Τίτλος τέλους…
23.01.2019
06:56
Πέθανε ο Θέμος. Το σήμερα παραλύει, όλα γύρω μου τρέχουν στο αντίθετο ρεύμα του θανάτου: στη φιγούρα του, στα λόγια του, στο αργό του περπάτημα, στο δαιμονικό χιούμορ του, σ’ εκείνο το «Μη φοβάσαι μπουμπού εγώ είμαι εδώ».
Γαντζώνομαι στο παρελθόν και με χέρια βουτηγμένα στο μελάνι ικετεύω: «Να Θέμο, δες! Έχω την καλύτερη ιστορία, μη φύγεις προτού τη διαβάσεις». Κοίτα με! Επιστρέφω στη μέρα που σε γνώρισα κατεβαίνοντας σαν τρελή ολόκληρα πατώματα αναμνήσεων. Τι κι αν ήταν κρυστάλλινες; Καμιά δεν έσπασε, όλες άντεξαν στον χρόνο. Καμιά δεν θάμπωσε, όλες λαμποκοπάνε γύρω μου.
Να Θέμο, δες με! Πόσο εγκαταλελειμμένη ήμουν τότε, πόσο αυτοκαταστροφική, πόσο άλλη. Ένα κοριτσάκι που «έσκαβε» μέσα του κι έξω του πληγές χωρίς να τις αφήνει ποτέ να επουλωθούν. Το’ χες καταλάβει «μην ξύνεις τα κάπαλα», μου έλεγες «όλα περνάνε με τον καιρό». Σιγά μη σ’ άκουγα. Έμπηγα τα νύχια σε φόβους κι ανασφάλειες κι εσύ εκεί. Να επουλώνεις τα τραύματα χωρίς κρίσεις κι επικρίσεις, χωρίς ερωτήματα και νουθεσίες, δεν σ’ ένοιαζε ποιος τα προκάλεσε, ήθελες μόνο να τα κάνεις καλά. Ακριβώς σαν τον πατέρα που δεν είχα, πιο πολύ κι από τον πατέρα που ονειρευόμουν να’ χω.
Μ’ έκανες ένα κακομαθημένο παιδί. Ένα παιδί εγκλωβισμένο σε σώμα ενήλικης που’ τρεχε δίπλα σου κάθε φορά που ήθελε να μοιραστεί ένα μεγάλο μυστικό, να ισοπεδώσει μία μεγάλη αδικία, να γκρινιάξει για το παιχνίδι που του πήραν μέσα από τα χέρια με ύπουλους τρόπους. Εσύ άκουγες κι εγώ μαλάκωνα. Εγώ φώναζα κι εσύ σώπαινες. Κι ύστερα «μπουμπού, βρες κάνα γκόμενο» και πιο μετά «τώρα που έμεινες έγκυος να λείψεις όσο θες από την εφημερίδα, μη σε νοιάζει τίποτα, εγώ είμαι εδώ». Κι όσο μ’ «έδιωχνες», τόσο έμενα μέσα σ’ ένα γραφείο-σπίτι. Πού να πήγαινα όταν η αγάπη ήταν τόσο άπλετη και η ελευθερία τόσο αδιαπραγμάτευτη;
Κοίτα ξανά. Σ’ εκείνα τα χρόνια είμαι ακόμη, δεν θέλω να γυρίσω στο σήμερα. Στέκομαι πάνω από τα ξενύχτια της Παρασκευής με τις χειρόγραφες σημειώσεις και τα άδεια μπουκάλια ουίσκι. Ανάβω μπροστά σου το τσιγάρο που τόσο σιχαίνεσαι, μην κάνεις πως δεν με βλέπεις. Μάλωσέ με. Φώναξέ μου, βρίσε με, μη φεύγεις σαν σκιά, μην πεις ότι δεν είσαι εδώ. Θα ανέβω πάνω και με τσαμπουκά θα μπω στο γραφείο σου. Θα κάτσω απέναντί σου και θα σου πω πως η «παραπονεμένη μπουμπού» δεν μεγάλωσε ακόμη. Χρειάζεται την ατάκα σου για να εμπνευστεί, το χιούμορ σου για να αντισταθεί, το λυχνάρι σου για να μην χαθεί. Μη μιλάς μπερδεμένα, τώρα πια σε καταλαβαίνω όσο κι αν προσπαθείς να με ξεγελάσεις. Ήσουν κι εσύ ένα παιδί που ποτέ δεν μεγάλωσε. Ένας πιτσιρικάς πνιγμένος σε καλά κρυμμένες ευαισθησίες που έγιναν λιμάνι για ν’ αράξουμε και βράχος για να κρατηθούμε. Έτσι αντέξαμε σε πείσμα όλων των «καπεταναίων» που μας ήθελαν στον πάτο.
Όχι, δεν φεύγω απ’ το γραφείο σου. Εδώ θα μείνω. Να σε κοιτάζω να φέρνεις «τούμπα» την πρώτη σελίδα, κι ύστερα να τσιμπολογάς ένα κουλούρι. Και πιο μετά να κάνεις παράπονα για εκείνο το «που» που δεν σ’ αρέσει στα κείμενα και κομπλιμέντα για τον τίτλο που γουστάρεις. Να μου λες για τα ταξίδια σου στις θάλασσες και για τα ταβερνάκια στις στεριές. Να με ρωτάς αν πεινάω και να σε παρακολουθώ να διψάς για το επόμενο αποκλειστικό. Να με διώχνεις για να μην λείψω στα παιδιά μου και να επαναλαμβάνεις πόσο λατρεύεις τα δικά σου: «Μόνο τα παιδιά αξίζουν σε τούτη τη ζωή».
Όχι, δεν φεύγω σου λέω! Να, δες πώς σε κοιτάω! Το βλέμμα μου πέτρωσε κι ένας χείμαρρος πόνου σκαρφάλωσε στη ράχη της αντοχής μου ζωγραφίζοντας το πρόσωπό μου με σπασμούς. Κλαίω. Κλαίω μ’ ένα αλλόκοτο κλάμα, μ’ ένα κλάμα χωρίς δάκρυα. Μ’ ένα κλάμα βουβό και αθόρυβο. Μη μιλάς. Δεν θέλω να σε ξανακούσω να λες: «Μπουμπού μην ξύνεις τα κάπαλα. Όλα περνάνε με τον καιρό…»
Να Θέμο, δες με! Πόσο εγκαταλελειμμένη ήμουν τότε, πόσο αυτοκαταστροφική, πόσο άλλη. Ένα κοριτσάκι που «έσκαβε» μέσα του κι έξω του πληγές χωρίς να τις αφήνει ποτέ να επουλωθούν. Το’ χες καταλάβει «μην ξύνεις τα κάπαλα», μου έλεγες «όλα περνάνε με τον καιρό». Σιγά μη σ’ άκουγα. Έμπηγα τα νύχια σε φόβους κι ανασφάλειες κι εσύ εκεί. Να επουλώνεις τα τραύματα χωρίς κρίσεις κι επικρίσεις, χωρίς ερωτήματα και νουθεσίες, δεν σ’ ένοιαζε ποιος τα προκάλεσε, ήθελες μόνο να τα κάνεις καλά. Ακριβώς σαν τον πατέρα που δεν είχα, πιο πολύ κι από τον πατέρα που ονειρευόμουν να’ χω.
Μ’ έκανες ένα κακομαθημένο παιδί. Ένα παιδί εγκλωβισμένο σε σώμα ενήλικης που’ τρεχε δίπλα σου κάθε φορά που ήθελε να μοιραστεί ένα μεγάλο μυστικό, να ισοπεδώσει μία μεγάλη αδικία, να γκρινιάξει για το παιχνίδι που του πήραν μέσα από τα χέρια με ύπουλους τρόπους. Εσύ άκουγες κι εγώ μαλάκωνα. Εγώ φώναζα κι εσύ σώπαινες. Κι ύστερα «μπουμπού, βρες κάνα γκόμενο» και πιο μετά «τώρα που έμεινες έγκυος να λείψεις όσο θες από την εφημερίδα, μη σε νοιάζει τίποτα, εγώ είμαι εδώ». Κι όσο μ’ «έδιωχνες», τόσο έμενα μέσα σ’ ένα γραφείο-σπίτι. Πού να πήγαινα όταν η αγάπη ήταν τόσο άπλετη και η ελευθερία τόσο αδιαπραγμάτευτη;
Κοίτα ξανά. Σ’ εκείνα τα χρόνια είμαι ακόμη, δεν θέλω να γυρίσω στο σήμερα. Στέκομαι πάνω από τα ξενύχτια της Παρασκευής με τις χειρόγραφες σημειώσεις και τα άδεια μπουκάλια ουίσκι. Ανάβω μπροστά σου το τσιγάρο που τόσο σιχαίνεσαι, μην κάνεις πως δεν με βλέπεις. Μάλωσέ με. Φώναξέ μου, βρίσε με, μη φεύγεις σαν σκιά, μην πεις ότι δεν είσαι εδώ. Θα ανέβω πάνω και με τσαμπουκά θα μπω στο γραφείο σου. Θα κάτσω απέναντί σου και θα σου πω πως η «παραπονεμένη μπουμπού» δεν μεγάλωσε ακόμη. Χρειάζεται την ατάκα σου για να εμπνευστεί, το χιούμορ σου για να αντισταθεί, το λυχνάρι σου για να μην χαθεί. Μη μιλάς μπερδεμένα, τώρα πια σε καταλαβαίνω όσο κι αν προσπαθείς να με ξεγελάσεις. Ήσουν κι εσύ ένα παιδί που ποτέ δεν μεγάλωσε. Ένας πιτσιρικάς πνιγμένος σε καλά κρυμμένες ευαισθησίες που έγιναν λιμάνι για ν’ αράξουμε και βράχος για να κρατηθούμε. Έτσι αντέξαμε σε πείσμα όλων των «καπεταναίων» που μας ήθελαν στον πάτο.
Όχι, δεν φεύγω απ’ το γραφείο σου. Εδώ θα μείνω. Να σε κοιτάζω να φέρνεις «τούμπα» την πρώτη σελίδα, κι ύστερα να τσιμπολογάς ένα κουλούρι. Και πιο μετά να κάνεις παράπονα για εκείνο το «που» που δεν σ’ αρέσει στα κείμενα και κομπλιμέντα για τον τίτλο που γουστάρεις. Να μου λες για τα ταξίδια σου στις θάλασσες και για τα ταβερνάκια στις στεριές. Να με ρωτάς αν πεινάω και να σε παρακολουθώ να διψάς για το επόμενο αποκλειστικό. Να με διώχνεις για να μην λείψω στα παιδιά μου και να επαναλαμβάνεις πόσο λατρεύεις τα δικά σου: «Μόνο τα παιδιά αξίζουν σε τούτη τη ζωή».
Όχι, δεν φεύγω σου λέω! Να, δες πώς σε κοιτάω! Το βλέμμα μου πέτρωσε κι ένας χείμαρρος πόνου σκαρφάλωσε στη ράχη της αντοχής μου ζωγραφίζοντας το πρόσωπό μου με σπασμούς. Κλαίω. Κλαίω μ’ ένα αλλόκοτο κλάμα, μ’ ένα κλάμα χωρίς δάκρυα. Μ’ ένα κλάμα βουβό και αθόρυβο. Μη μιλάς. Δεν θέλω να σε ξανακούσω να λες: «Μπουμπού μην ξύνεις τα κάπαλα. Όλα περνάνε με τον καιρό…»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr