Στοιχίζει η πολιτική;
20.12.2018
07:06
Οι πολιτικές που ασκούνται σε μια οικονομία έχουν πάντοτε κόστος και όφελος, με διαφοροποιημένη κατανομή μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων, των πληθυσμιακών ομάδων, των εταιρικών συμφερόντων κ.τ.λ. Συνήθως δε είναι εξαιρετικά δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν τα μεγέθη αυτά.
Είναι θετικό το γεγονός ότι τα δημοσιονομικά συστήματα διοικήσεως ωθούνται προς την κατεύθυνση να αναπτύξουν μεθοδολογίες αποτίμησης κόστους και οφέλους των επιμέρους πολιτικών. Σκοπός τους είναι να αυξηθεί η διαφάνεια και η λογοδοσία.
Ωστόσο, μερικές πλευρές της οικονομικής πολιτικής είναι εύκολο να τιμολογηθούν. Παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές και οι ειδικοί και η κοινωνία αποφεύγουν να το κάνουν. Οι λόγοι είναι προφανείς: ενδεχομένως δεν επιθυμούν να αποκαλυφθούν πλευρές της πολιτικής που είναι εύκολο να αποτιμηθούν και έτσι να αξιολογηθούν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η αξιολόγηση ορισμένων από τις πολιτικές αυτές μπορεί να είναι τόσο εντυπωσιακή ώστε πολύ εύκολα θα ανέτρεπε ή θα μετέβαλε μία εγκαθιδρυμένη κοινωνική αντίληψη. Ισως ένα από τα εντυπωσιακότερα παραδείγματα του κόστους της πολιτικής είναι αυτό που σχετίζεται με τις πολιτικές διαπραγματεύσεις γύρω από τη συμμόρφωση στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης. Μάλιστα έχουμε τρία πολύ σημαντικά παραδείγματα μπροστά μας: το ένα είναι η μεγάλη εικόνα του Brexit. Το δεύτερο, η περίπτωση της Ιταλίας και το τρίτο, η περίπτωση της Ελλάδας.
Και στις τρεις περιπτώσεις υπήρχε ένα σημαντικό διακύβευμα: Οι τοπικές κοινωνίες εκφράσανε την αντίθεσή τους σε μείζονα ζητήματα πολιτικής, αγνοώντας, όμως, τις επιπτώσεις του κόστους που έχει η επιθυμία τους αυτή.
Οταν είχε γίνει το δημοψήφισμα στη Μ. Βρετανία, σταθήκαμε με σκεπτικισμό απέναντι στο αποτέλεσμα: 1.269.501 περισσότεροι Βρετανοί ψήφισαν να αποχωρήσει η Βρετανία από την Ε.Ε.. Ούτε μια ριζική πλειοψηφία, ούτε μια κοινωνία που βρισκόταν στα κάγκελα! Κι όμως, έκτοτε η Βρετανία (και ως έναν βαθμό η Ε.Ε.) έχει μπει σε μια άνευ προηγουμένου περιπέτεια.
Τότε είχαμε προβλέψει ότι μόλις ενεργοποιούνταν το Brexit θα ακολουθούσε μια αξιόλογη ύφεση. Αμέσως μετά το δημοψήφισμα όμως η βρετανική οικονομία σχεδόν ανέκαμψε και αυτό περιφερόταν ως θετικό στοιχείο του Brexit. Διαψεύστηκαν οι μάντεις του κακού; Οχι, για δύο λόγους: ο πρώτος σχετίζεται με το ότι το Brexit δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη και οι προβλέψεις αφορούσαν την πραγματοποίησή του. Ο δεύτερος σχετίζεται με το ότι γνωρίζοντας οι αρχές το δυσμενές κλίμα που ερχόταν, ασκήθηκαν πολιτικές που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν τα αρνητικά γεγονότα.
Τι θα συμβεί από δω και πέρα; Ο,τι και αν συμβεί (εκτός αν ξαναεπικρατήσει το remain), οι προοπτικές της βρετανικής οικονομίας (κτηματικός κλάδος, τραπεζικός τομέας κ.τ.λ.) θα είναι μάλλον αρνητικές. Και για να πούμε και κάτι πιο απλό: Εμπνέει εμπιστοσύνη η βρετανική πολιτική διοίκηση τώρα πια; Η αμφιβολία αυτή θα στοιχίσει στους Βρετανούς δουλειές και ευημερία.
Οταν είχαμε τη μεγάλη κρίση στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας - Ε.Ε., προφανώς τα spreads των ελληνικών ομολόγων αυξάνονταν σχεδόν ανεξέλεγκτα. Πολλοί, λοιπόν, το επισήμαναν, με αποτέλεσμα να παίρνουν την απάντηση ότι είναι ελάχιστοι αυτοί που έχουν ελληνικά ομόλογα, ή ότι αυτό δεν ενδιαφέρει τον πολύ κόσμο κ.ο.κ. κι έτσι κατά κάποιον θεαματικό και σταθερό τρόπο συνεχιζόταν το γαϊτανάκι των αντεγκλήσεων.
Ομως το κόστος κινδύνου για τη χώρα δεν αφορά μόνο τα ομόλογα, αλλά και το ιδιωτικό χρέος. Αν υποθέσουμε ότι η βελτίωση στο country risk μετά τα μισά του 2016 επέτρεψε την έξοδο (τέλος 2016) στις αγορές ιδιωτικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστημικών τραπεζών, τότε οι 24 επιχειρήσεις που βγήκαν στις αγορές να δανειστούν το 2017 το έκαναν σχετικά φθηνότερα κατά 1,5% περίπου λόγω της μείωσης του country risk. Συνεπώς τα δύο χρόνια καθυστέρησης της εξόδου στις αγορές στοίχισαν 258 εκατ. ευρώ.
Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι το ενεργό και εξυπηρετούμενο υπόλοιπο του ιδιωτικού τομέα ήταν περίπου 80 δισ. ευρώ, τότε η διετία 2015-2016 επιβάρυνε (εξαιτίας του αυξημένου κόστους δανεισμού) το χρηματοοικονομικό κόστος του ελληνικού ιδιωτικού τομέα με 2,4 δισ. ευρώ.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισε τώρα η Ιταλία. Κατ’ αναλογία, μία οικονομία δέκα φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα και παρόμοιες συνθήκες λειτουργίας, θα έχει ένα αντίστοιχο επιπρόσθετο βάρος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα για ένα αντίστοιχο διάστημα, ύψους 20 δισ. ευρώ.
Οσο και αν αυτοί οι υπολογισμοί είναι χονδρικοί και ως έναν βαθμό θεωρητικοί, δείχνουν την έκταση του προβλήματος.
Ωστόσο, μερικές πλευρές της οικονομικής πολιτικής είναι εύκολο να τιμολογηθούν. Παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές και οι ειδικοί και η κοινωνία αποφεύγουν να το κάνουν. Οι λόγοι είναι προφανείς: ενδεχομένως δεν επιθυμούν να αποκαλυφθούν πλευρές της πολιτικής που είναι εύκολο να αποτιμηθούν και έτσι να αξιολογηθούν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η αξιολόγηση ορισμένων από τις πολιτικές αυτές μπορεί να είναι τόσο εντυπωσιακή ώστε πολύ εύκολα θα ανέτρεπε ή θα μετέβαλε μία εγκαθιδρυμένη κοινωνική αντίληψη. Ισως ένα από τα εντυπωσιακότερα παραδείγματα του κόστους της πολιτικής είναι αυτό που σχετίζεται με τις πολιτικές διαπραγματεύσεις γύρω από τη συμμόρφωση στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης. Μάλιστα έχουμε τρία πολύ σημαντικά παραδείγματα μπροστά μας: το ένα είναι η μεγάλη εικόνα του Brexit. Το δεύτερο, η περίπτωση της Ιταλίας και το τρίτο, η περίπτωση της Ελλάδας.
Και στις τρεις περιπτώσεις υπήρχε ένα σημαντικό διακύβευμα: Οι τοπικές κοινωνίες εκφράσανε την αντίθεσή τους σε μείζονα ζητήματα πολιτικής, αγνοώντας, όμως, τις επιπτώσεις του κόστους που έχει η επιθυμία τους αυτή.
Οταν είχε γίνει το δημοψήφισμα στη Μ. Βρετανία, σταθήκαμε με σκεπτικισμό απέναντι στο αποτέλεσμα: 1.269.501 περισσότεροι Βρετανοί ψήφισαν να αποχωρήσει η Βρετανία από την Ε.Ε.. Ούτε μια ριζική πλειοψηφία, ούτε μια κοινωνία που βρισκόταν στα κάγκελα! Κι όμως, έκτοτε η Βρετανία (και ως έναν βαθμό η Ε.Ε.) έχει μπει σε μια άνευ προηγουμένου περιπέτεια.
Τότε είχαμε προβλέψει ότι μόλις ενεργοποιούνταν το Brexit θα ακολουθούσε μια αξιόλογη ύφεση. Αμέσως μετά το δημοψήφισμα όμως η βρετανική οικονομία σχεδόν ανέκαμψε και αυτό περιφερόταν ως θετικό στοιχείο του Brexit. Διαψεύστηκαν οι μάντεις του κακού; Οχι, για δύο λόγους: ο πρώτος σχετίζεται με το ότι το Brexit δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη και οι προβλέψεις αφορούσαν την πραγματοποίησή του. Ο δεύτερος σχετίζεται με το ότι γνωρίζοντας οι αρχές το δυσμενές κλίμα που ερχόταν, ασκήθηκαν πολιτικές που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν τα αρνητικά γεγονότα.
Τι θα συμβεί από δω και πέρα; Ο,τι και αν συμβεί (εκτός αν ξαναεπικρατήσει το remain), οι προοπτικές της βρετανικής οικονομίας (κτηματικός κλάδος, τραπεζικός τομέας κ.τ.λ.) θα είναι μάλλον αρνητικές. Και για να πούμε και κάτι πιο απλό: Εμπνέει εμπιστοσύνη η βρετανική πολιτική διοίκηση τώρα πια; Η αμφιβολία αυτή θα στοιχίσει στους Βρετανούς δουλειές και ευημερία.
Οταν είχαμε τη μεγάλη κρίση στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας - Ε.Ε., προφανώς τα spreads των ελληνικών ομολόγων αυξάνονταν σχεδόν ανεξέλεγκτα. Πολλοί, λοιπόν, το επισήμαναν, με αποτέλεσμα να παίρνουν την απάντηση ότι είναι ελάχιστοι αυτοί που έχουν ελληνικά ομόλογα, ή ότι αυτό δεν ενδιαφέρει τον πολύ κόσμο κ.ο.κ. κι έτσι κατά κάποιον θεαματικό και σταθερό τρόπο συνεχιζόταν το γαϊτανάκι των αντεγκλήσεων.
Ομως το κόστος κινδύνου για τη χώρα δεν αφορά μόνο τα ομόλογα, αλλά και το ιδιωτικό χρέος. Αν υποθέσουμε ότι η βελτίωση στο country risk μετά τα μισά του 2016 επέτρεψε την έξοδο (τέλος 2016) στις αγορές ιδιωτικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστημικών τραπεζών, τότε οι 24 επιχειρήσεις που βγήκαν στις αγορές να δανειστούν το 2017 το έκαναν σχετικά φθηνότερα κατά 1,5% περίπου λόγω της μείωσης του country risk. Συνεπώς τα δύο χρόνια καθυστέρησης της εξόδου στις αγορές στοίχισαν 258 εκατ. ευρώ.
Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι το ενεργό και εξυπηρετούμενο υπόλοιπο του ιδιωτικού τομέα ήταν περίπου 80 δισ. ευρώ, τότε η διετία 2015-2016 επιβάρυνε (εξαιτίας του αυξημένου κόστους δανεισμού) το χρηματοοικονομικό κόστος του ελληνικού ιδιωτικού τομέα με 2,4 δισ. ευρώ.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισε τώρα η Ιταλία. Κατ’ αναλογία, μία οικονομία δέκα φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα και παρόμοιες συνθήκες λειτουργίας, θα έχει ένα αντίστοιχο επιπρόσθετο βάρος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα για ένα αντίστοιχο διάστημα, ύψους 20 δισ. ευρώ.
Οσο και αν αυτοί οι υπολογισμοί είναι χονδρικοί και ως έναν βαθμό θεωρητικοί, δείχνουν την έκταση του προβλήματος.
Οι Ιταλοί, αντιλαμβανόμενοι το πρόβλημα, άλλαξαν πολύ γρήγορα κατεύθυνση στο καράβι για να τιθασεύσουν το αντίστοιχο μέγεθος. Μάλιστα υπάρχουν απόψεις ότι αυτό το θέμα αποτέλεσε ίσως τον σημαντικότερο παράγοντα της στροφής των.
Οταν μια κοινωνία, λοιπόν, κάνει μια μείζονα επιλογή, όπως αυτή της ένταξης σε μια νομισματική ένωση, δεν είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να μπορεί να τη μεταβάλει. Αυτό μπορεί να εξυπηρετεί ορισμένους πολιτικούς, όχι όμως και την κοινωνία. Η τελευταία απλώς πληρώνει.
Εναλλακτικά, μείζονες μεταβολές μπορούν να γίνονται όταν υπάρχει κοστολογημένο σχέδιο διαφορετικών λύσεων. Οτιδήποτε άλλο δείχνει άγνοια και επιπολαιότητα.
*καθηγητής ΕΚΠΑ
Οταν μια κοινωνία, λοιπόν, κάνει μια μείζονα επιλογή, όπως αυτή της ένταξης σε μια νομισματική ένωση, δεν είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να μπορεί να τη μεταβάλει. Αυτό μπορεί να εξυπηρετεί ορισμένους πολιτικούς, όχι όμως και την κοινωνία. Η τελευταία απλώς πληρώνει.
Εναλλακτικά, μείζονες μεταβολές μπορούν να γίνονται όταν υπάρχει κοστολογημένο σχέδιο διαφορετικών λύσεων. Οτιδήποτε άλλο δείχνει άγνοια και επιπολαιότητα.
*καθηγητής ΕΚΠΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr