Μητσοτάκης, Ανδρουλάκης και εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας
Πάνος Λουκάκος
Μητσοτάκης, Ανδρουλάκης και εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας
Στις αμέσως επόμενες εβδομάδες, ο πρωθυπουργός θα πρέπει να υποδείξει το πρόσωπο που θα στηρίξει η Νέα Δημοκρατία για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και το αργότερο έως τις 13 Φεβρουαρίου θα πρέπει να συγκληθεί η Βουλή για τη σχετική ψηφοφορία
Δύο είναι εν προκειμένω οι κεντρικές πολιτικές επιλογές του κ. Μητσοτάκη: Ευρύτερη συναίνεση η πρώτη. Δεξιά συσπείρωση η δεύτερη. Από την πολιτική επιλογή που τελικά θα κάνει θα προκύψει και το πρόσωπο που θα υποδείξει. Θα είναι δε βεβαία η εκλογή αυτού του προσώπου ως Προέδρου της Δημοκρατίας καθώς δεν ισχύουν πλέον οι ενισχυμένες πλειοψηφίες του παρελθόντος.
Αξιόπιστος συνομιλιτής
Η πρώτη πολιτική επιλογή του κ. Μητσοτάκη λοιπόν θα μπορούσε να είναι η ευρύτερη συναίνεση. Τούτο σημαίνει, πρώτον, ότι ο υποψήφιος που θα υποδειχτεί δεν θα προέρχεται από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, πράγμα το οποίο θα επέτρεπε την υπερψήφισή του και από κόμματα της αντιπολίτευσης. Και, δεύτερον, ότι θα έχει προκύψει μέσα από προηγούμενη ενημέρωση και συνεννόηση τουλάχιστον με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκο Ανδρουλάκη ώστε να είναι συναινετική η όλη διαδικασία και όχι προϊόν μονομερούς απόφασης. Είναι άλλωστε φανερό πως δεν μπορεί να γίνουν συνομιλητές του πρωθυπουργού για το ζήτημα της προεδρικής εκλογής οι ακραίες, ανορθολογικές ή και συνωμοσιολογικές δυνάμεις της Δεξιάς ή της Αριστεράς. Δηλαδή, δεν έχει νόημα να γίνει συζήτηση με Βελόπουλο, Νατσιό ή τους Σπαρτιάτες, όπως και με τα υπολείμματα του ΣΥΡΙΖΑ ή τα διάφορα εντός Βουλής αποκόμματά του, που ήδη -επίσημα ή ανεπίσημα- ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε υποδείξεις προσώπων τα οποία στην πράξη δεν έχουν καμία πιθανότητα εκλογής. Κατά συνέπεια, και ως έχουν οι σημερινοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, αξιόπιστος συνομιλητής του πρωθυπουργού για το συγκεκριμένο ζήτημα από την πλευρά της αντιπολίτευσης είναι μόνο ο Ν. Ανδρουλάκης.
Η δεύτερη πολιτική επιλογή του κ. Μητσοτάκη θα μπορούσε να είναι η Δεξιά συσπείρωση. Τούτο σημαίνει, πρώτον, ότι ο υποψήφιος θα προέρχεται από τον εν στενή εννοία χώρο της Νέας Δημοκρατίας, κατεύθυνση προς την οποία ωθούν τον πρωθυπουργό πολλά στελέχη της εντός και εκτός κόμματος Ακροδεξιάς. Και, δεύτερον, ότι ο υποψήφιος αυτός δεν πρόκειται να υπερψηφιστεί από κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης.
Η τελική επιλογή του πρωθυπουργού για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας θα αποτελέσει μία σαφέστατη ένδειξη και για τον δρόμο τον οποίο σκοπεύει να ακολουθήσει μετά το αρνητικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και μετά από τα στοιχεία όλων των διενεργούμενων δημοσκοπήσεων που εμφανίζουν μείωση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας άνω των δέκα μονάδων σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2023. Σκοπεύει δηλαδή ο κ. Μητσοτάκης να συνεχίσει την πολιτική του ανοίγματος προς το Κέντρο και τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου, όπως κατά κανόνα και με λίγες εξαιρέσεις έχει πράξει έως τώρα, ή θα επιδιώξει να σταματήσει τις εξ αυτού του λόγου διαρροές προς τους σχηματισμούς δεξιότερα από τη Νέα Δημοκρατία; Στη δεύτερη αυτή περίπτωση δεν θα περιοριστεί μόνο στην υπόδειξη ενός καθαρόαιμου Δεξιού υποψήφιου για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Θα εγκαταλείψει και όλες εκείνες τις πολιτικές για τις οποίες τον εγκαλεί η εντός και εκτός του κόμματός του Ακροδεξιά: Από την επιλογή υπουργών και στενών συνεργατών του, προερχόμενων από τον χώρο του σημιτικού εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, έως αποφάσεις για την εξωτερική και εσωτερική πολιτική που συγκρούονται με τις κλασικές ιδεοληψίες της παραδοσιακής Δεξιάς, όπως π.χ. τις απόψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή την αντιμετώπιση των ομόφυλων ζευγαριών. Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι αν η προσπάθεια για την ανάκαμψη της Νέας Δημοκρατίας θα στηριχτεί στην εκσυγχρονιστική πολιτική που έφερε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην εξουσία ή στην αναχρονιστική ατζέντα Σαμαρά - Καραμανλή, έστω χωρίς τον Σαμαρά και τον Καραμανλή.
Κατά τούτο, η υπόδειξη του προσώπου για την Προεδρία της Δημοκρατίας δεν αφορά μόνο τον μελλοντικό Πρόεδρο. Αφορά πολύ περισσότερο τις προθέσεις και την πολιτική με την οποία θα βαδίσει ο πρωθυπουργός στον δρόμο προς τις εκλογές του 2027. Με πιθανότερο ενδεχόμενο ότι στις εκλογές αυτές η Νέα Δημοκρατία θα είναι μεν πρώτο κόμμα αλλά δεν θα διαθέτει αυτοδύναμη πλειοψηφία, το ερώτημα που αργά ή γρήγορα θα ανακύψει είναι κατά πόσον θα αναζητήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεργασίες προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά του κόμματός του ώστε να υπάρξει κυβέρνηση. Αλλά και αν θα επιλέξει ενδιαμέσως πολιτικές για να συγκρατήσει το κεντρώο κοινό του χάνοντας ψηφοφόρους από τις δεξιές παρυφές του κόμματος ή θα προσπαθήσει να συσπειρώσει το δεξιό κοινό χάνοντας ψηφοφόρους από τις αριστερές παρυφές.
Είναι συμβολικός ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας μετά τις συνταγματικές αναθεωρήσεις που στέρησαν από τον πολιτειακό αυτόν θεσμό τις ουσιαστικές αρμοδιότητές του. Εξίσου συμβολική όμως είναι και η διαδικασία που θα οδηγήσει στην εκλογή του τις επόμενες εβδομάδες. Διότι η διαδικασία αυτή θα φανερώσει τις σημερινές προθέσεις του πρωθυπουργού για τα δύο επόμενα χρόνια. Κατά πόσον δηλαδή θα κινηθεί στον άξονα συναινετικών ανοιγμάτων προς την αξιωματική αντιπολίτευση, όπως διαφάνηκε σε τελευταίες αγορεύσεις του στη Βουλή, ή θα προσχωρήσει σε μετωπικές αντιπαραθέσεις, όπως συστηματικά επιλέγουν κορυφαίοι υπουργοί του, ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών με ακροδεξιές καταβολές.
Τα ανοιχτά μέτωπα
Είναι δύσκολη η εξίσωση που καλείται να λύσει σήμερα ο πρωθυπουργός, καθώς αφορά περίπλοκα ζητήματα πέρα από την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Από αυτά το κυριότερο και σημαντικότερο για όλες τις μελλοντικές εξελίξεις είναι κατά πόσον το πολιτικό σύστημα θα βαδίσει στην πεπατημένη της εχθροπάθειας, των διχασμών και των πολώσεων, στο οποίο έχει κινηθεί όλο το πρόσφατο παρελθόν με τα γνωστά αποτελέσματα, ή θα εγκαινιάσει τον δρόμο των συναινέσεων που επιτάσσουν οι σημερινές συνθήκες στον κόσμο: Δηλαδή οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, οι εξελίξεις στη Συρία, ο τουρκικός αναθεωρητισμός, ο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πούτιν στη Ρωσία, οι διαδοχικές οικονομικές και πολιτικές κρίσεις στις μεγαλύτερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Κλιματική Αλλαγή και οι καταστροφές που αυτή προκαλεί.
Η πρωτοβουλία των κινήσεων για τη δημιουργία ενός ήπιου πολιτικού κλίματος και την ύπαρξη των αναγκαίων συναινέσεων έναντι των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα και των ακόμη μεγαλύτερων που θα αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον ανήκει αναμφίβολα στον πρωθυπουργό. Αλλά εξίσου καθοριστικός προς την κατεύθυνση αυτή είναι ο ρόλος και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος επίσης οφείλει να κινηθεί ανταποκρινόμενος στα μεγέθη της εθνικής ευθύνης που του αναλογούν.
Αξιόπιστος συνομιλιτής
Η πρώτη πολιτική επιλογή του κ. Μητσοτάκη λοιπόν θα μπορούσε να είναι η ευρύτερη συναίνεση. Τούτο σημαίνει, πρώτον, ότι ο υποψήφιος που θα υποδειχτεί δεν θα προέρχεται από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, πράγμα το οποίο θα επέτρεπε την υπερψήφισή του και από κόμματα της αντιπολίτευσης. Και, δεύτερον, ότι θα έχει προκύψει μέσα από προηγούμενη ενημέρωση και συνεννόηση τουλάχιστον με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκο Ανδρουλάκη ώστε να είναι συναινετική η όλη διαδικασία και όχι προϊόν μονομερούς απόφασης. Είναι άλλωστε φανερό πως δεν μπορεί να γίνουν συνομιλητές του πρωθυπουργού για το ζήτημα της προεδρικής εκλογής οι ακραίες, ανορθολογικές ή και συνωμοσιολογικές δυνάμεις της Δεξιάς ή της Αριστεράς. Δηλαδή, δεν έχει νόημα να γίνει συζήτηση με Βελόπουλο, Νατσιό ή τους Σπαρτιάτες, όπως και με τα υπολείμματα του ΣΥΡΙΖΑ ή τα διάφορα εντός Βουλής αποκόμματά του, που ήδη -επίσημα ή ανεπίσημα- ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε υποδείξεις προσώπων τα οποία στην πράξη δεν έχουν καμία πιθανότητα εκλογής. Κατά συνέπεια, και ως έχουν οι σημερινοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, αξιόπιστος συνομιλητής του πρωθυπουργού για το συγκεκριμένο ζήτημα από την πλευρά της αντιπολίτευσης είναι μόνο ο Ν. Ανδρουλάκης.
Η δεύτερη πολιτική επιλογή του κ. Μητσοτάκη θα μπορούσε να είναι η Δεξιά συσπείρωση. Τούτο σημαίνει, πρώτον, ότι ο υποψήφιος θα προέρχεται από τον εν στενή εννοία χώρο της Νέας Δημοκρατίας, κατεύθυνση προς την οποία ωθούν τον πρωθυπουργό πολλά στελέχη της εντός και εκτός κόμματος Ακροδεξιάς. Και, δεύτερον, ότι ο υποψήφιος αυτός δεν πρόκειται να υπερψηφιστεί από κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης.
Η τελική επιλογή του πρωθυπουργού για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας θα αποτελέσει μία σαφέστατη ένδειξη και για τον δρόμο τον οποίο σκοπεύει να ακολουθήσει μετά το αρνητικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και μετά από τα στοιχεία όλων των διενεργούμενων δημοσκοπήσεων που εμφανίζουν μείωση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας άνω των δέκα μονάδων σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2023. Σκοπεύει δηλαδή ο κ. Μητσοτάκης να συνεχίσει την πολιτική του ανοίγματος προς το Κέντρο και τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου, όπως κατά κανόνα και με λίγες εξαιρέσεις έχει πράξει έως τώρα, ή θα επιδιώξει να σταματήσει τις εξ αυτού του λόγου διαρροές προς τους σχηματισμούς δεξιότερα από τη Νέα Δημοκρατία; Στη δεύτερη αυτή περίπτωση δεν θα περιοριστεί μόνο στην υπόδειξη ενός καθαρόαιμου Δεξιού υποψήφιου για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Θα εγκαταλείψει και όλες εκείνες τις πολιτικές για τις οποίες τον εγκαλεί η εντός και εκτός του κόμματός του Ακροδεξιά: Από την επιλογή υπουργών και στενών συνεργατών του, προερχόμενων από τον χώρο του σημιτικού εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, έως αποφάσεις για την εξωτερική και εσωτερική πολιτική που συγκρούονται με τις κλασικές ιδεοληψίες της παραδοσιακής Δεξιάς, όπως π.χ. τις απόψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή την αντιμετώπιση των ομόφυλων ζευγαριών. Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι αν η προσπάθεια για την ανάκαμψη της Νέας Δημοκρατίας θα στηριχτεί στην εκσυγχρονιστική πολιτική που έφερε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην εξουσία ή στην αναχρονιστική ατζέντα Σαμαρά - Καραμανλή, έστω χωρίς τον Σαμαρά και τον Καραμανλή.
Κατά τούτο, η υπόδειξη του προσώπου για την Προεδρία της Δημοκρατίας δεν αφορά μόνο τον μελλοντικό Πρόεδρο. Αφορά πολύ περισσότερο τις προθέσεις και την πολιτική με την οποία θα βαδίσει ο πρωθυπουργός στον δρόμο προς τις εκλογές του 2027. Με πιθανότερο ενδεχόμενο ότι στις εκλογές αυτές η Νέα Δημοκρατία θα είναι μεν πρώτο κόμμα αλλά δεν θα διαθέτει αυτοδύναμη πλειοψηφία, το ερώτημα που αργά ή γρήγορα θα ανακύψει είναι κατά πόσον θα αναζητήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεργασίες προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά του κόμματός του ώστε να υπάρξει κυβέρνηση. Αλλά και αν θα επιλέξει ενδιαμέσως πολιτικές για να συγκρατήσει το κεντρώο κοινό του χάνοντας ψηφοφόρους από τις δεξιές παρυφές του κόμματος ή θα προσπαθήσει να συσπειρώσει το δεξιό κοινό χάνοντας ψηφοφόρους από τις αριστερές παρυφές.
Είναι συμβολικός ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας μετά τις συνταγματικές αναθεωρήσεις που στέρησαν από τον πολιτειακό αυτόν θεσμό τις ουσιαστικές αρμοδιότητές του. Εξίσου συμβολική όμως είναι και η διαδικασία που θα οδηγήσει στην εκλογή του τις επόμενες εβδομάδες. Διότι η διαδικασία αυτή θα φανερώσει τις σημερινές προθέσεις του πρωθυπουργού για τα δύο επόμενα χρόνια. Κατά πόσον δηλαδή θα κινηθεί στον άξονα συναινετικών ανοιγμάτων προς την αξιωματική αντιπολίτευση, όπως διαφάνηκε σε τελευταίες αγορεύσεις του στη Βουλή, ή θα προσχωρήσει σε μετωπικές αντιπαραθέσεις, όπως συστηματικά επιλέγουν κορυφαίοι υπουργοί του, ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών με ακροδεξιές καταβολές.
Τα ανοιχτά μέτωπα
Είναι δύσκολη η εξίσωση που καλείται να λύσει σήμερα ο πρωθυπουργός, καθώς αφορά περίπλοκα ζητήματα πέρα από την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Από αυτά το κυριότερο και σημαντικότερο για όλες τις μελλοντικές εξελίξεις είναι κατά πόσον το πολιτικό σύστημα θα βαδίσει στην πεπατημένη της εχθροπάθειας, των διχασμών και των πολώσεων, στο οποίο έχει κινηθεί όλο το πρόσφατο παρελθόν με τα γνωστά αποτελέσματα, ή θα εγκαινιάσει τον δρόμο των συναινέσεων που επιτάσσουν οι σημερινές συνθήκες στον κόσμο: Δηλαδή οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, οι εξελίξεις στη Συρία, ο τουρκικός αναθεωρητισμός, ο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πούτιν στη Ρωσία, οι διαδοχικές οικονομικές και πολιτικές κρίσεις στις μεγαλύτερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Κλιματική Αλλαγή και οι καταστροφές που αυτή προκαλεί.
Η πρωτοβουλία των κινήσεων για τη δημιουργία ενός ήπιου πολιτικού κλίματος και την ύπαρξη των αναγκαίων συναινέσεων έναντι των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα και των ακόμη μεγαλύτερων που θα αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον ανήκει αναμφίβολα στον πρωθυπουργό. Αλλά εξίσου καθοριστικός προς την κατεύθυνση αυτή είναι ο ρόλος και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος επίσης οφείλει να κινηθεί ανταποκρινόμενος στα μεγέθη της εθνικής ευθύνης που του αναλογούν.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα