Ο Μίκης των Ελλήνων, ο Μίκης όλων μας
Τίνα Μανδηλαρά
Ο Μίκης των Ελλήνων, ο Μίκης όλων μας
“Εγώ δεν γράφω τραγούδια. Γράφω για τον ελληνικό λαό” έλεγε ο Μίκης Θεοδωράκης με την απόλυτη επίγνωση ότι κάθε νότα που του υπαγορεύει η μούσα έχει ως στόχο να ανυψώσει το θυμικό και το ηθικό των Ελλήνων. Τίποτα λιγότερο από αυτό.
Έγραφε συμφωνίες και τραγούδια όχι για να γίνουν επιτυχίες ή να εξασφαλίσουν την δόξα αλλά να τροφοδοτήσουν τον Έλληνα με την πρώτη ύλη που χρειαζόταν για να αντέξει. Λειτουργούσε ωστόσο αντίστροφα και για τον ίδιο: Διώξεις, απεργίες πείνας, ξύλο, Χούντα τίποτα δεν τον σταμάτησε από το να γράψει όπου μπορούσε σε ξύλα, εφημερίδες ακόμα και σε χαρτοπετσέτες τα πρώτα υλικά μιας μουσικής που δεν γράφτηκε απλώς για να ακουστεί αλλά για να κάνει τον κόσμο να νιώσει και να πιστέψει στο αδύνατο.
Ίσως γι αυτό δεν μπορεί κανείς να ακούσει τη “Δραπετσώνα” χωρίς να νιώσει τον πόνο του κάθε Έλληνα που πάσχιζε να εξασφαλίσει την αξιοπρέπεια και την προκοπή-γιατί τότε δεν υπήρχε η κατασκευασμένη λέξη 'επιτυχία'-τη “Μέρα μαγιού' χωρίς να τον αγγίξει το βάρος της απώλειας, το “Ένα το χελιδόνι” χωρίς να τον συγκλονίζει η ανάγκη για την ελευθερία-, υλικά που έθρεψαν όλες τις μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη από την πρώτη μέχρι την τελευταία.
Σε εποχές που η επιβίωση από μέρα σε μέρα έμοιαζε με θαύμα οι μορφές του Θεοδωράκη, βγαλμένες από τους στίχους των μεγάλων ποιητών, από τα Ευαγγέλια και τα συναξάρια πάσχιζαν να δώσουν στον κόσμο τους δικούς του επίγειους αγίους: τον Διονυσιακό Ζορμπά, τον Απολλώνιο Αντώνη από το στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, τον κομμουνιστή Χριστό, τον θυσιαστικό Λαμπράκη...
Για τον Θεοδωράκη στον ελληνικό νου δεν υπήρχε σύγκρουση ανάμεσα σε αυτές τις μορφές και αυτές τις πίστεις αλλά ένας αρμονικός συγκρητισμός που βρήκε στο επικό μεγαλείο της μουσικής του τον κατάλληλο στόχο. Παθιασμένος μέχρι τέλος δεν έπαψε να αγωνίζεται γι αυτή την ακριβώς την ελληνική αυτοτέλεια στην οποία τόσο πολύ πίστεψε, πέρα από κόμματα- και σίγουρα μέσα από αντιφάσεις- με μοναδικό, ωστόσο, αποκλειστικό άξονα την αγάπη για την πατρίδα του.
Σε μια από τις άπειρες συνεντεύξεις του το είχε πει ξεκάθαρα: “Θα πήγαινα και με τον διάβολο για να υπερασπιστώ την πατρίδα μου”-και το εννοούσε. Ήταν, άλλωστε, δίπλα μας όταν πονούσαμε και θα είναι δίπλα μας από εκεί ψηλά για να μας θυμίζει “Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις/εκεί που πάει να σκύψει/με το σουγιά στο κόκκαλο/με το λουρί στο σβέρκο/τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις/Να τη πετιέται/να τη πετιέται/Να τη πετιέται από 'ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει”. Του οφείλουμε για τα καλά ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής μας συνείδησής και του λαικού μας πολιτισμού.
Ίσως γι αυτό δεν μπορεί κανείς να ακούσει τη “Δραπετσώνα” χωρίς να νιώσει τον πόνο του κάθε Έλληνα που πάσχιζε να εξασφαλίσει την αξιοπρέπεια και την προκοπή-γιατί τότε δεν υπήρχε η κατασκευασμένη λέξη 'επιτυχία'-τη “Μέρα μαγιού' χωρίς να τον αγγίξει το βάρος της απώλειας, το “Ένα το χελιδόνι” χωρίς να τον συγκλονίζει η ανάγκη για την ελευθερία-, υλικά που έθρεψαν όλες τις μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη από την πρώτη μέχρι την τελευταία.
Σε εποχές που η επιβίωση από μέρα σε μέρα έμοιαζε με θαύμα οι μορφές του Θεοδωράκη, βγαλμένες από τους στίχους των μεγάλων ποιητών, από τα Ευαγγέλια και τα συναξάρια πάσχιζαν να δώσουν στον κόσμο τους δικούς του επίγειους αγίους: τον Διονυσιακό Ζορμπά, τον Απολλώνιο Αντώνη από το στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, τον κομμουνιστή Χριστό, τον θυσιαστικό Λαμπράκη...
Για τον Θεοδωράκη στον ελληνικό νου δεν υπήρχε σύγκρουση ανάμεσα σε αυτές τις μορφές και αυτές τις πίστεις αλλά ένας αρμονικός συγκρητισμός που βρήκε στο επικό μεγαλείο της μουσικής του τον κατάλληλο στόχο. Παθιασμένος μέχρι τέλος δεν έπαψε να αγωνίζεται γι αυτή την ακριβώς την ελληνική αυτοτέλεια στην οποία τόσο πολύ πίστεψε, πέρα από κόμματα- και σίγουρα μέσα από αντιφάσεις- με μοναδικό, ωστόσο, αποκλειστικό άξονα την αγάπη για την πατρίδα του.
Σε μια από τις άπειρες συνεντεύξεις του το είχε πει ξεκάθαρα: “Θα πήγαινα και με τον διάβολο για να υπερασπιστώ την πατρίδα μου”-και το εννοούσε. Ήταν, άλλωστε, δίπλα μας όταν πονούσαμε και θα είναι δίπλα μας από εκεί ψηλά για να μας θυμίζει “Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις/εκεί που πάει να σκύψει/με το σουγιά στο κόκκαλο/με το λουρί στο σβέρκο/τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις/Να τη πετιέται/να τη πετιέται/Να τη πετιέται από 'ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει”. Του οφείλουμε για τα καλά ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής μας συνείδησής και του λαικού μας πολιτισμού.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα