Η συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Παναγιώτης Βλάχος
Η συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Φταίει το Σύνταγμα για την κρίση; Δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι τα δίδυμα ελλείμματα που οδήγησαν στο μνημόνιο την άνοιξη του 2010, η δυσλειτουργία του δημόσιου τομέα, η έλλειψη οργανωμένων υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας και τόσα άλλα μπορούν να «φορτωθούν» στο Σύνταγμα.
Και όμως, είναι από τις αγαπημένες συνήθειες του πολιτικού μας συστήματος να θεωρεί ότι μια συνταγματική αναθεώρηση είναι πανάκεια για τις ριζικές αλλαγές «που έχει ανάγκη ο τόπος». Το έχουμε ζήσει με όλες τις μεταπολιτευτικές -μνημονιακές και μη- κυβερνήσεις. Καθεμία εισάγει τη δική της συνταγματική μεταρρύθμιση. Αλλοτε για να αποφύγει το πολιτικό κόστος ριζικών αλλαγών στη θητεία της, άλλοτε για να στριμώξει επικοινωνιακά την αντιπολίτευση.
Η αλήθεια είναι ότι τα Συντάγματα βάζουν τα όρια μέσα στα οποία μπορούν να γίνονται οι μεταρρυθμίσεις. Δεν τις υπαγορεύουν άμεσα. Αφήνουν το πρωτείο στην πολιτική. Στην Ελλάδα αυτό το πρωτείο ταυτίστηκε μεταπολιτευτικά -και κυρίως μετά το 1986- με την παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας. Δηλαδή του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης και της πλειοψηφίας που τη στηρίζει στη Βουλή.
Ο θεσμικός αυτός υδροκεφαλισμός δεν διαταράχθηκε ούτε με τη φιλόδοξη αναθεώρηση του 2001. Παρά την ευθυγράμμιση του Συντάγματος με την εποχή του (κοινωνία της πληροφορίας, γενετική ταυτότητα, αειφορία), οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες της εποχής έκαναν ακόμη πιο δύσκολο τον κοινωνικό έλεγχο και τη λογοδοσία της εξουσίας. Επιβεβαίωσαν και ενίσχυσαν ρυθμίσεις που φτάνουν μέχρι τις ημέρες μας: προκλητικά βουλευτικά προνόμια και ασυλίες, ευθύνες υπουργών που εύκολα παραγράφονται, ειδικές κοινοβουλευτικές επιτροπές που χειραγωγούνται πολιτικά, αδιαφανή οικονομικά κομμάτων, άσχετες και φωτογραφικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής. Και το χειρότερο όλων, το «κόκκινο κουμπί» που έχουν στα χέρια τους: άλλοτε ο πρωθυπουργός, που προκηρύσσει εθνικές εκλογές όταν τον συμφέρει ή όταν απλά θέλει να δραπετεύσει από τις ευθύνες του, και άλλοτε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν δεν συμφωνεί στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας.
Παρά την ισοπεδωτική οικονομική κρίση, η παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας και των προνομίων της δεν αμφισβητήθηκε. Το αντίθετο μάλιστα. Ιδιαίτερα η σημερινή κυβερνητική πλειο-ψηφία αποτελεί ένα αντιπαράδειγμα χρηστής διοίκησης, αφού μετέτρεψε τα μνημόνια σε διαβατήριο εδραίωσής της στην εξουσία με την ανοχή των δανειστών. Το «Οσο πιο εύκολα ψηφίζω όσα μου λέτε, τόσο περισσότερο θα κάνετε τα στραβά μάτια» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της άρρητης συμφωνίας που φιλοδοξεί να μας βγάλει στις αγορές τον Αύγουστο. Βουλή και Δικαιοσύνη, άλλοτε ηχηρά, άλλοτε βουβά και άλλοτε με λίγες εξαιρέσεις, ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας. Σε τέτοιες συνθήκες δύσκολα δημιουργείται πολιτική συναίνεση.
Ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα. Η οικονομική και κοινωνική κρίση δημιούργησαν ένα σημαντικό έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην πολιτική, στους θεσμούς, στα κόμματα. Σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης, η ήττα της πολιτικής και των κομμάτων απειλεί να μετατραπεί σε ήττα της δημοκρατίας. Ποιος θα ήθελε εκλογές όπου θα ψηφίζουν οι μισοί Ελληνες; Φασίστες και δημαγωγούς να εκμεταλλεύονται την απογοήτευση; Ολιγάρχες να πνίγουν κάθε μετριοπαθή ή ψύχραιμη πολιτική φωνή από τα ΜΜΕ; Ενα Κοινοβούλιο ηθικής χρεοκοπίας, χειρότερο από θεατρικό θίασο;
Αν έπρεπε με κάποιον τρόπο το πολιτικό σύστημα να κάνει μια επανεκκίνηση αξιοπιστίας, η συζήτηση για μια συνταγματική αναθεώρηση για τα «θεσμικά αντίβαρα», για τις αναγκαίες δηλαδή αλλαγές που δεν έγιναν το 2001, είναι μια σωστή πρωτοβουλία με υψηλό συμβολισμό. Ακόμη και με τη σημερινή κυβέρνηση, η αντιπολίτευση μπορεί να φέρει τις προτάσεις της και να κριθούν όλοι. Το πολιτικό περιβάλλον εξάλλου δεν θα είναι ποτέ ιδανικό και ίσως στο μέλλον να είναι ακόμη χειρότερο. Αν δεν αλλάξει τίποτα, ακόμη και αν η οικονομία ανακάμψει, θα είναι όμηρος μιας πλειοψηφίας ή κλειστών συστημάτων που θα την φέρνουν στα μέτρα τους.
*Σύμβουλος Δημόσιας Καινοτομίας και νομικός
Η αλήθεια είναι ότι τα Συντάγματα βάζουν τα όρια μέσα στα οποία μπορούν να γίνονται οι μεταρρυθμίσεις. Δεν τις υπαγορεύουν άμεσα. Αφήνουν το πρωτείο στην πολιτική. Στην Ελλάδα αυτό το πρωτείο ταυτίστηκε μεταπολιτευτικά -και κυρίως μετά το 1986- με την παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας. Δηλαδή του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης και της πλειοψηφίας που τη στηρίζει στη Βουλή.
Ο θεσμικός αυτός υδροκεφαλισμός δεν διαταράχθηκε ούτε με τη φιλόδοξη αναθεώρηση του 2001. Παρά την ευθυγράμμιση του Συντάγματος με την εποχή του (κοινωνία της πληροφορίας, γενετική ταυτότητα, αειφορία), οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες της εποχής έκαναν ακόμη πιο δύσκολο τον κοινωνικό έλεγχο και τη λογοδοσία της εξουσίας. Επιβεβαίωσαν και ενίσχυσαν ρυθμίσεις που φτάνουν μέχρι τις ημέρες μας: προκλητικά βουλευτικά προνόμια και ασυλίες, ευθύνες υπουργών που εύκολα παραγράφονται, ειδικές κοινοβουλευτικές επιτροπές που χειραγωγούνται πολιτικά, αδιαφανή οικονομικά κομμάτων, άσχετες και φωτογραφικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής. Και το χειρότερο όλων, το «κόκκινο κουμπί» που έχουν στα χέρια τους: άλλοτε ο πρωθυπουργός, που προκηρύσσει εθνικές εκλογές όταν τον συμφέρει ή όταν απλά θέλει να δραπετεύσει από τις ευθύνες του, και άλλοτε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν δεν συμφωνεί στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας.
Παρά την ισοπεδωτική οικονομική κρίση, η παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας και των προνομίων της δεν αμφισβητήθηκε. Το αντίθετο μάλιστα. Ιδιαίτερα η σημερινή κυβερνητική πλειο-ψηφία αποτελεί ένα αντιπαράδειγμα χρηστής διοίκησης, αφού μετέτρεψε τα μνημόνια σε διαβατήριο εδραίωσής της στην εξουσία με την ανοχή των δανειστών. Το «Οσο πιο εύκολα ψηφίζω όσα μου λέτε, τόσο περισσότερο θα κάνετε τα στραβά μάτια» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της άρρητης συμφωνίας που φιλοδοξεί να μας βγάλει στις αγορές τον Αύγουστο. Βουλή και Δικαιοσύνη, άλλοτε ηχηρά, άλλοτε βουβά και άλλοτε με λίγες εξαιρέσεις, ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας. Σε τέτοιες συνθήκες δύσκολα δημιουργείται πολιτική συναίνεση.
Ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα. Η οικονομική και κοινωνική κρίση δημιούργησαν ένα σημαντικό έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην πολιτική, στους θεσμούς, στα κόμματα. Σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης, η ήττα της πολιτικής και των κομμάτων απειλεί να μετατραπεί σε ήττα της δημοκρατίας. Ποιος θα ήθελε εκλογές όπου θα ψηφίζουν οι μισοί Ελληνες; Φασίστες και δημαγωγούς να εκμεταλλεύονται την απογοήτευση; Ολιγάρχες να πνίγουν κάθε μετριοπαθή ή ψύχραιμη πολιτική φωνή από τα ΜΜΕ; Ενα Κοινοβούλιο ηθικής χρεοκοπίας, χειρότερο από θεατρικό θίασο;
Αν έπρεπε με κάποιον τρόπο το πολιτικό σύστημα να κάνει μια επανεκκίνηση αξιοπιστίας, η συζήτηση για μια συνταγματική αναθεώρηση για τα «θεσμικά αντίβαρα», για τις αναγκαίες δηλαδή αλλαγές που δεν έγιναν το 2001, είναι μια σωστή πρωτοβουλία με υψηλό συμβολισμό. Ακόμη και με τη σημερινή κυβέρνηση, η αντιπολίτευση μπορεί να φέρει τις προτάσεις της και να κριθούν όλοι. Το πολιτικό περιβάλλον εξάλλου δεν θα είναι ποτέ ιδανικό και ίσως στο μέλλον να είναι ακόμη χειρότερο. Αν δεν αλλάξει τίποτα, ακόμη και αν η οικονομία ανακάμψει, θα είναι όμηρος μιας πλειοψηφίας ή κλειστών συστημάτων που θα την φέρνουν στα μέτρα τους.
*Σύμβουλος Δημόσιας Καινοτομίας και νομικός
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα