τον ΣΥΡΙΖΑ, στον προοδευτικό χώρο. Το γεγονός ότι πήρε τα σκήπτρα και στον κεντρώο κόσμο οπωσδήποτε συνηγορεί στην περαιτέρω αύξηση της εκλογικής του επιρροής, όμως υπάρχει ένα περίπου 27% αριστερόστροφων ψηφοφόρων που προτιμούν το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά, τη Ζωή, τον Βαρουφάκη, ακόμη και τον Κασσελάκη. Το ποσοστό αυτό είναι κρίσιμο για τον αντιπολιτευτικό λόγο και τις θέσεις που πρέπει εφεξής να έχει το ΠΑΣΟΚ προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη τύχη στο κυβερνητικό παιχνίδι...
Και βέβαια ευνοημένο εμφανίζεται και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο όχι μόνο έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και εδραιώνεται δημοσκοπικά στη δεύτερη θέση, μειώνοντας τη διαφορά από τη Ν.Δ. και κερδίζοντας την πρωτοκαθεδρία, από τον ΣΥΡΙΖΑ, στον προοδευτικό χώρο. Το γεγονός ότι πήρε τα σκήπτρα και στον κεντρώο κόσμο οπωσδήποτε συνηγορεί στην περαιτέρω αύξηση της εκλογικής του επιρροής, όμως υπάρχει ένα περίπου 27% αριστερόστροφων ψηφοφόρων που προτιμούν το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά, τη Ζωή, τον Βαρουφάκη, ακόμη και τον Κασσελάκη. Το ποσοστό αυτό είναι κρίσιμο για τον αντιπολιτευτικό λόγο και τις θέσεις που πρέπει εφεξής να έχει το ΠΑΣΟΚ προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη τύχη στο κυβερνητικό παιχνίδι...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα