
Παράπλευρα κέρδη
Η προεκλογική περίοδος ξεκίνησε – επισήμως, θα μπορούσενα πει κανείς – με την συνέντευξη Μητσοτάκη στον Δανίκα, στο Πρώτο Θέμα
Εκεί ο πρωθυπουργός είπε πολλά και διάφορα – από το ότι του αρέσει ο Ρόι Όρμπισον αλλά και ο Μητροπάνος, ότι ξεκουράζεται με λίγο Netflix και ότι αποκλείεται να συνεργαστεί με τον Βελόπουλο και τον Τσίπρα, για να υπονοήσει ότι θα μπορούσε να κάνει συγκυβέρνηση με τον Ανδρουλάκη, αν τα φέρει έτσι η ζωή.
Το πράγμα δεν έμεινε εκεί – στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου, όπως ο Γιώργος Γεραπετρίτης ανέλαβαν να κάνουν «λιανά» αυτό που άφησε να εννοηθεί ο πρωθυπουργός. Το ενδιαφέρον είναι ότι η «στροφή» του κυβερνώντος κόμματος γίνεται σε μία στιγμή που το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ περνά τις χειρότερες δημοσκοπικές μέρες του από την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του.
Λίγο το θέμα της Εύας Καϊλή, λίγο η αναβλητικότητα στην ολοκλήρωση των εκλογικών συνδυασμών, λίγο οι αποκλίνουσες απόψεις στελεχών και ψηφοφόρων περί της «επόμενης μέρας», ρίχνουν τα ποσοστά του πιο κοντά στο 11% παρά στο 14% των προηγούμενων μηνών. Η προεκλογική «επίθεση φιλίας» από την πλευρά της ΝΔ, όσο κι αν μένει αναπάντητη, ασφαλώς δεν θα ωφελήσει το ΠΑΣΟΚ, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κερδίζει ήδη κάποιους πάντους από το Qatargate.
Προφανώς, ο κ. Μητσοτάκης μελετά τις δημοσκοπήσεις – και σίγουρα δεν διέφυγε της προσοχής του ότι η τελευταία μέτρηση της Metron Analysis, που κάνει και «εκτίμηση ψήφου», του δίνει 36,4%, πράγμα που σημαίνει δύο – δυόμισι μονάδες από τον ψηλότερο πήχη της αυτοδυναμίας. Την ίδια στιγμή, η παράσταση νίκης για τη Νέα Δημοκρατία μετριέται στο 70% - δηλαδή το παιχνίδι δεν γυρίζει, εκτός αν έλθουν τα πάνω – κάτω.
Και όλοι γνωρίζουν ότι αυτά καταγράφονται ενόψει του πρώτου εκλογικού γύρου που θα «κάψει» την απλή αναλογική. Εν ολίγοις, ενόψει μίας διαδικασίας για την οποία οι πάντες γνωρίζουν ότι δεν θα βγάλει κυβέρνηση. Δεν θέλει και πολλή σκέψη για να αντιληφθεί κανείς ότι τα πράγματα θα είναι πολύ διαφορετικά στον δεύτερο γύρο, όταν οι ψηφοφόροι θα βρεθούν μπροστά στο δίλημμα ποιον επιλέγουν για να κυβερνήσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει στην εκλογική κούρσα δεύτερος και καταϊδρωμένος. Αν ίσχυαν τα όσα ανάρτησε ο Παύλος Πολάκης – ότι δηλαδή η Κουμουνδούρου είναι στο 36% και η ΝΔ κάτω από το 30% - αλλιώς θα μιλούσαν τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν θα έκαναν προσκλητήρια προοδευτικής διακυβέρνησης, αλλά θα δούλευαν για την δική τους αυτοδυναμία. Επομένως, πρόκειται για μία επανάληψη των όσων συνέβησαν το 2019, μετά από την ήττα στις ευρωεκλογές, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να περιορίσει την ήττα του στις εθνικές εκλογές κάνοντας τους περισσότερους από τους ψηφοφόρους που του είχαν δώσει τρεις φορές ψήφο το 2015 να πιστέψουν ότι το παιχνίδι θα μπορούσε «να γυρίσει».
Τι θα γίνει αν συμβεί το ίδιο και το 2023; Μπορεί πραγματικά να πιστέψουν οι παλιότεροι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ ότι «το μάτς παίζεται»; Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει κάτι τέτοιο – άλλωστε ο Αλέξης Τσίπρας έχει αποδείξει ότι στο φίνις κάνει την περισσότερη δουλειά. Ωστόσο, με τις σημερινές συνθήκες, ακόμα κι αν προσεγγίσει το ποσοστό των εθνικών εκλογών του 2019, δεν θα πετύχει τίποτε περισσότερο από το να σταθεροποιήσει τη θέση του την «επόμενη μέρα».
Είναι δεδομένο ότι με τους υπάρχοντες συσχετισμούς σε συνδυασμό με την ενισχυμένη αναλογική του δεύτερου γύρου, ισχύει ότι «ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος δεν είναι τίποτα». Τίποτα, που λέει ο λόγος - σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ένα ποσοστό πάνω από το 30% λέει πολλά, μιας και δεν υπάρχει άλλο στέλεχος που θα μπορούσε να το λάβει.
Από την άλλη πλευρά, ενδεχομένως ο κ. Μητσοτάκης να ήθελε απλώς «να παίξει στα σίγουρα» στέλνοντας ένα μήνυμα κυρίως προς το εξωτερικό ότι ακόμα κι αν πέσουν ελαφρώς έξω οι δημοσκοπήσεις, η Ελλάδα δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσει πρόβλημα πολιτικής αστάθειας. Αν είναι έτσι, τότε υπάρχουν παράλληλα θύματα – και παράλληλοι κερδισμένοι.
Το πράγμα δεν έμεινε εκεί – στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου, όπως ο Γιώργος Γεραπετρίτης ανέλαβαν να κάνουν «λιανά» αυτό που άφησε να εννοηθεί ο πρωθυπουργός. Το ενδιαφέρον είναι ότι η «στροφή» του κυβερνώντος κόμματος γίνεται σε μία στιγμή που το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ περνά τις χειρότερες δημοσκοπικές μέρες του από την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του.
Λίγο το θέμα της Εύας Καϊλή, λίγο η αναβλητικότητα στην ολοκλήρωση των εκλογικών συνδυασμών, λίγο οι αποκλίνουσες απόψεις στελεχών και ψηφοφόρων περί της «επόμενης μέρας», ρίχνουν τα ποσοστά του πιο κοντά στο 11% παρά στο 14% των προηγούμενων μηνών. Η προεκλογική «επίθεση φιλίας» από την πλευρά της ΝΔ, όσο κι αν μένει αναπάντητη, ασφαλώς δεν θα ωφελήσει το ΠΑΣΟΚ, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κερδίζει ήδη κάποιους πάντους από το Qatargate.
Προφανώς, ο κ. Μητσοτάκης μελετά τις δημοσκοπήσεις – και σίγουρα δεν διέφυγε της προσοχής του ότι η τελευταία μέτρηση της Metron Analysis, που κάνει και «εκτίμηση ψήφου», του δίνει 36,4%, πράγμα που σημαίνει δύο – δυόμισι μονάδες από τον ψηλότερο πήχη της αυτοδυναμίας. Την ίδια στιγμή, η παράσταση νίκης για τη Νέα Δημοκρατία μετριέται στο 70% - δηλαδή το παιχνίδι δεν γυρίζει, εκτός αν έλθουν τα πάνω – κάτω.
Και όλοι γνωρίζουν ότι αυτά καταγράφονται ενόψει του πρώτου εκλογικού γύρου που θα «κάψει» την απλή αναλογική. Εν ολίγοις, ενόψει μίας διαδικασίας για την οποία οι πάντες γνωρίζουν ότι δεν θα βγάλει κυβέρνηση. Δεν θέλει και πολλή σκέψη για να αντιληφθεί κανείς ότι τα πράγματα θα είναι πολύ διαφορετικά στον δεύτερο γύρο, όταν οι ψηφοφόροι θα βρεθούν μπροστά στο δίλημμα ποιον επιλέγουν για να κυβερνήσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει στην εκλογική κούρσα δεύτερος και καταϊδρωμένος. Αν ίσχυαν τα όσα ανάρτησε ο Παύλος Πολάκης – ότι δηλαδή η Κουμουνδούρου είναι στο 36% και η ΝΔ κάτω από το 30% - αλλιώς θα μιλούσαν τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν θα έκαναν προσκλητήρια προοδευτικής διακυβέρνησης, αλλά θα δούλευαν για την δική τους αυτοδυναμία. Επομένως, πρόκειται για μία επανάληψη των όσων συνέβησαν το 2019, μετά από την ήττα στις ευρωεκλογές, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να περιορίσει την ήττα του στις εθνικές εκλογές κάνοντας τους περισσότερους από τους ψηφοφόρους που του είχαν δώσει τρεις φορές ψήφο το 2015 να πιστέψουν ότι το παιχνίδι θα μπορούσε «να γυρίσει».
Τι θα γίνει αν συμβεί το ίδιο και το 2023; Μπορεί πραγματικά να πιστέψουν οι παλιότεροι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ ότι «το μάτς παίζεται»; Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει κάτι τέτοιο – άλλωστε ο Αλέξης Τσίπρας έχει αποδείξει ότι στο φίνις κάνει την περισσότερη δουλειά. Ωστόσο, με τις σημερινές συνθήκες, ακόμα κι αν προσεγγίσει το ποσοστό των εθνικών εκλογών του 2019, δεν θα πετύχει τίποτε περισσότερο από το να σταθεροποιήσει τη θέση του την «επόμενη μέρα».
Είναι δεδομένο ότι με τους υπάρχοντες συσχετισμούς σε συνδυασμό με την ενισχυμένη αναλογική του δεύτερου γύρου, ισχύει ότι «ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος δεν είναι τίποτα». Τίποτα, που λέει ο λόγος - σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ένα ποσοστό πάνω από το 30% λέει πολλά, μιας και δεν υπάρχει άλλο στέλεχος που θα μπορούσε να το λάβει.
Από την άλλη πλευρά, ενδεχομένως ο κ. Μητσοτάκης να ήθελε απλώς «να παίξει στα σίγουρα» στέλνοντας ένα μήνυμα κυρίως προς το εξωτερικό ότι ακόμα κι αν πέσουν ελαφρώς έξω οι δημοσκοπήσεις, η Ελλάδα δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσει πρόβλημα πολιτικής αστάθειας. Αν είναι έτσι, τότε υπάρχουν παράλληλα θύματα – και παράλληλοι κερδισμένοι.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα