
Γκρεμίζεται η... συστημική αντιπολίτευση αντί να ανεβαίνει
Πρωτοφανής συνθήκη για τα πολιτικά πράγματα, η πτώση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ να είναι μεγαλύτερη από αυτή της Ν.Δ., την ώρα που η Ζωή Κωνσταντοπούλου κοντεύει να ξεπεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ - Τα σενάρια για επτακομματική Bουλή και δικομματική κυβέρνηση
Ολες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις αλλά και αυτές που θα ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες έχουν ένα κοινό στοιχείο: εκτός από την κυβέρνηση, πέφτει και η αξιωματική αντιπολίτευση. Μάλιστα αναλογικά η πτώση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ είναι μεγαλύτερη από αυτή της Ν.Δ. Σύμφωνα με τα λεγόμενα όσων ασχολούνται με τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι πρωτοφανές για τα πολιτικά πράγματα.
Δημοσκόποι και πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος είναι η απουσία κυβερνητικής εναλλακτικής. Η κυβέρνηση είναι λογικό να υφίσταται φθορά αφού βρίσκεται στον έκτο χρόνο διακυβέρνησης. Και η φθορά της είναι φυσιολογική, αφού η ακρίβεια, η μειωμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και τα κεσάτια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συνεχίζονται, ενώ στην ανασφάλεια των πολιτών για το μέλλον προστίθεται και η προβληματική διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών, η οποία επηρεάζει -και μάλιστα αρκετά- τα δημοσκοπικά ευρήματα.
Ολα αυτά εξηγούν τη δημοσκοπική πτώση της κυβέρνησης. Εκείνο που είναι ανεξήγητο για τον πολιτικό βίο είναι πρωτίστως η δημοσκοπική πτώση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δευτερευόντως η καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ σε μονοψήφιο ποσοστό (περίπου στο μισό από αυτό που έλαβε στις ευρωεκλογές). Επιπροσθέτως, η άνοδος των λεγόμενων «αντισυστημικών» κομμάτων και κυρίως της Πλεύσης Ελευθερίας, της οποίας ηγείται η Ζωή Κωνσταντοπούλου, δημιουργεί ένα πολιτικό sudoku αυξημένης δυσκολίας αφού ανατρέπονται οι παραδοσιακές πολιτικές ισορροπίες και η επίλυσή του επηρεάζει καθοριστικά το κυβερνητικό παιχνίδι.
Επίσης, εκτός Βουλής φαίνεται ότι θα μείνει και το κόμμα του Stefanos Κασσελάκη αφού τα ποσοστά του στις μετρήσεις της GPO, Alco και Metron Analysis είναι 2,6%, 2,7% και 2,4% αντίστοιχα, ενώ σε κάποια άλλη που έχει ολοκληρωθεί και τα ευρήματά της θα ανακοινωθούν την επόμενη εβδομάδα το ποσοστό του ΚΙΔΗ είναι κάτω και από το 2%.
Εάν μείνουν εκτός Βουλής Νίκη, Νέα Αριστερά, ΚΙΔΗ και δεν καταφέρει ούτε το MέΡA25 να πιάσει το όριο του 3%, τότε το ποσοστό της αναντιπροσώπευτης ψήφου ενδεχομένως να φτάσει το 12%, μας λέει ένας εκ των κορυφαίων δημοσκόπων, καθώς στα ποσοστά των τεσσάρων αυτών κομμάτων θα πρέπει να προσθέσουμε και τουλάχιστον 4%-5% που παραδοσιακά ψηφίζουν πολύ μικρά και περιθωριακά κόμματα.
Σημειώνουμε πως για να σχηματιστεί κυβερνητική πλειοψηφία με την αναντιπροσώπευτη ψήφο στο 12% θα πρέπει τα δύο πρώτα κόμματα να αθροίζουν το 42%-43% των ψήφων, κάτι που σήμερα στις δημοσκοπήσεις δεν φαίνεται, όμως παραμονές των εκλογών το πιθανότερο είναι τα δύο πρώτα να αθροίζουν περισσότερο από το 46% των ψήφων και συνυπολογίζοντας την πόλωση και το στοίχημα της διακυβέρνησης να τείνουν αθροιστικά στο 50%. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των εκλογολόγων, ο Μεγάλος Συνασπισμός θα είναι εφικτός. Τα δύο πρώτα κόμματα (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) θα μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Προσώρας το ΠΑΣΟΚ απορρίπτει τη συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ. και ενδεχομένως είναι ένας από τους λόγους που το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη δεν μπορεί να... πετάξει σε μεγάλα ποσοστά. Η απουσία κυβερνητικού αφηγήματος (αφού εκτός από τη Ν.Δ. απορρίπτει ως κυβερνητικό εταίρο και τον ΣΥΡΙΖΑ) είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οι πολίτες στις δημοσκοπήσεις κρατούν το ΠΑΣΟΚ σε ποσοστά «μη κυβερνησιμότητας», αφού οι επιδόσεις του βρίσκονται στην περιοχή του 15%. Στην έρευνα της Metron Analysis το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται σε τέσσερις μήνες να χάνει περισσότερο από 5 μονάδες. Από το 19,8% του Οκτωβρίου 2024 έπεσε στο 14,5%. Η διαφορά από την προπορευόμενη Ν.Δ. ήταν μικρότερη από 10%, ενώ τώρα είναι μεγαλύτερη από 14%.
Οταν ακόμη και οι μισοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ δεν εμπιστεύονται τον αρχηγό τους για να διοικήσει τη χώρα, είναι λογικό ο Μητσοτάκης να μην ανησυχεί ιδιαίτερα, αφού ακόμη και στην πιο δύσκολη περίοδο για την κυβέρνησή του, λόγω των Τεμπών, δεν εμφανίζεται να υπάρχει σοβαρός αντίπαλος για να του αφαιρέσει τη διοίκηση του γκουβέρνου. Οταν η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί να επωφεληθεί από την κυβερνητική φθορά και την πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι λογικό η αυξανόμενη κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τα κόμματα να τραβάει και το ίδιο προς τα κάτω.
Επιπροσθέτως, υπάρχει ένας ακόμη λόγος που οι δημοσκοπήσεις δεν είναι «γενναιόδωρες» με το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη. Ο αντιπολιτευτικός του λόγος δεν είναι κοινωνικά, οικονομικά και θεσμικά διεγερτικός για τους ψηφοφόρους, αλλά συμπληρωματικός της κυβέρνησης. Τα όσα διαφορετικά εξαγγέλλει το ΠΑΣΟΚ (ενοίκια, τράπεζες, ρεύμα κ.ά.) είναι μέτρα κυβερνητικού προγράμματος και σε καμία περίπτωση δεν συγκροτούν εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο. Ετσι, όμως, δεν κερδίζεις την κυβέρνηση.
Δημοσκόποι και πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος είναι η απουσία κυβερνητικής εναλλακτικής. Η κυβέρνηση είναι λογικό να υφίσταται φθορά αφού βρίσκεται στον έκτο χρόνο διακυβέρνησης. Και η φθορά της είναι φυσιολογική, αφού η ακρίβεια, η μειωμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και τα κεσάτια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συνεχίζονται, ενώ στην ανασφάλεια των πολιτών για το μέλλον προστίθεται και η προβληματική διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών, η οποία επηρεάζει -και μάλιστα αρκετά- τα δημοσκοπικά ευρήματα.
Ολα αυτά εξηγούν τη δημοσκοπική πτώση της κυβέρνησης. Εκείνο που είναι ανεξήγητο για τον πολιτικό βίο είναι πρωτίστως η δημοσκοπική πτώση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δευτερευόντως η καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ σε μονοψήφιο ποσοστό (περίπου στο μισό από αυτό που έλαβε στις ευρωεκλογές). Επιπροσθέτως, η άνοδος των λεγόμενων «αντισυστημικών» κομμάτων και κυρίως της Πλεύσης Ελευθερίας, της οποίας ηγείται η Ζωή Κωνσταντοπούλου, δημιουργεί ένα πολιτικό sudoku αυξημένης δυσκολίας αφού ανατρέπονται οι παραδοσιακές πολιτικές ισορροπίες και η επίλυσή του επηρεάζει καθοριστικά το κυβερνητικό παιχνίδι.
Επτακομματική Βουλή
Με βάση τα ευρήματα των τριών τελευταίων δημοσκοπήσεων, το πιθανότερο είναι στην επόμενη Βουλή να εκπροσωπούνται επτά κόμματα και όχι 10-11 που προέβλεπαν πριν από τρεις μήνες οι δημοσιολογούντες. Η Νίκη κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και είναι δύσκολο να πιάσει το όριο του 3% αφού το κόμμα του Δημήτρη Νατσιού λεηλατείται από την Αφροδίτη Λατινοπούλου και τον Κυριάκο Βελόπουλο. Η Νέα Αριστερά βρίσκεται κοντά στο 2% και μόνο η τελευταία μέτρηση της Merton Analysis τής δίνει 3,2%.Επίσης, εκτός Βουλής φαίνεται ότι θα μείνει και το κόμμα του Stefanos Κασσελάκη αφού τα ποσοστά του στις μετρήσεις της GPO, Alco και Metron Analysis είναι 2,6%, 2,7% και 2,4% αντίστοιχα, ενώ σε κάποια άλλη που έχει ολοκληρωθεί και τα ευρήματά της θα ανακοινωθούν την επόμενη εβδομάδα το ποσοστό του ΚΙΔΗ είναι κάτω και από το 2%.
Εάν μείνουν εκτός Βουλής Νίκη, Νέα Αριστερά, ΚΙΔΗ και δεν καταφέρει ούτε το MέΡA25 να πιάσει το όριο του 3%, τότε το ποσοστό της αναντιπροσώπευτης ψήφου ενδεχομένως να φτάσει το 12%, μας λέει ένας εκ των κορυφαίων δημοσκόπων, καθώς στα ποσοστά των τεσσάρων αυτών κομμάτων θα πρέπει να προσθέσουμε και τουλάχιστον 4%-5% που παραδοσιακά ψηφίζουν πολύ μικρά και περιθωριακά κόμματα.
Δικομματική κυβέρνηση
Κατά συνέπεια, στην πορεία προς τις εκλογές το ενδιαφέρον θα εστιαστεί στο πώς θα μοιραστούν οι 300 έδρες στα επτά κόμματα που εκτός δραματικού απροόπτου θα βρίσκονται στη Βουλή. Και είναι λογικό, αφού από τα ποσοστά που θα λάβουν το πρώτο κόμμα (με τα σημερινά δεδομένα η Ν.Δ.) και το δεύτερο (με τα σημερινά δεδομένα το ΠΑΣΟΚ) θα εξαρτηθούν οι κυβερνητικές συνεργασίες και (εφόσον δεν ευοδωθεί η προσπάθεια συνεννόησης) η προσφυγή εκ νέου στις κάλπες προκειμένου να υπάρξει είτε αυτοδυναμία είτε συμμαχική κυβέρνηση ακόμη και τριών κομμάτων.Σημειώνουμε πως για να σχηματιστεί κυβερνητική πλειοψηφία με την αναντιπροσώπευτη ψήφο στο 12% θα πρέπει τα δύο πρώτα κόμματα να αθροίζουν το 42%-43% των ψήφων, κάτι που σήμερα στις δημοσκοπήσεις δεν φαίνεται, όμως παραμονές των εκλογών το πιθανότερο είναι τα δύο πρώτα να αθροίζουν περισσότερο από το 46% των ψήφων και συνυπολογίζοντας την πόλωση και το στοίχημα της διακυβέρνησης να τείνουν αθροιστικά στο 50%. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των εκλογολόγων, ο Μεγάλος Συνασπισμός θα είναι εφικτός. Τα δύο πρώτα κόμματα (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) θα μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Προσώρας το ΠΑΣΟΚ απορρίπτει τη συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ. και ενδεχομένως είναι ένας από τους λόγους που το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη δεν μπορεί να... πετάξει σε μεγάλα ποσοστά. Η απουσία κυβερνητικού αφηγήματος (αφού εκτός από τη Ν.Δ. απορρίπτει ως κυβερνητικό εταίρο και τον ΣΥΡΙΖΑ) είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οι πολίτες στις δημοσκοπήσεις κρατούν το ΠΑΣΟΚ σε ποσοστά «μη κυβερνησιμότητας», αφού οι επιδόσεις του βρίσκονται στην περιοχή του 15%. Στην έρευνα της Metron Analysis το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται σε τέσσερις μήνες να χάνει περισσότερο από 5 μονάδες. Από το 19,8% του Οκτωβρίου 2024 έπεσε στο 14,5%. Η διαφορά από την προπορευόμενη Ν.Δ. ήταν μικρότερη από 10%, ενώ τώρα είναι μεγαλύτερη από 14%.
Δεν τραβάει
Ο δεύτερος και ο σπουδαιότερος λόγος είναι το χαμηλό ποσοστό εμπιστοσύνης των πολιτών σχετικά με την «πρωθυπουργισιμότητα» του Νίκου Ανδρουλάκη. Το ποσοστό των ψηφοφόρων που τον εμπιστεύεται για πρωθυπουργό είναι απογοητευτικό για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Τον εμπιστεύεται μόνο το 7% έναντι 29% που εμπιστεύεται τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ενώ το ΠΑΣΟΚ υπολείπεται 14 μονάδες της Ν.Δ., ο Μητσοτάκης υπερέχει κατά 22 μονάδες του Ανδρουλάκη. Το γεγονός ότι σε αρκετές δημοσκοπήσεις δεν είναι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτός που υπερέχει του πρωθυπουργού αλλά ο «κανένας» δείχνει και το σοβαρό πρόβλημα ηγεσίας που υπάρχει στην αντιπολίτευση.Οταν ακόμη και οι μισοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ δεν εμπιστεύονται τον αρχηγό τους για να διοικήσει τη χώρα, είναι λογικό ο Μητσοτάκης να μην ανησυχεί ιδιαίτερα, αφού ακόμη και στην πιο δύσκολη περίοδο για την κυβέρνησή του, λόγω των Τεμπών, δεν εμφανίζεται να υπάρχει σοβαρός αντίπαλος για να του αφαιρέσει τη διοίκηση του γκουβέρνου. Οταν η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί να επωφεληθεί από την κυβερνητική φθορά και την πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι λογικό η αυξανόμενη κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τα κόμματα να τραβάει και το ίδιο προς τα κάτω.
Επιπροσθέτως, υπάρχει ένας ακόμη λόγος που οι δημοσκοπήσεις δεν είναι «γενναιόδωρες» με το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη. Ο αντιπολιτευτικός του λόγος δεν είναι κοινωνικά, οικονομικά και θεσμικά διεγερτικός για τους ψηφοφόρους, αλλά συμπληρωματικός της κυβέρνησης. Τα όσα διαφορετικά εξαγγέλλει το ΠΑΣΟΚ (ενοίκια, τράπεζες, ρεύμα κ.ά.) είναι μέτρα κυβερνητικού προγράμματος και σε καμία περίπτωση δεν συγκροτούν εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο. Ετσι, όμως, δεν κερδίζεις την κυβέρνηση.
Κομματικός γραφειοκράτης
Τα ποιοτικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων και ιδιαίτερα αυτά που δεν ανακοινώνονται δείχνουν ότι οι πολίτες δεν θέλουν κάποιον που λέει ότι «θα» είναι καλύτερος πρωθυπουργός από τον Μητσοτάκη, αλλά κάποιον που διαθέτει αποδεδειγμένα τα προσόντα και τον καθιστούν χαρισματικό αντίπαλο απέναντι στον Μητσοτάκη και ηγέτη της Κεντροαριστεράς. Και δυστυχώς για το ΠΑΣΟΚ, ο Νίκος Ανδρουλάκης, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν οι ειδήμονες της πολιτικής συμπεριφοράς, «δεν είναι ένας αρνητής, ως πρότυπο ηγεσίας, του Μητσοτάκη, αλλά ένας πολιτικός του οποίου τα χαρακτηριστικά προσιδιάζουν σε έναν αποτελεσματικό κομματικό γραφειοκράτη και όχι στη χαρισματική προσωπικότητα και ηγεσία που χρειάζεται η Κεντροαριστερά για να νικήσει τη Δεξιά».Η ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ
Εκτός από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τα ίδια ισχύουν και για τον Σωκράτη Φάμελλο. Μπορεί ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να ανέλαβε προσφάτως την ηγεσία του κόμματός του, όμως η ζημιά που προκάλεσε ο Stefanos Κασσελάκης είναι μάλλον ανεπανόρθωτη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των αναλυτών, δεν αρκούν τα όποια πολιτικά «μερεμέτια» για να ξαναδώσουν στον ΣΥΡΙΖΑ τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το σχετικά ήπιο προφίλ του Φάμελλου καθώς και η προτίμησή του στην αναδιοργάνωση της ευρύτερης Κεντροαριστεράς και όχι στην ανασυγκρότηση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν αρκούν να ξανακάνουν μεγάλο κόμμα τον ΣΥΡΙΖΑ.Εκτός από την κομματική πολυδιάσπαση, τη στελεχιακή αποστράτευση και την αποχή των αριστερών ψηφοφόρων, ο Σωκράτης θα πρέπει να βρει και τρόπο να διαγράψει την αίσθηση του μεταβατικού, που του προσδίδει η επαναδραστηριοποίηση, το rebranding, του Αλέξη. Το μεγαλύτερο πρόβλημά του, πάντως, είναι η χαμηλή συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν φτάνει ούτε το 40% όσων τον ψήφισαν στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Και οι τρεις τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται περίπου στο 7%, 10 μονάδες κάτω από το ποσοστό των βουλευτικών εκλογών (17,8%) και στο ήμισυ από το ποσοστό των ευρωεκλογών (14,9%).
Επίσης, δεν θα πρέπει να διαλάθει την προσοχή μας το γεγονός ότι το άθροισμα των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς και του ΚΙΔΗ είναι περίπου στο 11%, δηλαδή τα τρία κόμματα που ξεπήδησαν από τη μήτρα του ΣΥΡΙΖΑ αθροίζουν το περίπου 60% του ποσοστού που έλαβε η Κουμουνδούρου στις εκλογές του Ιουνίου του 2023 με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα.
Η απαλοιφή του επιθέτου «κυβερνώσα» έμπροσθεν της Αριστεράς είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον Φάμελλο και τον ΣΥΡΙΖΑ. Οσο απομακρύνεται, έστω και με συμμετοχή σε συνεργατικό σχήμα (με ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά, όπως ορισμένοι προωθούν), η προοπτική της διακυβέρνησης τόσο θα μειώνονται τα ποσοστά της Κουμουνδούρου. Η τελευταία ελπίδα του Φάμελλου είναι αφενός να συμφωνήσει ο Αλέξης Χαρίτσης να ενοποιηθούν οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς και αφετέρου να εισακουστεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη η πρότασή του για οργάνωση κοινών αντιπολιτευτικών πρωτοβουλιών, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε κοινή εκλογική κάθοδο.
Προσώρας, ούτε η μία ούτε η δεύτερη ελπίδα φαίνεται να μπορεί να αποκτήσει υπόσταση. Παρά τα αποθαρρυντικά -και για τα τρία κόμματα- ποσοστά, η πιθανότητα να υπάρξει στο προβλεπτό μέλλον ένας εκλογικός Προοδευτικός Συνασπισμός (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά) είναι εξαιρετικά μικρή. Βεβαίως, τίποτε δεν μπορεί να αποκλειστεί εάν στην πορεία προς τις εκλογές υπάρξουν αλλαγές ηγεσιών οι οποίες θα μπορούσαν να δουν με διαφορετικό μάτι τις εκλογικές συμπράξεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης με στόχο την «πολιτική αλλαγή», στην οποία, όπως μας λέει πρώην βουλευτής και υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, «όλοι ομνύουν, αλλά κάνουν τα πάντα για να μην μπορέσει να γίνει πράξη».
Οι αντισυστημικοί
Τα τρία κόμματα, εφόσον δεν καταφέρουν να βρουν κοινό βηματισμό, το πιθανότερο είναι να ξεπεραστούν από τα λεγόμενα «αντισυστημικά» ή «λαϊκιστικά» κόμματα. Ηδη η Πλεύση Ελευθερίας φαίνεται να ξεπερνά σε ποσοστά τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οι αναλυτές διατείνονται ότι δεν είναι μόνο η ρητορική της για τα Τέμπη που τη φουσκώνει δημοσκοπικά, είναι και η οξεία αντιπαράθεση με το ΚΚΕ και τον Αδωνη Γεωργιάδη που της έδωσε πόντους.Μάλιστα δεν αποκλείουν την πιθανότητα η Ζωή Κωνσταντοπούλου να βρεθεί ακόμη και στην τρίτη θέση ή να έχουμε τρία κόμματα (Πλεύση Ελευθερίας, ΚΚΕ και Ελληνική Λύση) στην περιοχή του 10%, με την Αφροδίτη Λατινοπούλου να διεκδικεί να καταλάβει από τον ΣΥΡΙΖΑ την έκτη θέση. Με τη Ν.Δ. να φτάνει, σύμφωνα με τις αναγωγές των δημοσκοπήσεων, στο ποσοστό των ευρωεκλογών (28%), το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται στην περιοχή του 15% και τον ΣΥΡΙΖΑ στο 7%, τα λεγόμενα «συστημικά» ή «κυβερνητικά» κόμματα φτάνουν στο 50% και τα λεγόμενα «αντισυστημικά» καταλαμβάνουν το υπόλοιπο 50% του εκλογικού σώματος. Κάτι που είναι πρωτοφανές για τα μεταπολιτευτικά χρονικά.
Το φαινόμενο του 2012
Για να γίνουν περισσότερο κατανοητές οι υπόγειες διεργασίες που συντελούνται στο εκλογικό σώμα, αρκεί να αναφέρουμε ότι στις τελευταίες εκλογές τα τρία κυβερνητικά κόμματα συγκέντρωσαν το 70,23% των ψήφων. Και στις εκλογές του 2019 το 79,48% των ψήφων. Η μόνη περίπτωση που Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ δεν έφτασαν στο 50% ήταν τον Μάιο του 2012, όταν πήραν 18,85%, 13,18% και 16,79% αντίστοιχα. Ομως στις εκλογές του Ιουνίου του 2012, το ποσοστό των τριών κομμάτων ανέβηκε στο 68,83%, με τη Ν.Δ. να λαμβάνει 29,66%, τον ΣΥΡΙΖΑ 26,89% και το ΠΑΣΟΚ 12,28%. Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 το άθροισμα των τριών κομμάτων είναι πάλι 68,83% και τον Σεπτέμβριο 69,84%.Η πιθανότητα να επαναληφθεί το φαινόμενο του Μαΐου του 2012, έστω και με διαφορετικά ποσοστά, είναι αυτό που απασχολεί αναλυτές και κομματικά επιτελεία. Και όλοι συζητούν για τις τροποποιήσεις στη στρατηγική τους, αφού εκτιμούν πως, όπως και τον Ιούνιο του 2012, έτσι και στις δεύτερες εκλογές του 2027 (στις 4 Απριλίου, αφού οι πρώτες, σύμφωνα με τη βούληση του πρωθυπουργού, είναι να γίνουν στις 7 Μαρτίου) θα υπάρξει το αντίστοιχο ριμπάουντ που θα περιορίσει τη δύναμη των αντισυστημικών κομμάτων και θα οδηγήσει, όπως και το 2012, σε κυβέρνηση συνεργασίας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα