Η «τίγρης» του Παγκρατίου: Το έγκλημα που σόκαρε την Ελλάδα το 1982
Η «τίγρης» του Παγκρατίου: Το έγκλημα που σόκαρε την Ελλάδα το 1982
Ένα έγκλημα παράφορου πάθους
Ανάμεσα στα εγκλήματα πάθους «υψηλού προφίλ» που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία ήταν η υπόθεση της Κάτιας Κολιτσοπούλου και του Γιάννη Σγουρίδη, τους οποίους τα ΜΜΕ της εποχής τούς είχαν χαρακτηρίσει ως το «σατανικό ζευγάρι». Η υπόθεση αυτή ήταν ένα έγκλημα παράφορου πάθους του Σγουρίδη προς την Κολιτσοπούλου, η οποία τον καθοδήγησε στο να διαπράξει ένα φοβερό φονικό, σκοτώνοντας τον άντρα της με μία μαχαιριά μπροστά στο μόλις 4 ετών παιδί τους.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
Η ιστορία ξεκινά όταν ο Χρήστος Κολιτσόπουλος γνώρισε μέσω κοινών επαφών την Κάτια, όταν εκείνη ήταν ακόμα μαθήτρια στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και δυνατός, κάτι που τους οδήγησε στον γάμο, αμέσως μόλις η Κάτια τέλειωσε το σχολείο, στα 18 της χρόνια. Η σχέση τους όμως ήταν ιδιαίτερα έντονη, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αρκετές προστριβές και τσακωμοί, ενώ είχαν χωρίσει και για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισαν να μένουν κάτω από την ίδια στέγη, σε ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, μαζί με το νεογέννητο παιδί τους. Ο Κολιτσόπουλος ήταν αστυνομικός, ενώ η Κάτια έκανε διάφορες δουλειές. Μία από αυτές ήταν στη ρεσεψιόν ενός αθηναϊκού ξενοδοχείου, όπου και γνώρισε τον Γιάννη Σγουρίδη, ο οποίος εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μία έντονη έλξη και άρχισαν να βγαίνουν και να συναντιούνται κρυφά σε ξενοδοχεία του Πειραιά. Η Κολιτσοπούλου παραπονιόταν διαρκώς ότι ο άνδρας της την κακομεταχειριζόταν, ότι τη χτυπούσε, αλλά και για το ότι η οικογένειά του δεν την είχε αποδεχτεί. Ο Σγουρίδης ήταν τρελά ερωτευμένος με την Κάτια και έτοιμος να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία της. Ακόμα και την πιο νοσηρή.
Και εκεί είναι που η Κολιτσοπούλου συλλαμβάνει την ιδέα να ωθήσει τον Σγουρίδη να «βγάλει από τη μέση» τον άνδρα της ώστε να μπορέσουν να ζήσουν μαζί. Η ίδια αναλαμβάνει όλη την οργάνωση της δολοφονίας, παρέχοντας τα κλειδιά του διαμερίσματος στον Σγουρίδη, με απώτερο στόχο το όλο γεγονός να φανεί ως έγκλημα από κάποιον που είχε μπουκάρει στο σπίτι για κλοπή. Έχει επίσης οργανώσει με κάθε λεπτομέρεια τη φονική ενέδρα προσπαθώντας να μην αφήσει ίχνη που θα οδηγούσαν στον Σγουρίδη και στην ερωτική σχέση που τη συνέδεε με αυτόν.
Το Σάββατο στις 6 Νοεμβρίου του 1982, η Κολιτσοπούλου, ο άνδρας της και το μικρό τους παιδί κάνουν μία μάλλον ασυνήθιστη για την Κάτια επίσκεψη στα πεθερικά της στο Μενίδι. Όταν επιστρέφουν στο σπίτι, λέει στον άνδρα της να ανέβει αυτός με το παιδί στο σπίτι και αυτή θα πήγαινε σε ένα προποτζίδικο και για κάποια ψώνια σε ένα γειτονικό μίνι μάρκετ. Ο Κολιτσόπουλος, αφού πάρκαρε, ανέβηκε στο διαμέρισμα. Εκεί τον περίμενε ο Σγουρίδης, και κινούμενος μέσα στο σκοτάδι, του κατάφερε μία δυνατή μαχαιριά στον λαιμό. Ο Κολιτσόπουλος σωριάζεται στο έδαφος μέσα σε μια λίμνη αίματος, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του μικρού γιου του. Ο Σγουρίδης εξαφανίζεται τρέχοντας, πετάει τα κλειδιά και το μαχαίρι και παίρνει το λεωφορείο για τη Λούτσα όπου ήταν το σπίτι του.
Ο 28χρονος Κολιτσόπουλος, παρά τον σοβαρό τραυματισμό του στην καρωτίδα, καταφέρνει να ειδοποιήσει τον γείτονά του στον κάτω όροφο, ο οποίος κάλεσε την Αστυνομία, ενώ έδωσε το παιδί σε μία γυναίκα για να το πάει στη μητέρα του. Βρίσκουν την Κάτια σε ένα από τα μαγαζιά της γειτονιάς και εκεί αρχίζει ένα φοβερό «θέατρο» από την πλευρά της, με την Κολιτσοπούλου να τρέχει στους δρόμους φωνάζοντας κατάρες και με το παιδί στην αγκαλιά να κλαίει γοερά. Για τους άνδρες της Αστυνομίας αυτή η συμπεριφορά της Κολιτσοπούλου είναι τόσο αληθοφανής που πείθονται αρχικά ότι πρόκειται για φόνο με κίνητρο τη ληστεία και στρέφουν τις έρευνες προς τις γνωστές τους πιάτσες. Άλλωστε το σπίτι είχε βρεθεί αναστατωμένο. Όμως ο Σγουρίδης έχει κάνει ένα τραγικό λάθος, αφήνοντας κάποια αποτυπώματα, οπότε σύντομα βρίσκεται στο γραφείο του ανακριτή, όπου μετά από λίγες ώρες καταρρέει και τα εξομολογείται όλα.
Η αναπάντεχη τροπή που πήρε η υπόθεση οδήγησε σε μία έντονη δυσφορία από την κοινή γνώμη, κυρίως εναντίον της Κολιτσοπούλου, η οποία θεωρήθηκε το σατανικό μυαλό πίσω από τον φόνο του άνδρα της. Μάλιστα οι εφημερίδες της εποχής την είχαν ονομάσει «η τίγρης του Παγκρατίου». Στις δικαστικές αίθουσες εκτυλίχθηκαν πολύ έντονες σκηνές, τόσο από τους μάρτυρες όσο και από το κοινό που παρακολουθούσε και που διαρκώς διέκοπτε με αποδοκιμασίες και απειλές λιντσαρίσματος προς τους κατηγορούμενους. Τελικά, παρά την υπερασπιστική γραμμή της Κολιτσοπούλου, ότι δεν γνώριζε ούτε είχε σχεδιάσει τίποτα, η πρωτόδικη απόφαση τον Μάρτιο του 1984 ήταν καταδικαστική και για τους δύο, με ισόβια κάθειρξη για τον φόνο και μικρότερες ποινές για άλλα αδικήματα.
Και στο Εφετείο που εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό τον Δεκέμβριο του 1986 η απόφαση δεν άλλαξε ούτε για τον Σγουρίδη ούτε για την Κολιτσοπούλου, η οποία και πάλι κρίθηκε ένοχη για την ηθική αυτουργία στον φόνο και μάλιστα χωρίς να της αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Η υπόθεση πάντως έφερε στο προσκήνιο και τις γυναικείες οργανώσεις από την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, οι οποίες θεώρησαν ότι στο πρόσωπο της Κάτιας υπήρξε έκφραση σεξισμού από την πλευρά της Δικαιοσύνης, ενώ οργανώθηκαν και έντονες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες έξω από τα δικαστήρια και την Ασφάλεια. Το 1997 αποφυλακίστηκαν και οι δύο λόγω καλής διαγωγής.
Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
Η ιστορία ξεκινά όταν ο Χρήστος Κολιτσόπουλος γνώρισε μέσω κοινών επαφών την Κάτια, όταν εκείνη ήταν ακόμα μαθήτρια στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και δυνατός, κάτι που τους οδήγησε στον γάμο, αμέσως μόλις η Κάτια τέλειωσε το σχολείο, στα 18 της χρόνια. Η σχέση τους όμως ήταν ιδιαίτερα έντονη, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αρκετές προστριβές και τσακωμοί, ενώ είχαν χωρίσει και για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισαν να μένουν κάτω από την ίδια στέγη, σε ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, μαζί με το νεογέννητο παιδί τους. Ο Κολιτσόπουλος ήταν αστυνομικός, ενώ η Κάτια έκανε διάφορες δουλειές. Μία από αυτές ήταν στη ρεσεψιόν ενός αθηναϊκού ξενοδοχείου, όπου και γνώρισε τον Γιάννη Σγουρίδη, ο οποίος εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μία έντονη έλξη και άρχισαν να βγαίνουν και να συναντιούνται κρυφά σε ξενοδοχεία του Πειραιά. Η Κολιτσοπούλου παραπονιόταν διαρκώς ότι ο άνδρας της την κακομεταχειριζόταν, ότι τη χτυπούσε, αλλά και για το ότι η οικογένειά του δεν την είχε αποδεχτεί. Ο Σγουρίδης ήταν τρελά ερωτευμένος με την Κάτια και έτοιμος να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία της. Ακόμα και την πιο νοσηρή.
Και εκεί είναι που η Κολιτσοπούλου συλλαμβάνει την ιδέα να ωθήσει τον Σγουρίδη να «βγάλει από τη μέση» τον άνδρα της ώστε να μπορέσουν να ζήσουν μαζί. Η ίδια αναλαμβάνει όλη την οργάνωση της δολοφονίας, παρέχοντας τα κλειδιά του διαμερίσματος στον Σγουρίδη, με απώτερο στόχο το όλο γεγονός να φανεί ως έγκλημα από κάποιον που είχε μπουκάρει στο σπίτι για κλοπή. Έχει επίσης οργανώσει με κάθε λεπτομέρεια τη φονική ενέδρα προσπαθώντας να μην αφήσει ίχνη που θα οδηγούσαν στον Σγουρίδη και στην ερωτική σχέση που τη συνέδεε με αυτόν.
Το Σάββατο στις 6 Νοεμβρίου του 1982, η Κολιτσοπούλου, ο άνδρας της και το μικρό τους παιδί κάνουν μία μάλλον ασυνήθιστη για την Κάτια επίσκεψη στα πεθερικά της στο Μενίδι. Όταν επιστρέφουν στο σπίτι, λέει στον άνδρα της να ανέβει αυτός με το παιδί στο σπίτι και αυτή θα πήγαινε σε ένα προποτζίδικο και για κάποια ψώνια σε ένα γειτονικό μίνι μάρκετ. Ο Κολιτσόπουλος, αφού πάρκαρε, ανέβηκε στο διαμέρισμα. Εκεί τον περίμενε ο Σγουρίδης, και κινούμενος μέσα στο σκοτάδι, του κατάφερε μία δυνατή μαχαιριά στον λαιμό. Ο Κολιτσόπουλος σωριάζεται στο έδαφος μέσα σε μια λίμνη αίματος, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του μικρού γιου του. Ο Σγουρίδης εξαφανίζεται τρέχοντας, πετάει τα κλειδιά και το μαχαίρι και παίρνει το λεωφορείο για τη Λούτσα όπου ήταν το σπίτι του.
Ο 28χρονος Κολιτσόπουλος, παρά τον σοβαρό τραυματισμό του στην καρωτίδα, καταφέρνει να ειδοποιήσει τον γείτονά του στον κάτω όροφο, ο οποίος κάλεσε την Αστυνομία, ενώ έδωσε το παιδί σε μία γυναίκα για να το πάει στη μητέρα του. Βρίσκουν την Κάτια σε ένα από τα μαγαζιά της γειτονιάς και εκεί αρχίζει ένα φοβερό «θέατρο» από την πλευρά της, με την Κολιτσοπούλου να τρέχει στους δρόμους φωνάζοντας κατάρες και με το παιδί στην αγκαλιά να κλαίει γοερά. Για τους άνδρες της Αστυνομίας αυτή η συμπεριφορά της Κολιτσοπούλου είναι τόσο αληθοφανής που πείθονται αρχικά ότι πρόκειται για φόνο με κίνητρο τη ληστεία και στρέφουν τις έρευνες προς τις γνωστές τους πιάτσες. Άλλωστε το σπίτι είχε βρεθεί αναστατωμένο. Όμως ο Σγουρίδης έχει κάνει ένα τραγικό λάθος, αφήνοντας κάποια αποτυπώματα, οπότε σύντομα βρίσκεται στο γραφείο του ανακριτή, όπου μετά από λίγες ώρες καταρρέει και τα εξομολογείται όλα.
Η αναπάντεχη τροπή που πήρε η υπόθεση οδήγησε σε μία έντονη δυσφορία από την κοινή γνώμη, κυρίως εναντίον της Κολιτσοπούλου, η οποία θεωρήθηκε το σατανικό μυαλό πίσω από τον φόνο του άνδρα της. Μάλιστα οι εφημερίδες της εποχής την είχαν ονομάσει «η τίγρης του Παγκρατίου». Στις δικαστικές αίθουσες εκτυλίχθηκαν πολύ έντονες σκηνές, τόσο από τους μάρτυρες όσο και από το κοινό που παρακολουθούσε και που διαρκώς διέκοπτε με αποδοκιμασίες και απειλές λιντσαρίσματος προς τους κατηγορούμενους. Τελικά, παρά την υπερασπιστική γραμμή της Κολιτσοπούλου, ότι δεν γνώριζε ούτε είχε σχεδιάσει τίποτα, η πρωτόδικη απόφαση τον Μάρτιο του 1984 ήταν καταδικαστική και για τους δύο, με ισόβια κάθειρξη για τον φόνο και μικρότερες ποινές για άλλα αδικήματα.
Και στο Εφετείο που εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό τον Δεκέμβριο του 1986 η απόφαση δεν άλλαξε ούτε για τον Σγουρίδη ούτε για την Κολιτσοπούλου, η οποία και πάλι κρίθηκε ένοχη για την ηθική αυτουργία στον φόνο και μάλιστα χωρίς να της αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Η υπόθεση πάντως έφερε στο προσκήνιο και τις γυναικείες οργανώσεις από την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, οι οποίες θεώρησαν ότι στο πρόσωπο της Κάτιας υπήρξε έκφραση σεξισμού από την πλευρά της Δικαιοσύνης, ενώ οργανώθηκαν και έντονες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες έξω από τα δικαστήρια και την Ασφάλεια. Το 1997 αποφυλακίστηκαν και οι δύο λόγω καλής διαγωγής.
Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα
Η απόφαση ενός νεαρού να διαλύσει τον αρραβώνα του, τον οδήγησε στον θάνατο
Ζάκυνθος, 1958: Η 19χρονη «φαρμακεύτρια» που σκότωσε πατέρα και αδερφό με προτροπή του παππού της
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα